Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Εποχή στέρφα, λασπωμένη από τις
νεροποντές, γδαρμένη από ανέμους με κοφτερά σκυλόδοντα. To αυτοκίνητο απόν, στους δρόμους γαϊδουρίτσες και
μούλες. Τον επιούσιο έβγαζα καλιασμένος σε χωριό, πνιγμένο στο γαϊδουράγκαθο
και την ασφάκα. Το εκπαιδευτήριο
ερείπιο, οι σοφάδες λεηλατημένοι, τα κουφώματα μπαλωμένα με λαμαρίνες. Έκανα
μάθημα τυλωμένος με κούμαρα, ζεσταινόμουν μ’ ένα κουρέλι χλαίνης του στρατού,
κοιμόμουν σε κρεβάτι με το σανίδι του
φαγωμένο από το σκώρο.
Το βιβλίο απαγορευμένο, η
συνομιλία μου με τους γκιόνηδες, τις σκοτεινές μου νύχτες τις φώτιζαν
αστροπελέκια. Η στοιχειώδης υγιεινή έλειπε, εξυπηρετιόμουν στο λόγγο, τη
σκόρτσα μου καθάριζα στη σκάφη της παπαδιάς, το ντρίλι ρούχο μου το συνάλλαζα
στις εθνικές επετείους και στη γιορτή του τοπικού άγιου θαυματουργού. To νοικοκυριό
μου μια δρασκελιά λασπότοπος, με το ράφι του άδειο, το ξεροκόμματο στην κόφα
μαγαρισμένο από τους ποντικούς.
Συγκοινωνία εποχής Ομηρικής. Την
διεκπεραίωναν άμαξες ιππήλατες, νεοελληνιστί κάρα, με τις καρότσες τους φίσκα
στα τετράποδα, στα χαρτόκουτα και στον έμφρονα άνθρωπο. Στις πανηγύρεις συνωστίζονταν τα αμνοερίφια, στη σπορά οι
σάκοι με τα φωσφορούχα, την άνοιξη τα πλαστικά με υβριδικό καλαμπόκι. Ακόμη
ψεκαστήρες με βορδιγάλειο πολτό, ζιζανιοκτόνα και κατσαριδοκτόνα.
Ένα παγωμένο Δεκέμβρη, αρρώστησα.
Μαράθηκα, έγινα ένα κίτρινο φρούτο. Τούμπανο
η κοιλιά μου, ο λαιμός μου έκλεισε, η μύτη μου έτρεχε αίμα. Έπεσα στο κρεβάτι με
ζάλη, εξαντλημένος. Μόνος και έρημος,
χωρίς φάρμακο, χωρίς ένα τρυφερό χεράκι να μου φτιάξει ένα ζεστό χαμόμηλο.
Μια γριούλα μου ‘φερε αγριοκύμινο.
Άνοιξα την εγκυκλοπαίδεια: << Το έγχυμά του είναι γαστροκινητικό και
είναι ό,τι πρέπει για τυμπανισμό >> έγραφε. Ήπια αλλά έμεινα στα ίδια. << Θέλεις
ήλιο!>> μου συνέστησε μια λαϊκή γιατρίνα. Εξαντλημένος περπατούσα μέρες
με τα τέσσερα και πήγαινα στη χλόη. Ξάπλωνα και σαν πληγωμένο αγρίμι κοίταζα
τον ήλιο. Ο πρακτικός γυναικείος Ιπποκράτης έπεσε διάνα. Σε λίγο έγινα περδίκι.
Μετά τα βήματά μου πολλά, η πορεία μου
οδυνηρή, τα φορτία στην πλάτη βαριά. Το σακούλι μου αντί να ‘ναι γεμάτο φλουριά, είναι γεμάτο σβόλους από χώμα. Τώρα
αν ψάξεις στις τσέπες μου ένα ευρώ δε θα βρεις, στην ντουλάπα μου ούτε μια
αλλαξιά σκουτιά, στο μπάνιο μου ούτε ένα προσόψι μπαλωμένο. Τα ίδια και
χειρότερα κι άλλοι πολλοί. Τις πταίει;
Βουή μας μαύρη! Ξενηστικωμένοι μια ζωή,
ξενηστικωμένοι και τώρα στην εσχατιά της
ζωής! << Εμπρος μαρς! >> για
την άλλη ζωή, << εμπρός μαρς! >> για τον άλλο κόσμο!