5.2.17

ΔΙΗΓΗΜΑ - Το ποτάμι

Του  Παναγιώτη    Αντωνόπουλου

    Μέρες τώρα οι άνθρωποι του κάμπου  ανέβαιναν σ’ ένα βραχάκι στην όχθη του ποταμού και κοίταζαν το νερό, που κυλούσε στην κοίτη του  σαν τεράστιο μαύρο φίδι, αφήνοντας πίσω του, όχι το τραγούδι του κελαρύσματος  αλλά ένα τραυλό ψέλλισμα σαν επιθανάτιο ρόγχο. Κι όσο το κοίταζαν τούτο το αφύσικο κι ατέλειωτο κινούμενο τέρας ν’ αγκαλιάζει και να σκοτώνει  με τα βρώμικα πλοκάμια του κάθε έμψυχο στολίδι της φύσης, τόσο ο πόνος που τους είχε καθίσει στο στήθος σαν αχινός, μεγάλωνε και τους τρυπούσε την καρδιά, κάνοντάς τη να ματώνει και να κτυπά άρρυθμα και τρελά.
    Η  συμφορά ήταν μεγάλη και η απογραφή των όσων κακών έβλεπαν να συμβαίνουν, τραγική και ρεαλιστική. Ο θάνατος κοινός και στη χλωρίδα και στην πανίδα, θέριζε και σκορπούσε νεκρή τριγύρω του κάθε πνοή ζωής, αχόρταγα, αλόγιστα και με το πιο άγριο ένστιχτο του πλέον ειδεχθή κακούργου.
    Χορτάρια, αγριολούλουδα, καλάμια, σπάρτα, αγκάθια, κάρδαμα, ιτιές και λυγαριές, άρρωστα και μολυσμένα, αργοπέθαιναν στις όχθες, αφήνοντας πάνω στη μαύρη λάσπη που κυλούσε στις ρίζες τους, το παράπονο της διαμαρτυρίας τους μ’ ένα άψυχο θρόισμα που ήταν για πολλά και το τελευταίο τους επιθανάτιο τραγούδι. Κάμποσα αιωνόβια πλατάνια με τους γιγάντιους κορμούς τους λερωμένους από το μαύρο ζουμί του θανάτου που κυλούσε με βαρβαρότητα στις ρίζες τους, αντιστέκονταν όσο μπορούσαν σ’ αυτό το βούρκο, απλώνοντας που και που τα γυμνά κλαδιά τους να του σταματήσουν την ορμή, αλλά δεν το κατόρθωναν γιατί ο ιός του θανάτου που κουβαλούσε μέσα του τα αποδυνάμωνε και τα καθιστούσε  άρρωστα και αδύναμα.
    Έτσι ξεραμένα μέρα με τη μέρα αποσαθρώνονταν γρήγορα και σάπιζαν, ώσπου  η νεκρή τους όψη εκτόπιζε κάθε ομορφιά και χάρη εκεί που άλλοτε η ηδονή της θέας του μέρους αυτού ήταν εξαίσια και μοναδική. Και οι άγριες συκιές που θεωρούνται ανθεκτικές και μείζονος αντοχής σε τέτοιου είδους μολύνσεις, είχαν υποκύψει στη φοβερή αυτή πληγή που τις είχε βρει χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Όσα μέρη των κλαδιών τους δεν ήταν ακόμη ξεραμένα, είχαν πετάξει κάτι εξογκώματα χοντρά σαν χαλασμένα μάτια, που έσταζαν συνέχεια άσπρο υγρό σαν πύο πληγής που είναι μολυσμένη και κακοφορμισμένη.
    Η ίδια όμως θανατερή κατάσταση, επικρατούσε και στην πανίδα του ποταμού. Ψάρια, καβούρια, βάτραχοι, χελώνες, σαλιγκάρια, πεταλούδες, μυρμήγκια, σκουλήκια, σκαθάρια και κάθε λογής  μικροοργανισμοί, βρίσκονταν νεκροί στη μαύρη και ξερή λάσπη που είχε ξεβραστεί στις όχθες του ποταμού και φάνταζαν μέσα στη βρώμα που έβγαζαν τα σάπια σώματά τους σαν σκουριασμένα μικρά τενεκεδάκια, γεμάτα ιζήματα και σκουπίδια. Και σα να μην έφτανε αυτός  ο βρώμικος πηλός που απλωνόταν μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι σου, να δώσει το μέγεθος της καταστροφής, έρχονταν τώρα και τα ψόφια ζώα του δάσους που μολύνονταν από το νερό του ποταμού που  έπιναν, να προσθέσουν με το δικό τους τρόπο την ολοκληρωτική καταστροφή και στο βασίλειο των ζώων.
    Λαγοί, αλεπούδες, σκίουροι, κουνάβια, πουλιά και κάθε άλλα λογής - λογής ζώα του δάσους, ήταν σκορπισμένα ανάμεσα στα ξερά φυλλώματα με τα τυμπανισμένα σώματά τους.  Μύριζαν άσχημα και τ’ ακρωτηριασμένα και αποσυνθεμένα μέλη τους, κεφάλια, πόδια, έντερα και ουρές  προσφέρονταν τροφή στα σκουλήκια, στους γύπες και στα κοράκια, που είχαν στρωθεί για τα καλά πάνω απ’ το νεκροταφείο τούτο των βρώμικων σαρκών κι έτρωγαν με την ψυχή τους!
    Κι εκεί που μέχρι χθες άκουγες το κελάηδημα των πουλιών κι έβλεπες το χαρούμενο πέταγμα της αγριόχηνας, της χαλκόκοτας, του ασημόγλαρου, του ποταμόγλαρου και του τσαλαπετεινού, τώρα βασίλευε του τάφου η σιωπή και η φοβέρα κάποιου ακαθόριστου και τρομακτικού εχθρού. Ενός εχθρού που είχε νεκρώσει το σώμα του ποταμού από τη φοβερή αρρώστια του που κουβαλούσε στα σπλάχνα του, αλλά  και την ακτή της θάλασσας που χύνονταν τα νερά του και τα είχε γεμίσει με κοπάδια από ψόφια ψάρια, αλκυόνες και γλάρους.
    Βλέποντας τούτες τις φριχτές εικόνες της κόλασης μπρος τους οι άνθρωποι του κάμπου θυμήθηκαν τις παλιές καλές μέρες του ποταμού κι άρχισαν να τις ξεδιπλώνουν. Πριν από τον πόλεμο, ο παππούς του αγρότη  Καστρινού   είχε ψηλά, κοντά στους πρόποδες του βουνού, το πριονιστήριο. Ένα μικρό πέτρινο χτίριο με τη σκεπή του στεριωμένη με ξυλοδεσιά να στηρίζεται σε τέσσερις χοντρούς ξύλινους πασσάλους που με το πριόνι μέσα του να σχίζει με δυνατό θόρυβο μεγάλους και χοντρούς κορμούς δέντρων. Μετά τον πόλεμο ήρθε η σειρά του πατέρα του να δέσει τη ζωή του με το ποτάμι. Διορίστηκε υδροφύλακας και είχε την ευθύνη να διαχειρίζεται σωστά το νερό του ποταμού και να το κατανέμει με δικαιοπραξία στους ενδιαφερομένους καλλιεργητές που το χρησιμοποιούσαν για να ποτίζουν τα χωράφια τους. Και πριν από χρόνια ήταν ο ίδιος ο γιος Καστρινός που ένωσε την ψυχή του με το ποτάμι, γιατί έπρεπε να κερδίσει το ψωμί του και να ζήσει με αξιοπρέπεια. Έτσι αναγκάστηκε να θέσει πάλι σε λειτουργία ένα νερόμυλο που είχε εγκαταλειφθεί από τον ιδιοκτήτη του και ν’ αλέθει νυχτοήμερα, φορτώματα με σιτάρι και σίκαλη.
    Με τον καιρό γέρασε, το νερό λιγόστεψε, το ποτάμι μολύνθηκε κι αυτός σταμάτησε το μύλο και αποσύρθηκε στο αγροτόσπιτό του στον Αγρίλη. Εκεί ζούσε συντροφιά με τα ζώα και τα δέντρα του κήπου του, δεμένος  με τη φύση και τις ομορφιές της. Γι’ αυτό  τώρα ανεβασμένος πάνω στο βράχο  με τους ανθρώπους του κάμπου κοιτούσε το ποτάμι και θλιβόταν αφάνταστα για το κακό που έβλεπε να κυλάει στην κοίτη του. Έτσι με τον πόνο να φωλιάζει μέσα του για την πλήρη καταστροφή που έβλεπε ν’ απλώνεται γύρω του, έφυγε εξουσιοδοτημένος πηγαίνοντας να συναντήσει το δήμαρχο της περιοχής και να του καταγγείλει τη συμφορά.
    --- Τι τα θες τώρα και τα σκαλίζεις, Καστρινέ! Άφησέ τα όπως είναι και μη νοιάζεσαι για τίποτα! του είπε με κυνικότητα εκείνος και του ‘δειξε την περιφρόνησή του. Όλα τα ποτάμια του κόσμου έτσι είναι σήμερα, βρώμικα και μολυσμένα! Εμείς θα τα καθαρίσουμε;
    Και τότε ο Καστρινός του απάντησε με θλιμμένο ύφος, γεμάτο οργή:
    --- Το ποτάμι, δήμαρχε στο ξαναλέω, μεταμορφώθηκε από άγγελος πνοής που ήταν σε διάβολο θανάτου! Πολλές φορές όταν το κοιτάζω ανεβασμένος στο βράχο, το βλέπω να παίρνει διάφορες μορφές και να γίνεται πότε ένας πελώριος δράκοντας που ρουφάει το αίμα στα ζώα και πότε ένα πολυκέφαλο φίδι σαν τη Λερναία Ύδρα ν’ αγκαλιάζει θανατηφόρα ό,τι περνάει στην κοίτη του και να το κάνει ένα σωρό κόκαλα και λιωμένες σάρκες.  Φαίνεται από ό,τι είδα, σε λίγο κάθε ίχνος ζωής θα σταματήσει και τα υπάρχοντα ζώα, πριν εξαφανιστούν, θα μεταλλαχτούν σε τερατόμορφα όντα που θα θυμίζουν εξωγήινες εικόνες φρίκη της φύσης. Και δε θα φοβηθώ να εξομολογηθώ πως είδα βατράχους με θεόρατα πόδια, νερόφιδα χοντρά σαν παλούκια και χελώνες με ανίατες πληγές στα εμφανή τους μέρη. Και σαν πιστέψω τις φήμες πως κυκλοφορούν σε λίγο από το ποτάμι θα ξεπηδήσουν οι δέκα πληγές του Φαραώ που θα μας καταστρέψουν!
    --- Δε λες τίποτα καινούργιο! του απάντησε πάλι ο δήμαρχος και στηρίχτηκε στα κάγκελα της εξώπορτας. Η μόλυνση είναι αναγκαίο κακό της τεχνολογικής εξέλιξης και δεν μπορούμε να την αποφύγουμε. Φαίνεται πως έχει αδέρφια, τους παγετώνες, τις μεγάλες θερμοκρασίες, τους τυφώνες, τους σεισμούς, τις ξηρασίας     και όλες τα καταστροφικά πλανητικά σύνδρομα που τόσα δεινά προκαλούν στους ανθρώπους!
    Γέλασε  και του είπε με σαρκασμό:
    --- Τα λες αυτά και θαρρώ πως δεν τα πιστεύεις, δήμαρχε! Ξέρεις τι συμβαίνει και το ποτάμι είναι μολυσμένο, αλλά δεν το λες!
    Έριξε το κεφάλι εκείνος κάτω και του ψιθύρισε μ’ ένα τρέμουλο στη φωνή του:
    --- Τα συμφέροντα! Αυτά ευθύνονται για τη μόλυνσή του, θες να πεις! Αυτά κάνουν το νερό του βρώμικο και ρυπαρό να σκορπά το θάνατο! Το ξέρω!
    --- Αλλά δεν κάνεις τίποτα για να το προστατέψεις! του ψέλλισε   δείχνοντας το άδολο ύφος του.
    --- Να τα βάλλω, θες, με τους  ισχυρούς; τον ρώτησε εκείνος και συνέχισε:  Μπορώ; Τα λύματα θα χύνονται στο ποτάμι όσο κι αν φαίνεται επικίνδυνο για μας κι ασήμαντο γι’ αυτούς! Το κέρδος βλέπεις τους ενθαρρύνει  να βιάζουν  περιβάλλον και φύση.
    Κι αφού  τον σκούντησε στον ώμο με φιλική διάθεση πρόσθεσε με κάποια προσποιητή μελαγχολία στα μάτια:
    --- Πάμε τώρα στις δουλειές μας κι ας αφήσουμε το ποτάμι να κυλάει ήσυχα!


    Όλη αυτή η συζήτηση έγινε την άνοιξη.  Ώσπου ήρθε ο Αύγουστος με μια ζέστη ανυπόφορη και μια άπνοια θανατερή. Το νερό στο ποτάμι λιγόστεψε ακόμη πιο πολύ, η μόλυνσή του συνεχιζόταν και η παραγωγή των κηπευτικών μειωνόταν αισθητά. Σαν να μην έφταναν  αυτά ήρθε και η φήμη πως κάποια γεροντάκια ένιωσαν δυσφορία στο στομάχι κι επισκέφτηκαν το νοσοκομείο για τις απαραίτητες εξετάσεις. Και πως οι γιατροί διέγνωσαν έναν μολυσματικό ιό στο αίμα τους που οφειλόταν στη μόλυνση του νερού που διοχετευόταν στον οργανισμό τους μέσω των φυτών και των καρπών που κατανάλωναν!
    Όλοι άρχισαν να ανησυχούν και να συζητούν με ακατάσχετη παραφιλολογία το θέμα αυτό που τους τρόμαζε. Πολλοί μιλούσαν για θανάτους που είχαν γίνει στο παρελθόν εξαιτίας του μολυσμένου νερού, άλλοι για τους παράλυτους που είχε αφήσει και κάποιοι για επικείμενες τερατογεννήσεις. Μέρα με τη μέρα ο πανικός κι ο φόβος μεγάλωνε ανάμεσα στους ανθρώπους και η υστερία μπήκε για τα καλά με την καθημερινότητα στα σπίτια τους.
    Κι όταν πραγματικά ήρθε ο θάνατος, όλοι παραλήρησαν! Η είδηση, πως ένας μεσήλικας πέθανε στο νοσοκομείο, έπεσε σαν κεραυνός στα κεφάλια των ανθρώπων που απεγνωσμένα ζητούσαν από τις αρχές να τους προστατέψει από μια επικείμενη θανατηφόρα επιδημία.
    Η αγωνία τους μεγάλωνε σαν πληροφορήθηκαν από τους συγγενείς του νεκρού, το φριχτό τρόπο με τον οποίο πέθανε. Τον έπιασε, έλεγαν, στην αρχή ένας δυνατός πόνος στο στομάχι κι αφού τον παρέλυσε κυριολεκτικά, τον άφησε ύστερα από ώρα για να συνεχίσει αμέσως μετά ένα ασταμάτητο τρεμούλιασμα σε ολόκληρο το σώμα του, που το ‘κανε να τρέμει από δυνατούς σπασμούς. Κι αφού ο  άρρωστος μέσα σ’ ένα παραλήρημα ασυνειδησίας και παραισθήσεων κατέρρεε, γούρλωσε ύστερα τα μάτια και εξαντλημένος για πολλή ώρα από ένα έντονο και ακατάσχετο βήχα, έπεσε σε κώμα, περιμένοντας προφανώς το τέλος του, που δε θα αργούσε πράγμα που το επιβεβαίωνε κι ένας  αδύνατος ρόγχος που εμφανίστηκε και τον ενοχλούσε επίμονα με τη συνεχή παρουσία του.
     Ύστερα από όλη αυτή τη σκληρή δοκιμασία που περνούσε ο άρρωστος, εξαντλήθηκε τόσο που έμεινε ακίνητος με μόνο ζωντανό σημάδι στο κάτωχρο πρόσωπό του, μια αφρισμένη κρούστα σάλιου και κίτρινου υγρού γύρω απ’ τα  πρησμένα χείλη του. Κι αφού όλη αυτή η φριχτή κατάσταση κράτησε κοντά στις δυο ώρες, στο τέλος πέθανε.
    Μ’ αυτό τον τρόπο λοιπόν που περιγράψαμε πέθαναν πολλοί, όπως διαδόθηκε, που είχαν προσβληθεί από τον ιό του ποταμού. Ο αριθμός τους δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, η σύγχυση και ο πανικός που επικρατούσε τόσο στις αρχές όσο και στους κατοίκους της περιοχής αγνόησε τα στοιχεία.
    Τα κανάλια και οι εφημερίδες μιλούσαν για ογδόντα και παραπάνω θύματα από τα οποία, ευτυχώς τα παιδιά ήταν ελάχιστα. Προς το τέλος του Αυγούστου τα κακό περιορίστηκε, αλλά η φήμη μιλούσε για πρόσκαιρη εξασθένηση του ιού, που πάλι θα ξαναφούντωνε.
    Οι ανησυχίες και οι φόβοι κορυφώθηκαν, όλοι  μιλούσαν για   εκδίκηση του ποταμού που ήρθε σαν πληγή να τους τιμωρήσει για το κακό που του ‘καναν, και, για ανταμοιβή του έστειλε  τον ανελέητο ιό του. 
          ellinikoxronografima.blogspot.gr

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου