Είναι πραγματικά μοναδικό πώς η Μεσσηνία, αυτή η γωνιά ελληνικής γης χωρά τόσες πολλές και διαφορετικές ομορφιές!
Οι γραφικές πολιτείες, τα παραδοσιακά χωριά, οι εξωτικές ακρογιαλιές, αλλά και η καταπράσινη φύση, τα βουνά, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα φαράγγια και τα σπάνια οικοσυστήματα, όλα βρίσκονται εκεί, ανοίγονται στους επισκέπτες που έχουν τη διάθεση να τα ανακαλύψουν.
Αν… το λέει η καρδούλα σας, κατά την επίσκεψή σας στη εκεί, μην αφήσετε τις ονειρικές παραλίες και την καλοκαιρινή ραστώνη να σας απορροφήσουν.
Αξίζει μια βόλτα στην καρδιά της Μεσσηνίας, στα φαράγγια του Ταΰγετου, στα τρεχούμενα νερά, σε μέρη παρθένα και αγνά που θα σας δώσουν αυτό το κάτι λίγο παραπάνω, αρκετό όμως για να έχετε διηγείστε την εμπειρία από τα «θαύματα της μεσσηνιακής γης» για όλη σας τη ζωή.
Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας: Είναι ο νοτιότερος μεταναστευτικός σταθμός των αποδημητικών πουλιών των Βαλκανίων από και προς την Αφρική κι αυτό αρκεί για να «χρήσει» τη Γιάλοβα έναν από τους σημαντικότερος υδροβιότοπους της Ευρώπης. Θα τη βρείτε 7 χιλιόμετρα βόρεια της Πύλου, ανάμεσα στον ομώνυμο οικισμό και μια από τις πιο όμορφες παραλίες της Μεσσηνίας, τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς. Έχει έκταση 6.000 στρεμμάτων, το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 4 μέτρα και είναι γνωστή και ως Διβάρι (από τη λατινική λέξη vivarium, που σημαίνει «ιχθυοτροφείο»). Περισσότερα από 254 είδη πουλιών όπως ερωδιοί, κορμοράνοι, κιρκινέζια, αιγαιόγλαροι, φλαμίνγκος, ψαραετοί, βασιλαετοί και άλλα παρυδάτια πτηνά βρίσκουν καταφύγιο στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Εδώ φιλοξενείται και το σπανιότατο είδος σε όλη την Ευρώπη, ο αφρικανικός χαμαιλέοντας, που θεωρείται υπό εξαφάνιση. Τα μεγάλα πουλιά, όπως ερωδιοί, κίρκοι και τουρλίδες, φθάνουν κατά κύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, παραμένουν εκεί μόνο για λίγες ώρες για να ξεκουραστούν και πριν το σούρουπο φεύγουν ξανά όλα μαζί, δημιουργώντας ένα υπερθέαμα της φύσης για όσους είναι αρκετά τυχεροί να το δουν από κοντά.
Πολυλίμνιο: Ένας καλά κρυμμένος, επίγειος παράδεισος της Μεσσηνιακής γης. Μικρές λίμνες και καταρράκτες, που σχηματίζονται από τα νερά που διέρχονται μέσα από το Φαράγγι του Πολυλιμνίου. Καταπράσινη βλάστηση, ένα περιβάλλον μοναδικό, παρθένο και σχετικά άγνωστο ακόμα στον μαζικό τουρισμό. Οι λίμνες ήταν μέχρι πρόσφατα καλά κρυμμένες από τους επισκέπτες, αλλά πλέον ο χώρος έχει αξιοποιηθεί, ενώ διαθέτει και δύο χώρους στάθμευσης. Περπατώντας στη φύση για περίπου τρία χιλιόμετρα θα δείτε και τις 15 διαδοχικές λίμνες με τα παράξενα ονόματα: Kαδούλα, Μαυρολίμνα, του Τυχερού, του Ιταλού, του Πανάγου, της Σταθούλας και άλλα. Στις πεντακάθαρες λιμνούλες μπορείτε να βουτήξετε και να απολαύσετε της δροσιά των πηγαίων νερών τους. Εντυπωσιακότερος όλων είναι ο καταρράκτης της Κάδης, που ρίχνει τα νερά του από ύψος 25 μέτρων. Πλήθος από έντομα όπως πεταλούδες, λεπιδόπτερα αλλά και κουνούπια αποτελούν τροφή για ένα πλήθος εντομοφάγων πουλιών, τα οποία βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στους πυκνούς θάμνους, αλλά και στα φυλλώματα των δέντρων, κάνοντας το Πολυλίμνιο σημαντικότατο υδροβιότοπο. Στις λιμνούλες θα διακρίνετε ακόμα μικρά ψάρια, μαύρα καβούρια του γλυκού νερού, αμφίβια, ερπετά και μικρά θηλαστικά. Μπορεί κανείς να προσεγγίσει αυτό το «θαύμα της φύσης» από το χωριό Χαραυγή, σε απόσταση 33 χιλιομέτρων από την πόλη της Καλαμάτας.
Μπίλιοβο: Μια από τις πιο γνωστές και όμορφες πεζοπορικές διαδρομές της Μεσσηνίας είναι το περίφημο Μπίλιοβο, το λιθόστρωτο καλντερίμι που συνδέει τα χωριά Σωτηριάνικα και Αλτομιρά στην Έξω Μάνη και χαρακτηρίστηκε πρόσφατα ως μνημείο. Το σωζόμενο σήμερα τμήμα του έχει μήκος 3 χιλιομέτρων και με 83 στροφές (από τις οποίες οι 78 είναι 180μοιρών) ανεβαίνει από τα Σωτηριάνικα (υψόμετρο 300 μέτρων) στα Αλτομιρά (υψόμετρο 800 μέτρων). Σε ορισμένα τμήματα αναρριχάται πάνω στο βράχο και κατά το μεγαλύτερό του κομμάτι κινείται παράλληλα και μέσα σε ρέμα μεγάλης κλίσης. Καθώς η διαδρομή ανηφορίζει και το υψόμετρο αυξάνεται, οι πεζοπόροι έχουν τη δυνατότητα να θαυμάζουν από ψηλά τα χωριά της Μάνης και τον Μεσσηνιακό κόλπο. Η κατασκευή του μονοπατιού ξεκίνησε το 1904 και θεωρείται επίτευγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πολλές από τις στροφές του είναι κατασκευασμένες σε μεγάλη κλίση εδάφους, ενώ για τη δημιουργία του μονοπατιού εργάστηκαν τεχνίτες και εργάτες πέτρας από τα γειτονικά χωριά. Υπολογίζεται, με βάση σκαλισμένη σε μια πέτρα επιγραφή πως το καλντερίμι τελείωσε το 1928. Η πεζοπορική αυτή ανάβαση είναι από τις πιο δημοφιλείς διαδρομές στην Μεσσηνία. Διαρκεί περίπου δύο με δυόμισι ώρες και αν εξαιρέσει κανείς ότι είναι ανηφορικής πορείας, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία.
Φαράγγι του Ριντόμου: Ξεκινά από τις κορυφογραμμές του Ταϋγέτου, από τη Νεραϊδοβούνα, στα 2031 μέτρα υψόμετρο και καταλήγει στην ακτή της Σάντοβας στον Μεσσηνιακό Κόλπο. Προς τη μεριά της θάλασσας, το φαράγγι λέγεται Φαράγγι της Κοσκάρακας. Αποτελεί ένα πλούσιο σε γεωμορφολογικά στοιχεία σχηματισμό, παρουσιάζοντας ένα μεγαλειώδες σύνολο. Σε όλο του το μήκος παρατηρούμε πληθώρα γεωλογικών φαινομένων, όπως οι σχεδόν κατακόρυφες πλαγιές του, οι έντονες πτυχώσεις του πετρώματος και τα ρήγματα. Τα εξαιρετικά καλντερίμια στα Πηγάδια και στα Αλτομιρά αποτελούν φυσική δίοδο προς το φαράγγι, ενώ η πρόσβαση γίνεται και από τις Γαϊτσές ή από την Κοσκάρακα (Κοσκάργα), με το υπέροχο γεφύρι, στην παλαιά οδό Καλαμάτας – Κάμπου. Ένα από τα αξιοθέατα είναι το πέτρινο Πηγαδιώτικο γεφύρι. Έχει δύο τόξα, το ένα πάνω από το άλλο, ενώνοντας τις όχθες του φαραγγιού. Το φαράγγι σε αυτό το σημείο είναι στενό, σαν μία πανύψηλη πύλη που δημιουργούν οι κάθετοι βράχοι. Οι λάτρεις του βουνού και της φύσης θα μείνουν έκπληκτοι από τις ομορφιές του φαραγγιού. Η καλύτερη εποχή για τη διάσχισή του κρίνεται το τέλος της άνοιξης με αρχές καλοκαιριού, οπότε οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν τη ‒σχετικά‒ απαιτητική διαδρομή.
Φαράγγι του Βυρού: Βρίσκεται και αυτό στον Ταΰγετο και έχει συνολικό μήκος 19 χιλιόμετρα. Πέρα από τη φυσική του ομορφιά, ξεχωρίζει και λόγω της ιστορικής του σημασίας, καθώς κατά μήκος του διερχόταν η αρχαία Βασιλική Οδός που ένωνε την αρχαία Σπάρτη με το λιμάνι της Καρδαμύλης. Ξεκινά από την δυτική πλευρά του Ταΰγετου, στην μεσσηνιακή Μάνη, από τον Άγιο Παντελεήμονα που βρίσκεται σε υψόμετρο 1400μ και περνώντας από το Δάσος Βασιλικής κατευθύνεται προς τη θάλασσα της Καρδαμύλης. Σύμφωνα με το μύθο ο Πύρρος, γιος του Αχιλλέα, διέσχισε το φαράγγι του Βυρού για να φτάσει στην αρχαία Σπάρτη και να παντρευτεί την όμορφη Ερμιόνη, κόρη του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης. Στα χρόνια του μεσαίωνα, οι κάτοικοι της περιοχής δημιούργησαν σε σπηλιές ή απόκρημνα σημεία ειδικά πέτρινα παρατηρητήρια, γνωστά και ως βίγλες. Ήταν κατασκευασμένα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η οπτική μετάδοση από το ένα στο άλλο ενός μηνύματος για κάποια πιθανή επιδρομή. Τα παρατηρητήρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως καταφύγια για τους εκάστοτε κυνηγημένους. Στις μέρες μας, απομεινάρια από την Βασιλική οδό και τα λίθινα παρατηρητήρια εντοπίζονται σε διάφορα σημεία του φαραγγιού. Από τη χρήση της κοίτης του Ποταμού (Βασιλική Υδάτινη οδός- Βασιλική υδροδός- Βυρός) πιθανολογείται ότι πήρε ο ποταμός το όνομα Βυρός, ενώ έτσι προέκυψε και το «Φαράγγι του Βυρού». Οι πλαγιές του Ταΰγετου εκεί είναι γεμάτες από δάση μαυρόπευκου και κεφαλληνιακής ελάτης. Η διάσχιση του φαραγγιού είναι μια ευχάριστη εμπειρία, που αποκαλύπτει πολλές ομορφιές. Θα συναντήσετε την ερειπωμένη Μονή Λυκάκη αλλά και τη Μονή Σωτήρος του 14ου αιώνα. Στην αρχή του φαραγγιού, επίσης αξιόλογη είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας Γουρνίτσας αλλά και οι τάφοι των Διόσκουρων, πάνω από την Παλιά Καρδαμύλη. Ανάλογα με την απόσταση που θέλει κανείς να διανύσει, υπάρχουν διάφορες αφετηρίες για πεζοπορία, η καθεμία με το δικό της βαθμό δυσκολίας και με τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Φαράγγι του Φονέα: Αλλιώς είναι γνωστό και ως το Φαράγγι της Νούπαντης. Αρχίζει να σχηματίζεται από το Μοναστήρι της Βαϊδενίτσας και καταλήγει μετά από 8 περίπου χιλιόμετρα στην κρυστάλλινη παραλία του Φονέα, μεταξύ Στούπας και Καρδαμύλης. Οι κάτοικοι των χωριών που είναι κτισμένα κοντά (Σαϊδόνα, Εξωχώρι, Προάστιο) το ονομάζουν «Νούπαντη» γιατί λένε ότι εκεί στα παλιά χρόνια γίνονταν οι συναντήσεις (τα συναπαντήματα) όταν ένα συνοικέσιο βρισκόταν σε εξέλιξη. Την έξοδο της χαράδρας προς τη θάλασσα την λένε «του Φονέα», επειδή αρκετοί άνθρωποι και ζώα είχαν πνιγεί στην προσπάθεια τους να διαβούν το αφρισμένο ρέμα πριν γίνουν τα γεφύρια. Στα παλαιότερα χρόνια το φαράγγι έσφυζε από ζωή, καθώς το καλντερίμι που το τέμνει είναι επιμελούς τεχνικής, ενώ ακόμη διακρίνονται εγκαταλελειμμένα ελαιοχώραφα με προστατευτικές ξερολιθιές, μαντριά και πιθανός νερόμυλος. Σε ένα από τα σπήλαια του φαραγγιού είχε βρεθεί, την δεκαετία του 1970, ένα αγγείο της Γεωμετρικής εποχής που τώρα κοσμεί το αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας. Στα σπήλαια αυτά φωλιάζουν γεράκια, κιρκινέζια, κίσσες, κοράκια, αγριοπερίστερα κ.λπ. που τα κρωξίματά τους είναι ο μοναδικός ήχος που διαταράσσει την απόλυτη σιωπή. Μέσα στη χαράδρα που είναι κατάφυτη από δάφνες και όλων των λογιών τα δένδρα, υπάρχουν πολλά είδη αγριολούλουδων και αρωματικών φυτών (από άγριες ορχιδέες μέχρι ρίγανη και μέντα). Επίσης, ζουν χελώνες, αλεπούδες, νυφίτσες, σκίουροι, σκαντζόχοιροι, κουνάβια, τσακάλια κ.λπ. και την Άνοιξη πανέμορφες κίτρινες και πορτοκαλί πεταλούδες. Μια εντυπωσιακή ανθρώπινη παρέμβαση στη χαράδρα είναι το Μονοκάμαρο Πετρογέφυρο του Προαστίου, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1930. Το άνοιγμα της καμάρας του είναι 15 μέτρα, έχει ύψος 22 μέτρα και συνολικό μήκος 25 μέτρα. Το μονοπάτι της κοίτης έχει συνολικό μήκος 6.750 μέτρα και υπολογίζεται πως για τη διάσχιση του χρειάζονται από πεντέμισι με εξίμισι ώρες πεζοπορίας.
Στενό της Μεθώνης: Είναι η θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Μεθώνης και της Νήσου Σαπιέντζα, μήκους δύο ναυτικών μιλίων και πλάτους ενός, που έχει κηρυχθεί προστατευόμενη περιοχή λόγω του φυσικού περιβάλλοντος του βυθού της.
Το Στενό της Μεθώνης περιλαμβάνει τις ακτές από το ακρωτήριο «Κολύβρι» έως το «Χοντρό Κάβο» καθώς επίσης και τις βόρειες πλευρές της Σαπιέντζας. Το μεσογειακό ενδημικό είδος Posidonia oceanic, που εξαπλώνεται σε όλη τη θαλάσσια περιοχή σε βάθος μέχρι 40 μ., σχηματίζει εκτεταμένα και πυκνά λιβάδια.
Το είδος αυτό είναι πολύ ευαίσθητο στη ρύπανση και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης της οικολογικής κατάστασης της περιοχής.
Στο φύλλωμά του φιλοξενείται μεγάλος αριθμός φυτικών και ζωικών ειδών. Το είδος Halophila stipulacea φύεται στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η Πελοπόννησος είναι το δυτικότερο όριο εξάπλωσής του. Το Στενό της Μεθώνης είναι γνωστό άλλωστε και για το πλήθος διασκορπισμένων στο βυθό αρχαίων ναυαγίων και είναι δημοφιλής τόπος καταδύσεων.
Πηγή
Οι γραφικές πολιτείες, τα παραδοσιακά χωριά, οι εξωτικές ακρογιαλιές, αλλά και η καταπράσινη φύση, τα βουνά, τα ποτάμια, οι λίμνες, τα φαράγγια και τα σπάνια οικοσυστήματα, όλα βρίσκονται εκεί, ανοίγονται στους επισκέπτες που έχουν τη διάθεση να τα ανακαλύψουν.
Αν… το λέει η καρδούλα σας, κατά την επίσκεψή σας στη εκεί, μην αφήσετε τις ονειρικές παραλίες και την καλοκαιρινή ραστώνη να σας απορροφήσουν.
Αξίζει μια βόλτα στην καρδιά της Μεσσηνίας, στα φαράγγια του Ταΰγετου, στα τρεχούμενα νερά, σε μέρη παρθένα και αγνά που θα σας δώσουν αυτό το κάτι λίγο παραπάνω, αρκετό όμως για να έχετε διηγείστε την εμπειρία από τα «θαύματα της μεσσηνιακής γης» για όλη σας τη ζωή.
Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας: Είναι ο νοτιότερος μεταναστευτικός σταθμός των αποδημητικών πουλιών των Βαλκανίων από και προς την Αφρική κι αυτό αρκεί για να «χρήσει» τη Γιάλοβα έναν από τους σημαντικότερος υδροβιότοπους της Ευρώπης. Θα τη βρείτε 7 χιλιόμετρα βόρεια της Πύλου, ανάμεσα στον ομώνυμο οικισμό και μια από τις πιο όμορφες παραλίες της Μεσσηνίας, τον όρμο της Bοϊδοκοιλιάς. Έχει έκταση 6.000 στρεμμάτων, το μεγαλύτερο βάθος της φτάνει τα 4 μέτρα και είναι γνωστή και ως Διβάρι (από τη λατινική λέξη vivarium, που σημαίνει «ιχθυοτροφείο»). Περισσότερα από 254 είδη πουλιών όπως ερωδιοί, κορμοράνοι, κιρκινέζια, αιγαιόγλαροι, φλαμίνγκος, ψαραετοί, βασιλαετοί και άλλα παρυδάτια πτηνά βρίσκουν καταφύγιο στη Λιμνοθάλασσα της Γιάλοβας. Εδώ φιλοξενείται και το σπανιότατο είδος σε όλη την Ευρώπη, ο αφρικανικός χαμαιλέοντας, που θεωρείται υπό εξαφάνιση. Τα μεγάλα πουλιά, όπως ερωδιοί, κίρκοι και τουρλίδες, φθάνουν κατά κύματα κατά τη διάρκεια της ημέρας, παραμένουν εκεί μόνο για λίγες ώρες για να ξεκουραστούν και πριν το σούρουπο φεύγουν ξανά όλα μαζί, δημιουργώντας ένα υπερθέαμα της φύσης για όσους είναι αρκετά τυχεροί να το δουν από κοντά.
Πολυλίμνιο: Ένας καλά κρυμμένος, επίγειος παράδεισος της Μεσσηνιακής γης. Μικρές λίμνες και καταρράκτες, που σχηματίζονται από τα νερά που διέρχονται μέσα από το Φαράγγι του Πολυλιμνίου. Καταπράσινη βλάστηση, ένα περιβάλλον μοναδικό, παρθένο και σχετικά άγνωστο ακόμα στον μαζικό τουρισμό. Οι λίμνες ήταν μέχρι πρόσφατα καλά κρυμμένες από τους επισκέπτες, αλλά πλέον ο χώρος έχει αξιοποιηθεί, ενώ διαθέτει και δύο χώρους στάθμευσης. Περπατώντας στη φύση για περίπου τρία χιλιόμετρα θα δείτε και τις 15 διαδοχικές λίμνες με τα παράξενα ονόματα: Kαδούλα, Μαυρολίμνα, του Τυχερού, του Ιταλού, του Πανάγου, της Σταθούλας και άλλα. Στις πεντακάθαρες λιμνούλες μπορείτε να βουτήξετε και να απολαύσετε της δροσιά των πηγαίων νερών τους. Εντυπωσιακότερος όλων είναι ο καταρράκτης της Κάδης, που ρίχνει τα νερά του από ύψος 25 μέτρων. Πλήθος από έντομα όπως πεταλούδες, λεπιδόπτερα αλλά και κουνούπια αποτελούν τροφή για ένα πλήθος εντομοφάγων πουλιών, τα οποία βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο στους πυκνούς θάμνους, αλλά και στα φυλλώματα των δέντρων, κάνοντας το Πολυλίμνιο σημαντικότατο υδροβιότοπο. Στις λιμνούλες θα διακρίνετε ακόμα μικρά ψάρια, μαύρα καβούρια του γλυκού νερού, αμφίβια, ερπετά και μικρά θηλαστικά. Μπορεί κανείς να προσεγγίσει αυτό το «θαύμα της φύσης» από το χωριό Χαραυγή, σε απόσταση 33 χιλιομέτρων από την πόλη της Καλαμάτας.
Μπίλιοβο: Μια από τις πιο γνωστές και όμορφες πεζοπορικές διαδρομές της Μεσσηνίας είναι το περίφημο Μπίλιοβο, το λιθόστρωτο καλντερίμι που συνδέει τα χωριά Σωτηριάνικα και Αλτομιρά στην Έξω Μάνη και χαρακτηρίστηκε πρόσφατα ως μνημείο. Το σωζόμενο σήμερα τμήμα του έχει μήκος 3 χιλιομέτρων και με 83 στροφές (από τις οποίες οι 78 είναι 180μοιρών) ανεβαίνει από τα Σωτηριάνικα (υψόμετρο 300 μέτρων) στα Αλτομιρά (υψόμετρο 800 μέτρων). Σε ορισμένα τμήματα αναρριχάται πάνω στο βράχο και κατά το μεγαλύτερό του κομμάτι κινείται παράλληλα και μέσα σε ρέμα μεγάλης κλίσης. Καθώς η διαδρομή ανηφορίζει και το υψόμετρο αυξάνεται, οι πεζοπόροι έχουν τη δυνατότητα να θαυμάζουν από ψηλά τα χωριά της Μάνης και τον Μεσσηνιακό κόλπο. Η κατασκευή του μονοπατιού ξεκίνησε το 1904 και θεωρείται επίτευγμα της λαϊκής αρχιτεκτονικής. Πολλές από τις στροφές του είναι κατασκευασμένες σε μεγάλη κλίση εδάφους, ενώ για τη δημιουργία του μονοπατιού εργάστηκαν τεχνίτες και εργάτες πέτρας από τα γειτονικά χωριά. Υπολογίζεται, με βάση σκαλισμένη σε μια πέτρα επιγραφή πως το καλντερίμι τελείωσε το 1928. Η πεζοπορική αυτή ανάβαση είναι από τις πιο δημοφιλείς διαδρομές στην Μεσσηνία. Διαρκεί περίπου δύο με δυόμισι ώρες και αν εξαιρέσει κανείς ότι είναι ανηφορικής πορείας, δεν παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία.
Φαράγγι του Ριντόμου: Ξεκινά από τις κορυφογραμμές του Ταϋγέτου, από τη Νεραϊδοβούνα, στα 2031 μέτρα υψόμετρο και καταλήγει στην ακτή της Σάντοβας στον Μεσσηνιακό Κόλπο. Προς τη μεριά της θάλασσας, το φαράγγι λέγεται Φαράγγι της Κοσκάρακας. Αποτελεί ένα πλούσιο σε γεωμορφολογικά στοιχεία σχηματισμό, παρουσιάζοντας ένα μεγαλειώδες σύνολο. Σε όλο του το μήκος παρατηρούμε πληθώρα γεωλογικών φαινομένων, όπως οι σχεδόν κατακόρυφες πλαγιές του, οι έντονες πτυχώσεις του πετρώματος και τα ρήγματα. Τα εξαιρετικά καλντερίμια στα Πηγάδια και στα Αλτομιρά αποτελούν φυσική δίοδο προς το φαράγγι, ενώ η πρόσβαση γίνεται και από τις Γαϊτσές ή από την Κοσκάρακα (Κοσκάργα), με το υπέροχο γεφύρι, στην παλαιά οδό Καλαμάτας – Κάμπου. Ένα από τα αξιοθέατα είναι το πέτρινο Πηγαδιώτικο γεφύρι. Έχει δύο τόξα, το ένα πάνω από το άλλο, ενώνοντας τις όχθες του φαραγγιού. Το φαράγγι σε αυτό το σημείο είναι στενό, σαν μία πανύψηλη πύλη που δημιουργούν οι κάθετοι βράχοι. Οι λάτρεις του βουνού και της φύσης θα μείνουν έκπληκτοι από τις ομορφιές του φαραγγιού. Η καλύτερη εποχή για τη διάσχισή του κρίνεται το τέλος της άνοιξης με αρχές καλοκαιριού, οπότε οι κλιματολογικές συνθήκες ευνοούν τη ‒σχετικά‒ απαιτητική διαδρομή.
Φαράγγι του Βυρού: Βρίσκεται και αυτό στον Ταΰγετο και έχει συνολικό μήκος 19 χιλιόμετρα. Πέρα από τη φυσική του ομορφιά, ξεχωρίζει και λόγω της ιστορικής του σημασίας, καθώς κατά μήκος του διερχόταν η αρχαία Βασιλική Οδός που ένωνε την αρχαία Σπάρτη με το λιμάνι της Καρδαμύλης. Ξεκινά από την δυτική πλευρά του Ταΰγετου, στην μεσσηνιακή Μάνη, από τον Άγιο Παντελεήμονα που βρίσκεται σε υψόμετρο 1400μ και περνώντας από το Δάσος Βασιλικής κατευθύνεται προς τη θάλασσα της Καρδαμύλης. Σύμφωνα με το μύθο ο Πύρρος, γιος του Αχιλλέα, διέσχισε το φαράγγι του Βυρού για να φτάσει στην αρχαία Σπάρτη και να παντρευτεί την όμορφη Ερμιόνη, κόρη του Μενελάου και της Ωραίας Ελένης. Στα χρόνια του μεσαίωνα, οι κάτοικοι της περιοχής δημιούργησαν σε σπηλιές ή απόκρημνα σημεία ειδικά πέτρινα παρατηρητήρια, γνωστά και ως βίγλες. Ήταν κατασκευασμένα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η οπτική μετάδοση από το ένα στο άλλο ενός μηνύματος για κάποια πιθανή επιδρομή. Τα παρατηρητήρια αυτά χρησιμοποιήθηκαν και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως καταφύγια για τους εκάστοτε κυνηγημένους. Στις μέρες μας, απομεινάρια από την Βασιλική οδό και τα λίθινα παρατηρητήρια εντοπίζονται σε διάφορα σημεία του φαραγγιού. Από τη χρήση της κοίτης του Ποταμού (Βασιλική Υδάτινη οδός- Βασιλική υδροδός- Βυρός) πιθανολογείται ότι πήρε ο ποταμός το όνομα Βυρός, ενώ έτσι προέκυψε και το «Φαράγγι του Βυρού». Οι πλαγιές του Ταΰγετου εκεί είναι γεμάτες από δάση μαυρόπευκου και κεφαλληνιακής ελάτης. Η διάσχιση του φαραγγιού είναι μια ευχάριστη εμπειρία, που αποκαλύπτει πολλές ομορφιές. Θα συναντήσετε την ερειπωμένη Μονή Λυκάκη αλλά και τη Μονή Σωτήρος του 14ου αιώνα. Στην αρχή του φαραγγιού, επίσης αξιόλογη είναι η εκκλησία της Αγίας Σοφίας Γουρνίτσας αλλά και οι τάφοι των Διόσκουρων, πάνω από την Παλιά Καρδαμύλη. Ανάλογα με την απόσταση που θέλει κανείς να διανύσει, υπάρχουν διάφορες αφετηρίες για πεζοπορία, η καθεμία με το δικό της βαθμό δυσκολίας και με τις δικές της ιδιαιτερότητες.
Φαράγγι του Φονέα: Αλλιώς είναι γνωστό και ως το Φαράγγι της Νούπαντης. Αρχίζει να σχηματίζεται από το Μοναστήρι της Βαϊδενίτσας και καταλήγει μετά από 8 περίπου χιλιόμετρα στην κρυστάλλινη παραλία του Φονέα, μεταξύ Στούπας και Καρδαμύλης. Οι κάτοικοι των χωριών που είναι κτισμένα κοντά (Σαϊδόνα, Εξωχώρι, Προάστιο) το ονομάζουν «Νούπαντη» γιατί λένε ότι εκεί στα παλιά χρόνια γίνονταν οι συναντήσεις (τα συναπαντήματα) όταν ένα συνοικέσιο βρισκόταν σε εξέλιξη. Την έξοδο της χαράδρας προς τη θάλασσα την λένε «του Φονέα», επειδή αρκετοί άνθρωποι και ζώα είχαν πνιγεί στην προσπάθεια τους να διαβούν το αφρισμένο ρέμα πριν γίνουν τα γεφύρια. Στα παλαιότερα χρόνια το φαράγγι έσφυζε από ζωή, καθώς το καλντερίμι που το τέμνει είναι επιμελούς τεχνικής, ενώ ακόμη διακρίνονται εγκαταλελειμμένα ελαιοχώραφα με προστατευτικές ξερολιθιές, μαντριά και πιθανός νερόμυλος. Σε ένα από τα σπήλαια του φαραγγιού είχε βρεθεί, την δεκαετία του 1970, ένα αγγείο της Γεωμετρικής εποχής που τώρα κοσμεί το αρχαιολογικό μουσείο της Αθήνας. Στα σπήλαια αυτά φωλιάζουν γεράκια, κιρκινέζια, κίσσες, κοράκια, αγριοπερίστερα κ.λπ. που τα κρωξίματά τους είναι ο μοναδικός ήχος που διαταράσσει την απόλυτη σιωπή. Μέσα στη χαράδρα που είναι κατάφυτη από δάφνες και όλων των λογιών τα δένδρα, υπάρχουν πολλά είδη αγριολούλουδων και αρωματικών φυτών (από άγριες ορχιδέες μέχρι ρίγανη και μέντα). Επίσης, ζουν χελώνες, αλεπούδες, νυφίτσες, σκίουροι, σκαντζόχοιροι, κουνάβια, τσακάλια κ.λπ. και την Άνοιξη πανέμορφες κίτρινες και πορτοκαλί πεταλούδες. Μια εντυπωσιακή ανθρώπινη παρέμβαση στη χαράδρα είναι το Μονοκάμαρο Πετρογέφυρο του Προαστίου, που χτίστηκε τη δεκαετία του 1930. Το άνοιγμα της καμάρας του είναι 15 μέτρα, έχει ύψος 22 μέτρα και συνολικό μήκος 25 μέτρα. Το μονοπάτι της κοίτης έχει συνολικό μήκος 6.750 μέτρα και υπολογίζεται πως για τη διάσχιση του χρειάζονται από πεντέμισι με εξίμισι ώρες πεζοπορίας.
Στενό της Μεθώνης: Είναι η θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Μεθώνης και της Νήσου Σαπιέντζα, μήκους δύο ναυτικών μιλίων και πλάτους ενός, που έχει κηρυχθεί προστατευόμενη περιοχή λόγω του φυσικού περιβάλλοντος του βυθού της.
Το Στενό της Μεθώνης περιλαμβάνει τις ακτές από το ακρωτήριο «Κολύβρι» έως το «Χοντρό Κάβο» καθώς επίσης και τις βόρειες πλευρές της Σαπιέντζας. Το μεσογειακό ενδημικό είδος Posidonia oceanic, που εξαπλώνεται σε όλη τη θαλάσσια περιοχή σε βάθος μέχρι 40 μ., σχηματίζει εκτεταμένα και πυκνά λιβάδια.
Το είδος αυτό είναι πολύ ευαίσθητο στη ρύπανση και έτσι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης της οικολογικής κατάστασης της περιοχής.
Στο φύλλωμά του φιλοξενείται μεγάλος αριθμός φυτικών και ζωικών ειδών. Το είδος Halophila stipulacea φύεται στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και η Πελοπόννησος είναι το δυτικότερο όριο εξάπλωσής του. Το Στενό της Μεθώνης είναι γνωστό άλλωστε και για το πλήθος διασκορπισμένων στο βυθό αρχαίων ναυαγίων και είναι δημοφιλής τόπος καταδύσεων.
Πηγή