Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Με κούρευε με τη μηχανή όταν γνωριστήκαμε. Άσχημος, με μαλλί μαύρο και αγκαθωτό σαν του αχινού, κεφάλι μεγάλο και χοντρός, έμοιαζε με θρεμμένο χοίρο. Μ’ έκανε γουλί, τράβηξε το δεξί αυτί μου, γέλασε και μ’ έστειλε να καθίσω στο τελευταίο θρανίο.
Στην αίθουσα όταν σμίξαμε τις ματιές μας, σάλταρε πάνω μου και με τη φωνή του μπάσα και υψωμένη, μου είπε:
--- Να το πετάξεις αυτό το κόκκινο κασκόλ που φοράς, γιατί δε μου χτυπάει καλά στο μάτι! Το γαλάζιο είναι το εθνικό μας χρώμα κι αυτό να προτιμάς!
Έφυγε από κοντά μου αφού γέλασε σαρκαστικά, πήγε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία κι έγραψε: << Είσαστε Ελληνόπουλα, να αγαπάτε το γαλάζιο χρώμα της σημαίας μας, το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσάς μας και να έχετε και τη συνείδησή σας γαλάζια! >> Βρέθηκε ύστερα μ’ ένα σάλτο στην έδρα, πήρε το βιβλίο των θρησκευτικών και άρχισε να μας απαγγέλλει το << Πάτερ ημών >>.
Το βράδυ στο σπίτι στριφογύριζα άυπνος στο κρεβάτι, με την καρδιά μου να βράζει από θυμό. Το πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου, πλησίασε στη στρωμνή μου και με ρώτησε ευθέως και σοβαρά:
--- Τι έχεις. λεβέντη μου; Τι σου συμβαίνει και βαλαντώνεις στη στενοχώρια; Πες το μου να ξαλαφρώσεις! Γεννήτοράς σου είμαι μη με ντρέπεσαι!
Αναποφάσιστος, κράτησα σιγή ιχθύος να περάσει λίγος χρόνος να βρω το θάρρος μου και να ξεστομίσω το λόγο που μ’ έπνιγε όταν θα με ξαναρωτούσε.
--- Το βλέπω, θέλεις να μου μιλήσεις! επέμενε. Είναι σοβαρό;
Θάρρεψα, ζορίστηκα, επί τέλους μίλησα:
--- Ο δάσκαλος δεν είναι Έλληνας! ψιθύρισα.
Το μάτι του έγινε θολό, οι κόρες του πηγαινοέρχονταν στις κόγχες σαν σταγόνες.
--- Τι είναι τότε;
--- Ξέρω κι εγώ; Σωβινιστής, ιεροεξεταστής, μαφιόζος, εξτρεμιστής, άνθρωπος του σκότους. Δε μ’ αρέσει!
--- Και πού το κατάλαβες;
--- Δεν του χτυπάει καλά στο μάτι, λέει, το κόκκινο χρώμα αλλά το γαλάζιο. Και η συνείδησή μας, λέει, πρέπει να είναι κι αυτή γαλάζια! Τι θέλει να πει;
--- Πολλά! Άστα όμως για αργότερα. Είσαι μικρός ακόμη.
--- Και τα μαθήματα δε μας τα λέει καλά να τα χωνέψουμε. Τα ζυμώνει πολύ στο στόμα και ψωμί δε βγάζει. Κάτι άλλο πρέπει να είναι και όχι δάσκαλος!
--- Για κράτα τ’ αυτιά σου τεντωμένα, τα μάτια σου ανοιχτά και γράφε στο δεφτέρι σου όλα τα στραβά που περισυλλέγεις. Έτσι όταν χρειαστεί τον κολλάμε στον τοίχο.
Πέρασε ο καιρός, ο δάσκαλος συνέχιζε το ίδιο τροπάρι. Μας έκανε κηρύγματα εθνικοφροσύνης, μας ζητούσε να αποστηθίζουμε ποιήματα, να κρατάμε τετράδιο με προσευχές, να μαθαίνουμε απέξω κι ανακατωτά τα άμφια του κλήρου. Βρυχιόταν, κοκκίνιζε, έτρεμε όταν δεν τα ξέραμε και με ταχύτητα ριπής όπλου μάνλιχερ, εκφωνούσε:
--- Σάκος, ωμοφόριο, μανδύας, μίτρα, εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος, σταυρός, επιρριπτάριο!
Ξεχνούσε κάποια, τα θυμόταν, ξαναρχινούσε:
--- Α, ναι, παρέλειψα και κάποια! Είναι ακόμη το στιχάριο, τα επιμανίκια, η ζώνη με το επιγονάτιο, τα οποία έχουν και ο διάκονος και ο πρεσβύτερος.
Μια μέρα στο μάθημα της ιστορίας πήγε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία στο χέρι, την κράτησε σφιχτά στα δάχτυλα, την έτριψε μέχρι να γίνει σκόνη και ρώτησε ένα μαθητή:
--- Για λέγε εσύ << Θουκυδίδη>>, τι είναι ο Παρθενώνας;
Ο << Θουκυδίδης >> μαθητής του άριστα, άρχισε να εκφράζετε απνευστί, αυτολεξεί και γρήγορα:
--- Ο Παρθενώνας είναι ο ναός της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας…
Τον σταμάτησε απλώνοντας το χέρι του σαν τροχονόμος και πήρε το λόγο για να πει:
--- Τα λες λαϊκά, τα θέλουμε ακαδημαϊκά, εθνικά και πατριωτικά. Ακούστε. Ο Παρθενώνας είναι περίτεχνος ναός, χτισμένος προς τιμήν της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών. Έγινε επί εποχής Περικλή στα μέσα του πέμπτου π.χ. αιώνα. Την γενική επίβλεψη είχε ο γλύπτης Φειδίας, ως ο << επίσκοπος πάντων >> με βοηθούς τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη. Σαν Έλληνες καυχόμαστε για το αριστούργημα αυτό που όμοιό του δεν υπάρχει ανά την υφήλιο. Μόνο Έλληνες δημιουργούν τέτοια απαράμιλλα έργα τέχνης και μάλιστα όταν διαπνέονται από αγάπη για την πατρίδα και εθνικό πατριωτισμό
--- Τι λέτε κύριε; πετάχτηκα εγώ, πισωθρανίτης όντας, και τον διέκοψα. Τι γνώσεις αφοσιωμένος στο μίσος για τους άλλους μας λέτε; Και τι άτσαλος τρόπος είναι αυτός που μας τα λέτε! Καθαρευουσιάνικα! Ο θείος μου είναι καθηγητής και όταν μου μιλάει για τον Παρθενώνα η γλώσσα του στάζει μέλι, το βαπτίζει μεν περίλαμπρο κομψοτέχνημα αλλά μου θυμίζει πως στον κόσμο υπάρχουν και άλλα έργα καλύτερα απ’ τον Παρθενώνα!
Λιόνταρος έγινε ο δάσκαλος, και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε κοντά μου.
--- Γρήγορα έξω γαϊδαράκο μου κι έλα αύριο με τον κηδεμόνα σου! μου φώναξε και γέλασε σαρκαστικά.
Μ’ έσπρωξε, μ’ έφερε ως την πόρτα και με μια κλοτσιά στον πισινό με πέταξε έξω!
Φεύγοντας τον άκουσα να λέει:
--- Ποιο είναι καλύτερο απ’ τον Παρθενώνα, η Παναγία των Παρισίων; Χάσου από τα μάτια μου να μη σε βλέπω ολίγιστε!
Το μεσημέρι στο σπίτι δε μιλιόμουνα. Με πλησίασε ο γεννήτορας, τι έχεις πάλι; με ρώτησε.
--- Τσακώθηκα με το δάσκαλο!
--- Γιατί; Τι συνέβη;
--- Ευλόγησε τα γένια του σαν Έλληνας μιλώντας για την αξία του Παρθενώνα και τ’ άλλα αριστουργήματα του κόσμου τα ‘θαψε! Διαμαρτυρήθηκα και με πέταξε έξω!
Ο γεννήτοράς μου βρόντηξε και άστραψε και γρήγορα μου είπε:
--- Πάρε χαρτί και μολύβι.
--- Γιατί;
--- Κάτι να γράψεις.
Πήρα και ετοιμάστηκα.
Με μάτια υγρά, χωρίς να δείχνουν δακρυσμένα ή όχι, μου υπαγόρευσε:
--- Δάσκαλε αν το παιδί μου διαμαρτυρήθηκε για κάτι που δεν του άρεσε, καλώς έπραξε! Όλοι δημιουργούμε σ’ αυτόν τον κόσμο και όλοι βάζουμε την πνευματική και υλική σφραγίδα μας στο σώμα της υφηλίου. Να σέβεσαι τον παγκόσμιο πολιτισμό και να μην εξάρεις μόνο τα εν τω οίκω σου! Αυτή η φανατισμένη αφοσίωση στα ημέτερα λέγεται σωβινισμός! Ακόμη μη λες αυτά που λες για να δείχνεις κάποιος, αλλά να κάνεις κάτι σημαντικό ή ηρωικό για να φαίνεσαι! Αν εξακολουθήσεις έτσι θα πιαστείς στη φάκα!
Πήρε το χαρτί το υπόγραψε και μου το ξανάδωσε.
--- Δώσ’ το του αύριο! μου είπε και έφυγε γελώντας με σαρκασμό.
Έδωσα το γράμμα, η ιστορία ξεχάστηκε, στον καταλύτη όμως χρόνο στην πορεία μου συνέβησαν κάποια πράγματα και τα καταγράφω.
Ώριμος βρέθηκα στα ποτισμένα με αίμα ιερά χώματα της Θράκης. Δρασκέλισα όλα της τα μέρη, χάρηκα τις ομορφιές της, αφουγκράστηκα τους ανθρώπους της, ποτίστηκα μέχρι το μεδούλι με το χυμό της ιστορίας της. Κατέληξα για διαμονή στην Κομοτηνή, μια άλλη εκεί περιήγηση στους δρόμους και τα μνημεία της άρχισε ώσπου στο τέλος της ένας εράσμιος φίλος, μου συνέστησε να επισκεφτώ και τους Τουρκομαχαλάδες.
Τον άκουσα, πήγα και κάθισα σ’ ένα τούρκικο καφενέ. Παρήγγειλα τσάι και περίμενα. Φάνηκε σε λίγο ο Τούρκος καφετζής, ψηλός και μελαψός με φρύδι σαν καψαλισμένο ρουμάνι, απίθωσε το γυάλινο ποτηράκι μπροστά μου και με το στόμα του να μυρίζει ανατολίτικο καπνό, με ρώτησε:
--- Ρωμιός;
--- Ρωμιός!
--- Από πού;
--- Από το Νότο.
--- Από Αθήνα;
--- Περίπου…
--- Α, όμορφη η Αθήνα σας! Έχω πάει. Είδα την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια, μ’ άρεσαν πολύ καλή η Τέχνη σας, αντέχει και θαυμάζεται πολύ!
Κάθισε, ξέζωσε το ζουνάρι του στη μέση και συνέχισε:
--- Πολύ μου άρεσε λοιπόν ο Παρθενώνας σας, ο ναός της Αθηνάς που τον έχτισαν πάνω στην κορφή της Ακρόπολης την εποχή του Περικλή ο γλύπτης Φειδίας και οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης και που ξοδεύτηκαν τόσα χρήματα, πολύ χρυσάφι και χρειάστηκε ολόκληρο βουνό από μάρμαρο για να χτιστεί!
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου, συνέχισε:
--- Εκείνη η ζωοφόρος, εκείνες οι μετώπες, που έφτιαξε ο Φειδίας σας με τους μαθητές του, τι έργα Θεού ήταν και είναι! Τα θαύμασα και είπα μέσα μου όταν τα προσκυνούσα: << Αχ, να είχαμε κι εμείς έναν Παρθενώνα να γλιτώναμε την Ασιατική μούχλα και να γινόμαστε Ευρωπαίοι σαν και σας και άνθρωποι καθώς πρέπει! >>
Άρχισε να μου τη δίνει τούτος ο πολυμαθής Τούρκος. Του έσπρωξα το χέρι από τον ώμο και τον ρώτησα με έκπληξη και θυμό:
--- Πώς εσύ ένας Τούρκος καφετζής έχεις τόσες γνώσεις για την πατρίδα μου; Το θεωρώ περίεργο και ύποπτο!
Γέλασε όλο ειρωνεία.
--- Δεν ξέρεις τίποτα;
--- Τι να ξέρω;
--- Πώς Τούρκοι, Βούλγαροι, Σκοπιανοί, Αλβανοί και όλοι οι Σλαβόφωνοι κοιτάζουν την πατρίδα σου με αλαλιασμένο μάτι σαν να ‘ναι νύφη ωραία, και το παίζουν γαμπροί περιμένοντας σε κάποιο σκοτάδι να σας την αρπάξουν!
Βράζοντας μέσα κι έξω, τον ρώτησα:
--- Γνωστά αυτά! Αλλά η γνώση της ιστορίας μας σε τι σας ωφελεί;
Ξαφνιάστηκε, το μάτι του έπαιξε σαν τρελό από κόχη σε κόχη. Έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στη << Χουριέτ >> και συνέχισε:
--- Άκουσέ με. Απ’ ό,τι λένε εδώ οι ομογάλακτοί μου και στην πατρίδα μου την Τουρκία, εσείς οι Έλληνες έχετε μεσάνυχτα γύρω από το Μακεδονικό, το Μεγαλέξανδρο και γι’ άλλα ιστορικά. Θέλω να πω πως και τα βιβλία σας δεν τα γράφετε σωστά αλλά και εσείς δεν σκύβετε να βρείτε την αλήθεια σ’ άλλες πηγές. Το εκμεταλλεύονται αυτό οι Σκοπιανοί, αύριο άλλοι, και σας μαστορεύουν με τέτοιο τρόπο τα πράγματα που σας βγάζουν την ιστορία σας ψεύτρα! Ύστερα λένε: << Τούτο το κομμάτι δικό μας, εκείνο το νησί μάς ανήκει, αυτή η πολιτεία μας κλίνει το μάτι και μας χαμογελάει! Ας τα πάρουμε λοιπόν, να ξεμπερδεύουμε! >>
Τελείωσα και το υπόλοιπο τσάι μου με μια ρουφηξιά και σηκώθηκα να φύγω. Ο Τούρκος μ’ άρπαξε απ’ το χέρι με ξανακάθισε κι άρχισε:
--- Δε θες ν’ ακούσεις τι πρέπει να κάνετε για να τη σκαπουλάρετε απ’ τους αιμοδιψείς εχθρούς που σας περιβάλλουν;
--- Και να ήθελα ο πατριωτικός ο εγωισμός και η ελληνική υπερηφάνεια με αποτρέπει. Και μάλιστα όταν ο σύμβουλός μου είναι Τούρκος! Όχι, δε θ’ ακούσω τίποτα!
--- Όχι; Επειδή είμαι Τούρκος; Με πληγώνει αυτό! Δεν είναι σωστό αυτό που λες. Λαός εσύ, λαός κι εγώ, πρέπει να τα πούμε! Άσε τους πολιτικούς μας τι λένε. Το αίμα από μας χύνεται!
Τα λόγια του τα βρήκα σωστά, μ’ άγγιξαν, έμεινα στη θέση μου. Ο Τούρκος καφετζής συνέχισε:
--- Με κατανόησες και δείχνεις φιλικός. Άκου λοιπόν. Χρειάζεστε ενιαία, ισχυρή και εθνική εξωτερική πολιτική, χωρίς σωβινισμό, για να εξασφαλίσετε την ασφάλεια των συνόρων σας. Μετά να φρεσκάρετε το σάπιο εκπαιδευτικό σας σύστημα. Λίγες προσευχές, επιλεκτική και ωφέλιμη ύλη, επιμονή στην πρακτική γνώση, έμφαση στις Τέχνες. Όλους τους πολιτικούς, δασκάλους, παπάδες, διευθυντές, βιομηχάνους, πλούσιους και ισχυρούς που πιάνουν τα πόστα σε θέσεις κρατικές να τους κοσκινίζετε πριν τους στείλετε ν’ αρμέξουν το μαστό του εθνικού ταμείου.
Μου μιλούσε και ντρεπόμουν. Δεν το πίστευα. Ένας Τούρκος, αγράμματος, κάτοικος του δρόμου, χωρίς εντρύφημα σε τόμους και βιβλία να μου κάνει τον έξυπνο και τον πολυμαθή! Να ξέρει τόσα πολλά για τα του οίκου μου κι εγώ να τον ακούω μ’ ανοιχτό το στόμα! Ε, αυτό παραήτανε! Σηκώθηκα και του πέταξα κατάμουτρα:
--- Αρκετά! Φεύγω! Δε θα με τρελάνεις!
Τον άφησα να με κοιτάζει μέσα από την ανατολίτικη κουτοπονηριά του και φουριόζος βγήκα από την πόρτα του καφενείου ν’ απαλλαγώ όσο μπορούσα γρηγορότερα από το βάρος του ανατολίτικου ίσκιου του.
Στο Νότο όταν γύρισα και τα ‘παμε με το γεννήτορα, βρήκε πως ο Τούρκος μου είπε ό,τι δεν μου είχε πει ο δάσκαλος! Τα ‘λεγε πολύ σωστά και ορθώς το έκανε! Ο δάσκαλός μου τι έκανε; Στο τέλος για να μου επιβεβαιώσει του λόγου του το ασφαλές άρχισε να μου λέει ένα μύθο:
--- Το λυχνάρι κάποτε, αφού ήπιε πολύ λάδι μέθυσε και δεν ήξερε τι έλεγε. Παινευόταν πως φεγγοβολούσε και φώτιζε σε λάμψη πιο πολύ ακόμα και από τον ήλιο. Ξαφνικά όμως πέρασε μια ανάλαφρη πνοή μικρού ανέμου, άφησε το σφύριγμά της και το λυχνάρι έσβησε! Τότε κάποιος που είχε ακούσει τα λόγια του λυχναριού, το άναψε και του ‘πε: << Λυχνάρι μου, φέγγε και μη μιλάς! Των αστεριών η λάμψη δε σβήνει ποτέ! Δεν πρέπει να δείχνει κάποιος μόνο ποιος είναι αλλά και να φαίνεται! >>
ellinikoxronografima.blogspot.gr
Με κούρευε με τη μηχανή όταν γνωριστήκαμε. Άσχημος, με μαλλί μαύρο και αγκαθωτό σαν του αχινού, κεφάλι μεγάλο και χοντρός, έμοιαζε με θρεμμένο χοίρο. Μ’ έκανε γουλί, τράβηξε το δεξί αυτί μου, γέλασε και μ’ έστειλε να καθίσω στο τελευταίο θρανίο.
Στην αίθουσα όταν σμίξαμε τις ματιές μας, σάλταρε πάνω μου και με τη φωνή του μπάσα και υψωμένη, μου είπε:
--- Να το πετάξεις αυτό το κόκκινο κασκόλ που φοράς, γιατί δε μου χτυπάει καλά στο μάτι! Το γαλάζιο είναι το εθνικό μας χρώμα κι αυτό να προτιμάς!
Έφυγε από κοντά μου αφού γέλασε σαρκαστικά, πήγε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία κι έγραψε: << Είσαστε Ελληνόπουλα, να αγαπάτε το γαλάζιο χρώμα της σημαίας μας, το γαλάζιο τ’ ουρανού και της θάλασσάς μας και να έχετε και τη συνείδησή σας γαλάζια! >> Βρέθηκε ύστερα μ’ ένα σάλτο στην έδρα, πήρε το βιβλίο των θρησκευτικών και άρχισε να μας απαγγέλλει το << Πάτερ ημών >>.
Το βράδυ στο σπίτι στριφογύριζα άυπνος στο κρεβάτι, με την καρδιά μου να βράζει από θυμό. Το πήρε χαμπάρι ο πατέρας μου, πλησίασε στη στρωμνή μου και με ρώτησε ευθέως και σοβαρά:
--- Τι έχεις. λεβέντη μου; Τι σου συμβαίνει και βαλαντώνεις στη στενοχώρια; Πες το μου να ξαλαφρώσεις! Γεννήτοράς σου είμαι μη με ντρέπεσαι!
Αναποφάσιστος, κράτησα σιγή ιχθύος να περάσει λίγος χρόνος να βρω το θάρρος μου και να ξεστομίσω το λόγο που μ’ έπνιγε όταν θα με ξαναρωτούσε.
--- Το βλέπω, θέλεις να μου μιλήσεις! επέμενε. Είναι σοβαρό;
Θάρρεψα, ζορίστηκα, επί τέλους μίλησα:
--- Ο δάσκαλος δεν είναι Έλληνας! ψιθύρισα.
Το μάτι του έγινε θολό, οι κόρες του πηγαινοέρχονταν στις κόγχες σαν σταγόνες.
--- Τι είναι τότε;
--- Ξέρω κι εγώ; Σωβινιστής, ιεροεξεταστής, μαφιόζος, εξτρεμιστής, άνθρωπος του σκότους. Δε μ’ αρέσει!
--- Και πού το κατάλαβες;
--- Δεν του χτυπάει καλά στο μάτι, λέει, το κόκκινο χρώμα αλλά το γαλάζιο. Και η συνείδησή μας, λέει, πρέπει να είναι κι αυτή γαλάζια! Τι θέλει να πει;
--- Πολλά! Άστα όμως για αργότερα. Είσαι μικρός ακόμη.
--- Και τα μαθήματα δε μας τα λέει καλά να τα χωνέψουμε. Τα ζυμώνει πολύ στο στόμα και ψωμί δε βγάζει. Κάτι άλλο πρέπει να είναι και όχι δάσκαλος!
--- Για κράτα τ’ αυτιά σου τεντωμένα, τα μάτια σου ανοιχτά και γράφε στο δεφτέρι σου όλα τα στραβά που περισυλλέγεις. Έτσι όταν χρειαστεί τον κολλάμε στον τοίχο.
Πέρασε ο καιρός, ο δάσκαλος συνέχιζε το ίδιο τροπάρι. Μας έκανε κηρύγματα εθνικοφροσύνης, μας ζητούσε να αποστηθίζουμε ποιήματα, να κρατάμε τετράδιο με προσευχές, να μαθαίνουμε απέξω κι ανακατωτά τα άμφια του κλήρου. Βρυχιόταν, κοκκίνιζε, έτρεμε όταν δεν τα ξέραμε και με ταχύτητα ριπής όπλου μάνλιχερ, εκφωνούσε:
--- Σάκος, ωμοφόριο, μανδύας, μίτρα, εγκόλπιο, ποιμαντορική ράβδος, σταυρός, επιρριπτάριο!
Ξεχνούσε κάποια, τα θυμόταν, ξαναρχινούσε:
--- Α, ναι, παρέλειψα και κάποια! Είναι ακόμη το στιχάριο, τα επιμανίκια, η ζώνη με το επιγονάτιο, τα οποία έχουν και ο διάκονος και ο πρεσβύτερος.
Μια μέρα στο μάθημα της ιστορίας πήγε στον πίνακα, πήρε μια κιμωλία στο χέρι, την κράτησε σφιχτά στα δάχτυλα, την έτριψε μέχρι να γίνει σκόνη και ρώτησε ένα μαθητή:
--- Για λέγε εσύ << Θουκυδίδη>>, τι είναι ο Παρθενώνας;
Ο << Θουκυδίδης >> μαθητής του άριστα, άρχισε να εκφράζετε απνευστί, αυτολεξεί και γρήγορα:
--- Ο Παρθενώνας είναι ο ναός της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη της Αθήνας…
Τον σταμάτησε απλώνοντας το χέρι του σαν τροχονόμος και πήρε το λόγο για να πει:
--- Τα λες λαϊκά, τα θέλουμε ακαδημαϊκά, εθνικά και πατριωτικά. Ακούστε. Ο Παρθενώνας είναι περίτεχνος ναός, χτισμένος προς τιμήν της θεάς Αθηνάς στην Ακρόπολη των Αθηνών. Έγινε επί εποχής Περικλή στα μέσα του πέμπτου π.χ. αιώνα. Την γενική επίβλεψη είχε ο γλύπτης Φειδίας, ως ο << επίσκοπος πάντων >> με βοηθούς τους αρχιτέκτονες Ικτίνο και Καλλικράτη. Σαν Έλληνες καυχόμαστε για το αριστούργημα αυτό που όμοιό του δεν υπάρχει ανά την υφήλιο. Μόνο Έλληνες δημιουργούν τέτοια απαράμιλλα έργα τέχνης και μάλιστα όταν διαπνέονται από αγάπη για την πατρίδα και εθνικό πατριωτισμό
--- Τι λέτε κύριε; πετάχτηκα εγώ, πισωθρανίτης όντας, και τον διέκοψα. Τι γνώσεις αφοσιωμένος στο μίσος για τους άλλους μας λέτε; Και τι άτσαλος τρόπος είναι αυτός που μας τα λέτε! Καθαρευουσιάνικα! Ο θείος μου είναι καθηγητής και όταν μου μιλάει για τον Παρθενώνα η γλώσσα του στάζει μέλι, το βαπτίζει μεν περίλαμπρο κομψοτέχνημα αλλά μου θυμίζει πως στον κόσμο υπάρχουν και άλλα έργα καλύτερα απ’ τον Παρθενώνα!
Λιόνταρος έγινε ο δάσκαλος, και μ’ ένα πήδημα βρέθηκε κοντά μου.
--- Γρήγορα έξω γαϊδαράκο μου κι έλα αύριο με τον κηδεμόνα σου! μου φώναξε και γέλασε σαρκαστικά.
Μ’ έσπρωξε, μ’ έφερε ως την πόρτα και με μια κλοτσιά στον πισινό με πέταξε έξω!
Φεύγοντας τον άκουσα να λέει:
--- Ποιο είναι καλύτερο απ’ τον Παρθενώνα, η Παναγία των Παρισίων; Χάσου από τα μάτια μου να μη σε βλέπω ολίγιστε!
Το μεσημέρι στο σπίτι δε μιλιόμουνα. Με πλησίασε ο γεννήτορας, τι έχεις πάλι; με ρώτησε.
--- Τσακώθηκα με το δάσκαλο!
--- Γιατί; Τι συνέβη;
--- Ευλόγησε τα γένια του σαν Έλληνας μιλώντας για την αξία του Παρθενώνα και τ’ άλλα αριστουργήματα του κόσμου τα ‘θαψε! Διαμαρτυρήθηκα και με πέταξε έξω!
Ο γεννήτοράς μου βρόντηξε και άστραψε και γρήγορα μου είπε:
--- Πάρε χαρτί και μολύβι.
--- Γιατί;
--- Κάτι να γράψεις.
Πήρα και ετοιμάστηκα.
Με μάτια υγρά, χωρίς να δείχνουν δακρυσμένα ή όχι, μου υπαγόρευσε:
--- Δάσκαλε αν το παιδί μου διαμαρτυρήθηκε για κάτι που δεν του άρεσε, καλώς έπραξε! Όλοι δημιουργούμε σ’ αυτόν τον κόσμο και όλοι βάζουμε την πνευματική και υλική σφραγίδα μας στο σώμα της υφηλίου. Να σέβεσαι τον παγκόσμιο πολιτισμό και να μην εξάρεις μόνο τα εν τω οίκω σου! Αυτή η φανατισμένη αφοσίωση στα ημέτερα λέγεται σωβινισμός! Ακόμη μη λες αυτά που λες για να δείχνεις κάποιος, αλλά να κάνεις κάτι σημαντικό ή ηρωικό για να φαίνεσαι! Αν εξακολουθήσεις έτσι θα πιαστείς στη φάκα!
Πήρε το χαρτί το υπόγραψε και μου το ξανάδωσε.
--- Δώσ’ το του αύριο! μου είπε και έφυγε γελώντας με σαρκασμό.
Έδωσα το γράμμα, η ιστορία ξεχάστηκε, στον καταλύτη όμως χρόνο στην πορεία μου συνέβησαν κάποια πράγματα και τα καταγράφω.
Ώριμος βρέθηκα στα ποτισμένα με αίμα ιερά χώματα της Θράκης. Δρασκέλισα όλα της τα μέρη, χάρηκα τις ομορφιές της, αφουγκράστηκα τους ανθρώπους της, ποτίστηκα μέχρι το μεδούλι με το χυμό της ιστορίας της. Κατέληξα για διαμονή στην Κομοτηνή, μια άλλη εκεί περιήγηση στους δρόμους και τα μνημεία της άρχισε ώσπου στο τέλος της ένας εράσμιος φίλος, μου συνέστησε να επισκεφτώ και τους Τουρκομαχαλάδες.
Τον άκουσα, πήγα και κάθισα σ’ ένα τούρκικο καφενέ. Παρήγγειλα τσάι και περίμενα. Φάνηκε σε λίγο ο Τούρκος καφετζής, ψηλός και μελαψός με φρύδι σαν καψαλισμένο ρουμάνι, απίθωσε το γυάλινο ποτηράκι μπροστά μου και με το στόμα του να μυρίζει ανατολίτικο καπνό, με ρώτησε:
--- Ρωμιός;
--- Ρωμιός!
--- Από πού;
--- Από το Νότο.
--- Από Αθήνα;
--- Περίπου…
--- Α, όμορφη η Αθήνα σας! Έχω πάει. Είδα την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια, μ’ άρεσαν πολύ καλή η Τέχνη σας, αντέχει και θαυμάζεται πολύ!
Κάθισε, ξέζωσε το ζουνάρι του στη μέση και συνέχισε:
--- Πολύ μου άρεσε λοιπόν ο Παρθενώνας σας, ο ναός της Αθηνάς που τον έχτισαν πάνω στην κορφή της Ακρόπολης την εποχή του Περικλή ο γλύπτης Φειδίας και οι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης και που ξοδεύτηκαν τόσα χρήματα, πολύ χρυσάφι και χρειάστηκε ολόκληρο βουνό από μάρμαρο για να χτιστεί!
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου, συνέχισε:
--- Εκείνη η ζωοφόρος, εκείνες οι μετώπες, που έφτιαξε ο Φειδίας σας με τους μαθητές του, τι έργα Θεού ήταν και είναι! Τα θαύμασα και είπα μέσα μου όταν τα προσκυνούσα: << Αχ, να είχαμε κι εμείς έναν Παρθενώνα να γλιτώναμε την Ασιατική μούχλα και να γινόμαστε Ευρωπαίοι σαν και σας και άνθρωποι καθώς πρέπει! >>
Άρχισε να μου τη δίνει τούτος ο πολυμαθής Τούρκος. Του έσπρωξα το χέρι από τον ώμο και τον ρώτησα με έκπληξη και θυμό:
--- Πώς εσύ ένας Τούρκος καφετζής έχεις τόσες γνώσεις για την πατρίδα μου; Το θεωρώ περίεργο και ύποπτο!
Γέλασε όλο ειρωνεία.
--- Δεν ξέρεις τίποτα;
--- Τι να ξέρω;
--- Πώς Τούρκοι, Βούλγαροι, Σκοπιανοί, Αλβανοί και όλοι οι Σλαβόφωνοι κοιτάζουν την πατρίδα σου με αλαλιασμένο μάτι σαν να ‘ναι νύφη ωραία, και το παίζουν γαμπροί περιμένοντας σε κάποιο σκοτάδι να σας την αρπάξουν!
Βράζοντας μέσα κι έξω, τον ρώτησα:
--- Γνωστά αυτά! Αλλά η γνώση της ιστορίας μας σε τι σας ωφελεί;
Ξαφνιάστηκε, το μάτι του έπαιξε σαν τρελό από κόχη σε κόχη. Έβαλε το δεξί του χέρι πάνω στη << Χουριέτ >> και συνέχισε:
--- Άκουσέ με. Απ’ ό,τι λένε εδώ οι ομογάλακτοί μου και στην πατρίδα μου την Τουρκία, εσείς οι Έλληνες έχετε μεσάνυχτα γύρω από το Μακεδονικό, το Μεγαλέξανδρο και γι’ άλλα ιστορικά. Θέλω να πω πως και τα βιβλία σας δεν τα γράφετε σωστά αλλά και εσείς δεν σκύβετε να βρείτε την αλήθεια σ’ άλλες πηγές. Το εκμεταλλεύονται αυτό οι Σκοπιανοί, αύριο άλλοι, και σας μαστορεύουν με τέτοιο τρόπο τα πράγματα που σας βγάζουν την ιστορία σας ψεύτρα! Ύστερα λένε: << Τούτο το κομμάτι δικό μας, εκείνο το νησί μάς ανήκει, αυτή η πολιτεία μας κλίνει το μάτι και μας χαμογελάει! Ας τα πάρουμε λοιπόν, να ξεμπερδεύουμε! >>
Τελείωσα και το υπόλοιπο τσάι μου με μια ρουφηξιά και σηκώθηκα να φύγω. Ο Τούρκος μ’ άρπαξε απ’ το χέρι με ξανακάθισε κι άρχισε:
--- Δε θες ν’ ακούσεις τι πρέπει να κάνετε για να τη σκαπουλάρετε απ’ τους αιμοδιψείς εχθρούς που σας περιβάλλουν;
--- Και να ήθελα ο πατριωτικός ο εγωισμός και η ελληνική υπερηφάνεια με αποτρέπει. Και μάλιστα όταν ο σύμβουλός μου είναι Τούρκος! Όχι, δε θ’ ακούσω τίποτα!
--- Όχι; Επειδή είμαι Τούρκος; Με πληγώνει αυτό! Δεν είναι σωστό αυτό που λες. Λαός εσύ, λαός κι εγώ, πρέπει να τα πούμε! Άσε τους πολιτικούς μας τι λένε. Το αίμα από μας χύνεται!
Τα λόγια του τα βρήκα σωστά, μ’ άγγιξαν, έμεινα στη θέση μου. Ο Τούρκος καφετζής συνέχισε:
--- Με κατανόησες και δείχνεις φιλικός. Άκου λοιπόν. Χρειάζεστε ενιαία, ισχυρή και εθνική εξωτερική πολιτική, χωρίς σωβινισμό, για να εξασφαλίσετε την ασφάλεια των συνόρων σας. Μετά να φρεσκάρετε το σάπιο εκπαιδευτικό σας σύστημα. Λίγες προσευχές, επιλεκτική και ωφέλιμη ύλη, επιμονή στην πρακτική γνώση, έμφαση στις Τέχνες. Όλους τους πολιτικούς, δασκάλους, παπάδες, διευθυντές, βιομηχάνους, πλούσιους και ισχυρούς που πιάνουν τα πόστα σε θέσεις κρατικές να τους κοσκινίζετε πριν τους στείλετε ν’ αρμέξουν το μαστό του εθνικού ταμείου.
Μου μιλούσε και ντρεπόμουν. Δεν το πίστευα. Ένας Τούρκος, αγράμματος, κάτοικος του δρόμου, χωρίς εντρύφημα σε τόμους και βιβλία να μου κάνει τον έξυπνο και τον πολυμαθή! Να ξέρει τόσα πολλά για τα του οίκου μου κι εγώ να τον ακούω μ’ ανοιχτό το στόμα! Ε, αυτό παραήτανε! Σηκώθηκα και του πέταξα κατάμουτρα:
--- Αρκετά! Φεύγω! Δε θα με τρελάνεις!
Τον άφησα να με κοιτάζει μέσα από την ανατολίτικη κουτοπονηριά του και φουριόζος βγήκα από την πόρτα του καφενείου ν’ απαλλαγώ όσο μπορούσα γρηγορότερα από το βάρος του ανατολίτικου ίσκιου του.
Στο Νότο όταν γύρισα και τα ‘παμε με το γεννήτορα, βρήκε πως ο Τούρκος μου είπε ό,τι δεν μου είχε πει ο δάσκαλος! Τα ‘λεγε πολύ σωστά και ορθώς το έκανε! Ο δάσκαλός μου τι έκανε; Στο τέλος για να μου επιβεβαιώσει του λόγου του το ασφαλές άρχισε να μου λέει ένα μύθο:
--- Το λυχνάρι κάποτε, αφού ήπιε πολύ λάδι μέθυσε και δεν ήξερε τι έλεγε. Παινευόταν πως φεγγοβολούσε και φώτιζε σε λάμψη πιο πολύ ακόμα και από τον ήλιο. Ξαφνικά όμως πέρασε μια ανάλαφρη πνοή μικρού ανέμου, άφησε το σφύριγμά της και το λυχνάρι έσβησε! Τότε κάποιος που είχε ακούσει τα λόγια του λυχναριού, το άναψε και του ‘πε: << Λυχνάρι μου, φέγγε και μη μιλάς! Των αστεριών η λάμψη δε σβήνει ποτέ! Δεν πρέπει να δείχνει κάποιος μόνο ποιος είναι αλλά και να φαίνεται! >>
ellinikoxronografima.blogspot.gr