Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μας ήρθε μια μέρα λευκή,
αμόλυντη, μοσχομυρούσα σαν ανοιξιάτικη
λεβάντα. Άναψε πελώριος ο ήλιος, ο κόσμος έτρεξε σμήνη να τον απολαύσει κάτω
από τις τέντες της πλατείας. Ταίριαξαν κουβέντα και καφέ, μεταμορφώθηκαν οι
ξύλινες κυρίες, έγιναν σούπερ σταρ, οι άντρες στο δεύτερο ούζο κατέβαζαν
γαμοσταυρούς στα πολιτικά φακλάνια.
Το ζευγαράκι έκανε δυο τρεις
βόλτες, στάθηκε μπροστά από το Ηρώο, έφτυσε τις φλούδες από τα ξηροκάρπια και
κάθισε στο παγκάκι. Η νεαρά φρέσκαρε με
το μέικ απ το κόκκινο των χειλιών της, έβαλε το ‘να πόδι πάνω στ’ άλλο, το μαύρο
στριγκάκι που φάνηκε έγραψε: έλα να δεις, τα τραπέζια κουνήθηκαν, τα μάτια
σούζα προσγειώθηκαν στην αυλή του σπιτιού της ηδονής.
Ο νεαρός ασυγκράτητος,
επαναστάτης, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στους δυο μηρούς και το οδηγούσε ψηλά
τροπαιούχος. Εκείνη έγειρε πίσω. στο αμόρε της να αποδώσει παν το οφειλόμενο.
Ο πεζοπόρος γέροντας, τους
βλέπει, στέκεται, θυμώνει, τους βρίζει πατόκορφα: <<Ρε, βάρβαροι, εδώ
ήρθατε στα πόδια μας να βγάλετε τα μάτια
σας! Άντεστε από ‘κει! >> και τσουκ- τσουκ με το μαγγούρι έρχεται και
ρίχνεται δίπλα μου.
<< Δε μοσχοβολάει
ερωτικό κότινο, τούτη η σμίξη >> μου ψιθύρισε, λιπαίνοντας τους
κοιμισμένους νευρώνες μου. << Να ‘τανε εκείνα τα λεηλατημένα χρόνια της εποχής μου,
να ‘βλεπα τι θα κάνανε! >> Τον τάισα ένα ψυχίο γέλιου και συνέχισε: << Τότε
δε βλέπαμε γυμνό βυζί, μήτε γάμπα ξεσκεπασμένη και το φιλί κι αυτό
τσιγκουνεμένο. Εγώ τη Ρήνη μου, την έβλεπα κάθε καλοκαίρι. Στο κτήμα τα σπίτια
μας ήταν κολλητά, τα χώριζε ένα χώρισμα. Ήξερα που κοιμόταν δίπλα μου και η
φλόγα μέσα μου δεν έσβηνε. Καιγόμουν τόσο που όλη νύκτα άδειαζα κανάτες με νερό
πάνω μου να σβήσω τη φωτιά. Ένα βράδυ έμεινε μόνη, και ο αδερφός της κοιμήθηκε
στη δραγάτα. Μη βαστώντας άλλο, σηκώθηκα
κι από μια τρυπούλα βρέθηκα έξω από την κάμαρά της. Η πόρτα ανοιχτή, αυτή πάνω
στο κρεβάτι, οι άκρες των ποδιών της θαμπίζανε ξεσκέπαστες, τα στήθη της δυο
αφράτα ψωμάκια που κινούνταν τρεμουλιαστά.
<< Ελήλυθε η ώρα ίνα δοξαστώ ο ερωτευμένος μαζί της, δίνοντάς της ένα φιλί
>> σκέφτηκα και ζύγωσα. Μ’ είχε μυριστεί, άπλωσε τα χέρια της, μ’
έσπρωξε, ψιθύρισε πνιχτά: << Τ’ ήρθες; Θέλεις να μας σκαγιάσει; Κοιμάται
με τ’ όπλο ο αδερφός μου! Φεύγα! >>
Έφυγα.
Πριν καλοφέξει καβάλησα το Ντορή κι έφυγα κι από το κτήμα.
Στενοχωρήθηκα. Μου είχε στοιχίσει. Έκλαψα, έκλαψα, συμπάλευα να νικήσω τη
θύμηση και να ξεχάσω, του κάκου. Και τώρα πονάω. Κι όσο θυμάμαι τα μάτια της
γλαρά, το λυγερό κορμάκι που δεν το φίλησα, ξεψυχάω! >>
Κοίταξε τους τσουρουφλημένους που
καρφώνονταν ακόμη με το επιχρυσωμένο βέλος του έρωτα, ζήλεψε, αναστέναξε και με
φωνή που έσκιζε τον αέρα σαν χατζάρα, είπε: << Εγέρασαν τα πάθη μου σαν
του Χελμού το χιόνι, π’ όσο να λειώνει το παλιό καινούριο τα πλακώνει >>.