Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Γι’ άλλους οι διπλές, γι’ άλλους οι εξάρες. Και η χήρα η
Θανάσαινα, το δεξί χέρι του γαιοκτήμονα Αβούτσου, έφερνε όλο διπλές και άσπρη μέρα δεν έβλεπε. Ζούσε σε χαμόσπιτο, η
αυλή βρώμικη, η λάσπη με τις σαπουνάδες την έπνιγε, τα τρία παιδιά της
μεγάλωναν με αραποσίτια και οι θέρμες τα ξάπλωναν στο στρώμα με την καρδούλα
τους να χορεύει τρελό βαλσάκι.
Πιο πέρα
το λαμόγιο, είχε το δικό του παλάτι, κυριλίτικο, περιωπής, με πίνακες του
Ρενάν και του Μανέ στολισμένο. Μπαινόβγαινε
με την κηλίδα του χορτασμένου στο μάτι, κοιτούσε στη σκάφη με τα άπλυτα της
παραδουλεύτρας, ξίνιζε τα μούτρα του και στόλιζε με αγίους και γαμοσταυρούς τα
μουσκεμένα κοντοβράκια των παππούδων της μπουγάδας.
Η παραδουλεύτρα
Θανάσαινα όταν δεν έπλενε, λανάριζε μαλλιά στην αυλή της λότζας, αμίλητη
κοιτούσε τους τοίχους του λαμόγιου, το μάτι της ακόνι τους γκρέμιζε, τους έκανε σωρούς από χώμα και
χωρίδια. Ζητούσε να βρει χαραμάδα να μάθει πως χτίστηκε τέτοια σπιταρόνα,
βλογιοκοπιόταν να της έρθει έμπνευση να ανακαλύψει πούθε ξεφουρνίστηκε τόσο
λεφτό, τα κουρέλια της πόλκα της στριφογύριζε στα χέρια της και ζήλευε το casual ντύσιμο
που φορούσε το βδέλυγμα, ο πλούσιος γείτονά της.
Το λαμόγιο συνέχιζε να κλέβει, να
κονομάει, να παρανομεί, να σωρώνει το ευρώ, να συντρώγει, να πίνει και να
αμαρτάνει.
Αργότερα η ζωή λεβέντισσα θηλάστρα
με τάϊσε στη σκιά των φαταούληδων και άκουσα και είδα πολλά. Είδα άγιο δέσποτα
να γεμίζει τις βαθιές του ρασότσεπες με κατοσταριές χιλιάδες από ευτραφή δίποδο
ον, σε ύποπτο μέρος και να φεύγει καβάλα στον εωσφόρο. Έπιασα το φίλο μου
ντυμένο με το υφαντό της φτώχειας να δίνει
ευμέγεθες ποσό σε φακελάκι στο μαιευτήρα του πρώτου του παιδιού, γιατί σαν
καλός πηδαλιούχος το ξέβρασε από το χάος
της κοιλιάς στα βράχια της φυλής των πιράνχας.
Σε ανάποδη εποχή χαμένος σε
μουλαρόδρομους αναζητώντας τον επιούσιο, συντρίφτηκα όταν ένας κουρελής χωρικός
μου ‘σκασε δέκα χιλιάρικα και με εξεβίαζε
να του εκδώσω απολυτήριο της Έκτης
Δημοτικού. << Επαρχία υποταγμένη και λασπιτζού >> μου είχε πει θυμάμαι << τον άφησε
στάσιμο, δεν πήρε το απολυτήριο του δημοτικού και το χρειαζόταν για να μη χάσει
τη θέση του φύλακα σε ευαγές ίδρυμα της πόλης >>.
Από πιτουροκέφαλους, λαμόγια και
φουσκωτούς απόπατους, τίγκα η πατρίδα μας. Κι όσο η κοινωνία φτιάχνεται από τους
πολιτικούς μουγκή και κουφή, το σκουπίδι θα μας καταπίνει και θα μας
εξαφανίζει.. Και θα μένει το σκουπίδι εδώ και στις Βρυξέλλες το λεφτό και το καλό φαϊ. << Χέστηκε η φοράδα
στ’ αλώνι >> για τους ευρωπαίους, αν χρεοκοπήσουμε, τέτοιοι τζουτζέδες
που είμαστε.