Άνοιξη του 425 π.Χ. Βρισκόμαστε στην καρδιά της πρώτης περιόδου του μεγάλου πολέμου που, λόγω των αθηνοκεντρικών πηγών μας, μάθαμε να αποκαλούμε Πελοποννησιακό. Ο αθηναϊκός στόλος που πλέει ανοιχτά της Πελοποννήσου δεν έχει επακριβώς καθορισμένη αποστολή. Ο τελικός προορισμός των 40 πλοίων είναι η Δύση, αλλά οι Αθηναίοι έχουν τρία ανοιχτά μέτωπα στην πορεία. Στην ελληνική Δύση πρέπει να βοηθήσουν τη συμμαχική πόλη του Ρηγίου, την οποία έχουν ζώσει σαν τανάλια Συρακούσιοι και Λοκροί. Πιο ανατολικά, πρέπει να βοηθήσουν το “δημοκρατικό” καθεστώς της Κέρκυρας, καθώς το νησί το έχει αποκλείσει πελοποννησιακός στόλος, ενώ στις απέναντι ακτές έχουν εγκατασταθεί οι ολιγαρχικοί Κερκυραίοι που είναι έτοιμοι να επιχειρήσουν να ανακτήσουν την εξουσία στην πατρίδα τους. Τέλος, πρέπει να συνεχιστεί η τακτική των επιδρομών στις (λακωνικές και μεσσηνιακές) ακτές της σπαρτιατικής επικράτειας. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Εκκλησίας του Δήμου, οι τρεις αρχηγοί της αποστολής (Ευρυμέδων, Σοφοκλής και Δημοσθένης) έχουν το ελεύθερο να αποφασίσουν πώς, με ποιά σειρά ή ποιούς από τους στόχους θα προσπαθήσουν να πετύχουν, καθώς και το αν θα διαιρέσουν τις δυνάμεις τους ή όχι. Από τους τρεις, ο Δημοσθένης είναι ο μόνος που έχει στο μυαλό του ένα σαφές σχέδιο για το πώς θα μπορούσε να καταφέρει αποφασιστικό πλήγμα στον αντίπαλο. Ίσως είναι κι ο μόνος που μπορεί εκείνη τη στιγμή να υποψιαστεί ότι οι Αθηναίοι πρόκειται να εμπλακούν σε μια επιχείρηση που θα σημαδέψει την ιστορία του πολέμου και θα φέρει την πόλη μια ανάσα από την οριστική επικράτηση.
Ι. Τα γεγονότα
Το παράτολμο σχέδιο του Δημοσθένη: Η πρώτη στρατιωτική αποστολή που ανατέθηκε στον Δημοσθένη, γιο του Αλκισθένους, ήταν την προηγούμενη χρονιά στην Αιτωλία και στην Ακαρνανία. Στο πλαίσιό της, ο Αθηναίος στρατηγός ήρθε σε επαφή και συνεργάστηκε στενά με τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου. Όπως θυμόμαστε, μετά τον μεγάλο σεισμό του 465 στη Σπάρτη, ξέσπασε η πιο σημαντική εξέγερση ειλώτων της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Οι Μεσσήνιοι οχυρώθηκαν στην Ιθώμη, όπου αντιστάθηκαν επί μακρόν στη σπαρτιατική πολιορκία (οι αρχαίες πηγές δεν είναι σαφείς για το αν η πολιορκία διήρκεσε μέχρι το 460 ή το 456 π.Χ.). Οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν τελικά να αφήσουν ελεύθερους τους πολιορκημένους υπό τον όρο ότι αυτοί δεν θα ξαναπατούσαν στην Πελοπόννησο. Η μεγάλη διπλωματική επιτυχία των Αθηναίων ήταν ότι πέτυχαν να εγκαταστήσουν τους πρώην είλωτες στη Ναύπακτο, σε μια εξαιρετικά στρατηγική θέση στο βορειοδυτικό άκρο του Κορινθιακού. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου επρόκειτο να αποτελέσουν ένα σπουδαίο ατού για τους Αθηναίους: γνώριζαν τέλεια την τοπογραφία της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, είχαν διασυνδέσεις με συγγενείς και φίλους που παρέμειναν ως είλωτες στα σπαρτιατικά εδάφη, ενώ μιλούσαν τη δωρική διάλεκτο, μεγάλο πλεονέκτημα σε αποστολές αναγνώρισης και κατασκοπείας σε εχθρικό έδαφος (Paul Cartledge “Sparta and Lakonia – A Regional History 1300 to 362 BC“, 2η έκδ., Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2002, σελ. 206).
Ταυτόχρονα, το άσβεστο μίσος για τους Σπαρτιάτες πρώην δυνάστες τους, καθιστούσε τους Μεσσήνιους αφοσιωμένους και φανατικούς μαχητές, έτοιμους να αναλάβουν επικίνδυνες αποστολές. Ο Δημοσθένης είχε στρατολογήσει αρκετούς από αυτούς και τους είχε μαζί του. Ίσως οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου να ήταν αυτοί που του έδωσαν την ιδέα για το σχέδιο που ετοιμαζόταν να θέσει σε εφαρμογή: ο Αθηναίος στρατηγός θα πρότεινε στους ομοτίμους του να αποβιβασθούν και να οχυρώσουν το Κορυφάσιο, την ομηρική Πύλο. Η θέση είχε εξαιρετική στρατηγική σημασία και βρισκόταν αρκετά κοντά στην Σπάρτη για να συνιστά απειλή για αυτήν, ταυτόχρονα όμως αρκετά μακριά ώστε οι εισβολείς να προλάβουν να οχυρώσουν καλά τις θέσεις τους πριν φτάσει οποιαδήποτε σπαρτιατική δύναμη. Λένε ότι τις αντιρρήσεις των συναδέλφων του Δημοσθένη, τις έκαμψε ένα τυχαίο γεγονός. Μια τρικυμία έφερε τον αθηναϊκό στόλο τόσο κοντά στις μεσσηνιακές ακτές που η υλοποίηση του σχεδίου του Δημοσθένη έμοιαζε σχεδόν επιβεβλημένη. Πράγματι, οι Αθηναίοι αποβιβάσθηκαν στην Πύλο και, σε λιγότερο από μια εβδομάδα, οχύρωσαν τις πιο σημαντικές θέσεις. Ο Δημοσθένης με μια μικρή δύναμη και πέντε πλοία παρέμεινε εκεί, ενώ ο Σοφοκλής κι ο Ευρυμέδων με το μεγαλύτερο μέρος του στόλου ξεκίνησαν με πρώτο προορισμό την Κέρκυρα.
Η σπαρτιατική αντίδραση: Την ώρα που οι Αθηναίοι καταλάμβαναν την Πύλο, οι Σπαρτιάτες ήταν, ως συνήθως, απασχολημένοι με κάποια θρησκευτική γιορτή. Τα νέα δεν τους ανησύχησαν ιδιαίτερα. Δεν ήταν η πρώτη αθηναϊκή επιδρομή στις ακτές της Πελοποννήσου γενικά και της σπαρτιατικής επικράτειας ειδικότερα. Ποτέ μέχρι τότε οι αθηναϊκές δυνάμεις δεν είχαν παραμείνει για τόσο χρόνο ώστε να χρειαστεί οι Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη για να τους εκδιώξουν. Σε κάθε περίπτωση, πήραν τα μέτρα τους: ο βασιλιάς Άγις Β΄ αποφάσισε να διακόψει τη συνηθισμένη ετήσια σπαρτιατική εισβολή στην Αττική και να επιστρέψει στη Σπάρτη. Ο ναύαρχος Θρασυμελίδας άφησε κι αυτός την Κέρκυρα κι αποφάσισε να πλεύσει προς την Πύλο. Ένα σώμα οπλιτών από αυτούς που δεν συμμετείχαν στην εισβολή της Αττικής και το οποίο θα ενίσχυαν στην πορεία δυνάμεις Περιοίκων στάλθηκε άμεσα στην Πύλο. Θορυβημένος, ο Δημοσθένης έστειλε αμέσως δύο πλοία να συναντήσουν το κυρίως σώμα του αθηναϊκού στόλου που έπλεε προς την Κέρκυρα και να ζητήσουν βοήθεια.
Το σχέδιο των Σπαρτιατών ήταν να επιτεθούν άμεσα και να καταλάβουν τις αθηναϊκές οχυρώσεις πριν επιστρέψει ο εχθρικός στόλος. Ήταν βέβαιοι ότι η απόπειρά τους θα επιτύγχανε: οι οχυρώσεις ήταν προχειροφτιαγμένες και η αθηναϊκή δύναμη πολύ μικρή για να προβάλει αντίσταση. Αν πάντως το σχέδιο αυτό αποτύγχανε, τότε οι Σπαρτιάτες με τα πλοία τους θα έκλειναν τις εισόδους στον αθηναϊκό στόλο, ενώ ταυτόχρονα θα τοποθετούσαν στρατεύματα στις ακτές της Πύλου και στο νησί της Σφακτηρίας για να αποτρέψουν τυχόν απόβαση αθηναϊκών δυνάμεων. “Σφεῖς δὲ ἄνευ τε ναυμαχίας καὶ κινδύνου ἐκπολιορκήσειν τὸ χωρίον κατὰ τὸ εἰκός, σίτου τε οὐκ ἐνόντος καὶ δι’ ὀλίγης παρασκευῆς κατειλημμένον” (Θουκυδίδης, Δ΄, 8,8). Πράγματι, οι δυνάμεις του Δημοσθένη ήταν απελπιστικά μικρές: δεν είχε παρά 90 οπλίτες, οι σαράντα από τους οποίους ήταν ενίσχυση που του εξασφάλισαν οι μεσσηνιακές διασυνδέσεις του, και 600 ελαφρά οπλισμένους άντρες από τα πληρώματα των πλοίων του. Προσπάθησε να πετύχει ό,τι καλύτερο μπορούσε με τα μέσα που διέθετε, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε να αντισταθεί μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις. Οι περισσότεροι άνδρες παρέμειναν στο οχυρό, ενώ ο Δημοσθένης με 60 οπλίτες ανέλαβε την υπεράσπιση της ακτής.
Ο αθηναϊκός θρίαμβος: Ο Δημοσθένης είχε επιλέξει σωστά τις θέσεις άμυνας και οι στρατιώτες του αντιστάθηκαν με επιτυχία στις σπαρτιατικές επιθέσεις. Μετά από δύο ημέρες συγκρούσεων οι Λακεδαιμόνιοι υποχώρησαν. Το πρωί της τρίτης ημέρας ο αθηναϊκός στόλος έφτανε στην Πύλο με 50 πλοία (στα 35 αρχικά είχαν προστεθεί και 15 από τη Χίο και τη Ναύπακτο). Οι αντίπαλοι συγκρούσθηκαν στο λιμάνι της Πύλου όπου περίμενε ο σπαρτιατικός στόλος. Πολύ γρήγορα η αθηναϊκή ναυτική υπεροχή έκρινε τη ναυμαχία: οι σπαρτιατικές δυνάμεις είχαν συντριβεί. Ακόμη χειρότερα, 420 Λακεδαιμόνιοι οπλίτες (από τους οποίους οι 180 Σπαρτιάτες Όμοιοι) με τον επικεφαλής τους, τον Επιτάδα, έμεναν αποκλεισμένοι και ουσιαστικά αιχμάλωτοι στη Σφακτηρία. Τυχόν απώλεια των οπλιτών αυτών θα ήταν καταστροφική για τη Σπάρτη: επρόκειτο για το ένα δέκατο, τουλάχιστον, της συνολικής στρατιωτικής δύναμής της. Πανικόβλητοι με την επαπειλούμενη καταστροφή, οι Σπαρτιάτες ζήτησαν άμεσα από τους Αθηναίους ανακωχή, έτοιμοι να δεχθούν σχεδόν οποιονδήποτε όρο. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα πλοία τους στους Αθηναίους και να στείλουν πρεσβευτές στην Αθήνα με πρόταση για συνθήκη ειρήνης. Οι μόνες υποχρεώσεις των Αθηναίων όσο θα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις ήταν να μην επιτεθούν στη Σφακτηρία και να επιτρέψουν έναν όλως περιορισμένο ανεφοδιασμό των αποκλεισμένων Σπαρτιατών οπλιτών (Cartledge “Sparta and Lakonia…”, όπ.π., σελ. 207/ Edmond Lévy “La Grèce au Ve siècle – de Clisthène à Socrate“, σειρά “Nouvelle Histoire de l’ Antiquité“, vol. 2, Coll. Points-Histoire, εκδ. Seuil, Παρίσι 1995, σελ. 93). Όλοι πλέον έχουν συνειδητοποιήσει ότι χάρη στο παράτολμο σχέδιο του Δημοσθένη η Αθήνα βρίσκεται πολύ κοντά στο να κερδίσει τον πόλεμο. Το ζήτημα είναι, όμως, με ποιούς όρους.
Η πρόταση ειρήνης:
Η σπαρτιατική πρόταση είναι εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα δελεαστική. Αν οι Αθηναίοι επιτρέψουν την αποχώρηση των οπλιτών από τη Σφακτηρία, τότε η Σπάρτη θα συνάψει συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας. Όσον αφορά τον όποιο εδαφικό διακανονισμό, οι Σπαρτιάτες προτείνουν τη διατήρηση του στάτους κβο: εκτός της Πύλου, οι δύο αντίπαλοι θα διατηρήσουν τα εδάφη που κατέχουν. Πολλοί Αθηναίοι και οπωσδήποτε ο Νικίας και οι οπαδοί του ήταν έτοιμοι να δεχτούν την πρόταση. Όχι όλοι, όμως: ο Κλέων και οι περισσότεροι δημοκρατικοί, είχαν πολλούς λόγους να είναι επιφυλακτικοί. Η σύναψη ειρήνης με αυτούς τους όρους και τη δεδομένη χρονική στιγμή που η Αθήνα έχει το πάνω χέρι στο μέτωπο του πολέμου θα σήμαινε απλά ότι η Αθήνα επαφίεται στην καλή πίστη των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι με άθικτες τις δυνάμεις τους θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν τον πόλεμο όποτε το επιθυμούσαν. Έτσι, ο Κλέων αντιπροτείνει να προβούν οι Σπαρτιάτες σε ορισμένες εδαφικές υποχωρήσεις: οι δυνάμεις τους πρέπει να αποχωρήσουν από τα δύο λιμάνια των Μεγάρων (Νίσαια και Πηγές), από την Τροιζήνα και την Αχαΐα. Ουσιαστικά, η αντιπρόταση του Κλέωνα συνιστά επιστροφή στην κατάσταση των πραγμάτων προ του 445 π.Χ. και τη σύναψη της λεγόμενης Τριακονταετούς Ειρήνης [βλ. Donald Kagan "The Peloponnesian War (Athens and Sparta in Savage Conflict 431-404 BC)", Harper Perennial, Λονδίνο, 2005, σελ. 147]. Οι Σπαρτιάτες, φυσικά, δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε τέτοιες παραχωρήσεις. Η πρόταση ειρήνης απορρίπτεται και η ανακωχή τερματίζεται.
Ακολουθούν πυρετώδεις διαβουλεύσεις στην Εκκλησία του Δήμου σχετικά με το ποιός θα αναλάβει την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος που θα σταλεί στην Πύλο, με προφανή στόχο την κατάληψη της Σφακτηρίας (Θουκυδίδης, Δ΄, 27 και 28/ Kagan όπ.π., σελ. 147-150). Τελικά ο Κλέων επιτυγχάνει να επιβάλει τους όρους του και αποδέχεται την αρχηγία. Το στράτευμα που επιλέγει αποτελείται αποκλειστικά από ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες από τη Λήμνο και την Ίμβρο, πελταστές και τοξότες. Με αυτούς και τις δυνάμεις του Δημοσθένη, ο Κλέων υπόσχεται στους Αθηναίους ότι μέσα σε είκοσι μέρες θα καταλάβει τη Σφακτηρία και είτε θα φέρει τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας αιχμάλωτους στην Αθήνα, είτε θα τους εξολοθρεύσει: “ἐντὸς ἡμερῶν εἴκοσιν ἢ ἄξειν Λακεδαιμονίους ζῶντας ἢ αὐτοῦ ἀποκτενεῖν” (Θουκυδίδης, Δ΄, 28, 4-5).
Ωστόσο, η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Βρασίδα, ο οποίος μετέφερε το κυρίως θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μακεδονίας-Θράκης έμελλε να ανατρέψει την κατάσταση. Κι όταν στη μάχη της Αμφίπολης βρήκαν τον θάνατο κι οι δύο ηγέτες των αντιπάλων, οι περισσότεροι πείστηκαν ότι υπήρχε κατάσταση ισορροπίας, χωρίς καμιά από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις να έχει ουσιαστική προοπτική επικράτησης. Κάπως έτσι φτάσαμε στην ειρήνη του 421, ένας από τους όρους της οποίας ήταν κι η απελευθέρωση των Λακεδαιμονίων αιχμαλώτων. Από στρατιωτική και διπλωματική άποψη, ο θρίαμβος της Σφακτηρίας ανήκε στο παρελθόν. Όχι, όμως, και τα διδάγματά του.
ΙΙ. Μερικά διδάγματα από το επεισόδιο της Σφακτηρίας
Α. Η απολύτως επιτυχημένη εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής: Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι δύο πλευρές, και πρωτίστως οι Αθηναίοι, θέτουν σε εφαρμογή μια καινοτόμο στρατηγική, αυτήν του επιτειχισμού (ή της επιτειχίσεως). Η μέθοδος συνίσταται στην κατάληψη και οχύρωση μιας στρατηγικής σημασίας θέσης στα εδάφη του εχθρού (νησιού, ακτής ή περάσματος): πρόκειται για μια σφήνα στα πλευρά του αντιπάλου που θα του προκαλέσει διαρκή αιμορραγία (βλ. Cartledge ”Sparta and Lakonia…”, όπ.π., σελ. 196, 204 επ./ Kagan όπ.π., σελ. 424 επ.). Οι Αθηναίοι την εφήρμοσαν πρώτοι καταλαμβάνοντας τη νήσο Μινώα στα ανοιχτά των Μεγάρων (427 π.Χ.). Η περίπτωση της Πύλου αποτελεί φυσικά την πιο ολοκληρωμένη και καθοριστική περίπτωση υλοποίησης της στρατηγικής του επιτειχισμού. Μετά τη Σφακτηρία προέβησαν και σ’ άλλους επιτειχισμούς, με την οχύρωση των Μεθάνων (425) και την κατάληψη των Κυθήρων από τον Νικία (424). Οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν και αυτοί την μέθοδο, όταν για παράδειγμα, κατά την τελευταία φάση του πολέμου, κατέλαβαν το οχυρό της Δεκελείας, περίπου στα μισά της απόστασης μεταξύ της πόλης των Αθηνών και των συνόρων της Αττικής με τη Βοιωτία.
Γ. Η κατάρριψη μύθων και στερεοτύπων περί Σπάρτης: Το πιο εντυπωσιακό, όμως, συμπέρασμα που προκύπτει από τα γεγονότα της Σφακτηρίας είναι η σχετικότητα των πραγμάτων, ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, η κατάρριψη μερικών μύθων που αφορούν τη σπαρτιατική κοινωνία και τις αρχές της. Ο μύθος των ηρωϊκών Σπαρτιατών πολεμιστών που προτιμούν πάντα τον θάνατο στο πεδίο της μάχης από την ατιμωτική παράδοση κι ο μύθος της πόλης που ακολουθεί πάντα τις θεμελιώδεις ηθικές αρχές της, σε πείσμα του στοιχειώδους πολιτικού ρεαλισμού, αντικρούονται αποφασιστικά από τα γεγονότα: την απελπισμένη προσπάθεια των σπαρτιατικών αρχών να εξασφαλίσουν διπλωματικά την απελευθέρωση των αποκλεισμένων οπλιτών τους και την “ατιμωτική” παράδοση των δεύτερων, παράδοση που δεν εμποδίζει καθόλου τη συνέχιση των διπλωματικών προσπαθειών της πολιτείας για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων πια ανδρών.
Η σπαρτιατική πολιτική δεν διακρίνεται “ποιοτικά” από την πολιτική οποιουδήποτε άλλου κράτους: ο υπολογισμός και ο ρεαλισμός επιβάλλουν τις λύσεις, όπως είναι εντελώς φυσικό. Η δύναμη που έχει αποκλειστεί στη Σφακτηρία αποτελεί σημαντικό τμήμα των περιορισμένων αριθμητικά δυνάμεων της Σπάρτης. Τυχόν απώλειά της θα έχει σοβαρές και μακροπρόθεσμες συνέπειες. Γι’ αυτό και η πόλη θα ζητήσει άμεσα ανακωχή από τους Αθηναίους, θα δεχτεί όρους εξαιρετικά επαχθείς και θα προσφέρει ειρήνη στον αντίπαλο. Για τον ίδιο λόγο, και μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, θα πάρει κάθε δυνατό μέτρο στην απελπισμένη προσπάθεια διάσωσης των αποκλεισμένων, υποσχόμενη π.χ. να απελευθερώσει όποιον είλωτα κατόρθωνε να ανεφοδιάσει τους αποκλεισμένους (Θουκυδίδης, Δ΄, 26, 5). Και για τον ίδιο πάντα λόγο, θα “ξεχάσει” την ηθικά κατακριτέα (και κυρίως επικοινωνιακά επιζήμια, βλ. Lévy “La Grèce au Ve siècle…”, σελ. 94-95) επιλογή των πολεμιστών της Σφακτηρίας. Όπως σημειώνει και ο Cartledge (“Sparta and Lakonia…”, όπ.π., σελ. 266-267) η αντίθεση ανάμεσα στη μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι επιζώντες των Θερμοπυλών και σ’ αυτήν που επιφυλάχθηκε στους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας είναι εντυπωσιακή.
Βεβαίως, οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ατιμασμένους τους λιποτάκτες, τους οποίους και αποκαλούσαν “κακούς” (δηλ. δειλούς, βλ. Ξενοφώντος “Λακεδαιμονίων Πολιτεία“, 9, 3-6) ή “τρέσαντες”. Ωστόσο, ενώ ο λιποτάκτης (;) των Θερμοπυλών Αριστόδημος αντιμετωπίζει την καθολική περιφρόνηση κι απόρριψη των συμπολιτών του (κανείς δεν του απευθύνει τον λόγο ούτε του δίνει φωτιά για να ανάψει τον βωμό στο σπίτι του: “οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο“, Ηρόδοτος, όπ.π.) κι ο σύντροφός του στην ατιμία Παντίτης οδηγείται από τις συμπεριφορές αυτές στην αυτοκτονία (Ηρόδοτος, βιβλίο Ζ΄, Πολύμνια, 232), η ποινή ατιμίας που επιβάλλεται στους τρέσαντες της Σφακτηρίας είναι πολύ ελαφρύτερη και δεν συνοδεύεται από ανάλογη κοινωνική περιφρόνηση
ο κόσμος του Ηροδότου
(Edmond Lévy “Sparte – Histoire politique et sociale jusqu’à la conquête romaine“, Coll. Points-Histoire, εκδ. Seuil, Παρίσι 2003, σελ. 48-49). Η ποινή περιλαμβάνει αφαίρεση των δικαιωμάτων να ασκούν αρχή, να πωλούν και να αγοράζουν: “τοὺς δ‘ ἐκ τῆς νήσου ληφθέντας σφῶν καὶ τὰ ὅπλα παραδόντας, δείσαντες μή τι διὰ τὴν ξυμφορὰν νομίσαντες ἐλασσωθήσεσθαι καὶ ὄντες ἐπίτιμοι νεωτερίσωσιν, ἤδη καὶ ἀρχάς τινας ἔχοντας ἀτίμους ἐποίησαν, ἀτιμίαν δὲ τοιάνδε ὥστε μήτε ἄρχειν μήτε πριαμένους τι ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι” (Θουκυδίδης, Ε΄, 34, 2). Δεν προβλέπεται αποκλεισμός από τη συμμετοχή στις συνελεύσεις του σπαρτιατικού Δάμου. Κυρίως, όμως, ένα μόλις χρόνο αργότερα η ποινή έπαψε να ισχύει και οι μαχητές της Σφακτηρίας αποκαστάθηκαν πλήρως στα πολιτικά δικαιώματά τους ”ὕστερον δὲ αὖθις χρόνῳ ἐπίτιμοι ἐγένοντο” (Θουκυδίδης, όπ.π.).
Ίσως δεν είναι τυχαίο, όσον αφορά την επιείκια ως προς τις ποινές και την ταχύτατη αποκατάσταση, και το γεγονός ότι μεταξύ αυτών που παραδόθηκαν στη Σφακτηρία καταλέγονταν και αρκετά μέλη των επιφανέστερων οικογενειών της πόλης, αυτών δηλαδή που ουσιαστικά καθόριζαν τη σπαρτιατική πολιτική (Lévy “Sparte…“, σελ. 248, “La Grèce au Ve siècle…”, σελ. 93). Ένα επιχείρημα ακόμα για να διαλυθεί κι ο μύθος της απόλυτης ισότητας μεταξύ των Σπαρτιατών πολιτών. Παρά τον τίτλο των Ομοίων που φέρουν οι πολίτες της, η Σπάρτη χαρακτηρίζεται από σαφείς κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που αντικατοπτρίζονται και στον τρόπο χάραξης και άσκησης πολιτικής.
Ωστόσο, αυτές οι “αδυναμίες” καθιστούν τελικά την εικόνα της Σπάρτης και των Σπαρτιατών πολύ πιο ανθρώπινη. Κι ίσως δεν υπάρχει πιο εύγλωττη εξεικόνιση αυτής της πραγματικότητας από το ανέκδοτο που μεταφέρει ο Θουκυδίδης. Συναντώντας έναν από τους Σπαρτιάτες αιχμαλώτους, κάποιος σύμμαχος των Αθηναίων προσπάθησε να τον ντροπιάσει και τον ρώτησε: ”ήταν γενναίοι στρατιώτες οι σύντροφοί σας που σκοτώθηκαν στη Σφακτηρία;”. Κι ο Λακεδαιμόνιος του απάντησε ότι “το βέλος θα πρέπει να ήταν ανεκτίμητης αξίας αντικείμενο, αν ήξερε να πετυχαίνει μόνο τους γενναίους”!
“καί τινος ἐρομένου ποτὲ ὕστερον τῶν Ἀθηναίων ξυμμάχων δι’ ἀχθηδόνα ἕνα τῶν ἐκ τῆς νήσου αἰχμαλώτων εἰ οἱ τεθνεῶτες αὐτῶν καλοὶ κἀγαθοί, ἀπεκρίνατο αὐτῷ πολλοῦ ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν, εἰ τοὺς ἀγαθοὺς διεγίγνωσκε, δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο” (Θουκυδίδης, Δ΄, 40, 2).www.istorikathemata.com
Ι. Τα γεγονότα
Το παράτολμο σχέδιο του Δημοσθένη: Η πρώτη στρατιωτική αποστολή που ανατέθηκε στον Δημοσθένη, γιο του Αλκισθένους, ήταν την προηγούμενη χρονιά στην Αιτωλία και στην Ακαρνανία. Στο πλαίσιό της, ο Αθηναίος στρατηγός ήρθε σε επαφή και συνεργάστηκε στενά με τους Μεσσήνιους της Ναυπάκτου. Όπως θυμόμαστε, μετά τον μεγάλο σεισμό του 465 στη Σπάρτη, ξέσπασε η πιο σημαντική εξέγερση ειλώτων της Λακωνίας και της Μεσσηνίας. Οι Μεσσήνιοι οχυρώθηκαν στην Ιθώμη, όπου αντιστάθηκαν επί μακρόν στη σπαρτιατική πολιορκία (οι αρχαίες πηγές δεν είναι σαφείς για το αν η πολιορκία διήρκεσε μέχρι το 460 ή το 456 π.Χ.). Οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν τελικά να αφήσουν ελεύθερους τους πολιορκημένους υπό τον όρο ότι αυτοί δεν θα ξαναπατούσαν στην Πελοπόννησο. Η μεγάλη διπλωματική επιτυχία των Αθηναίων ήταν ότι πέτυχαν να εγκαταστήσουν τους πρώην είλωτες στη Ναύπακτο, σε μια εξαιρετικά στρατηγική θέση στο βορειοδυτικό άκρο του Κορινθιακού. Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου επρόκειτο να αποτελέσουν ένα σπουδαίο ατού για τους Αθηναίους: γνώριζαν τέλεια την τοπογραφία της Μεσσηνίας και της Λακωνίας, είχαν διασυνδέσεις με συγγενείς και φίλους που παρέμειναν ως είλωτες στα σπαρτιατικά εδάφη, ενώ μιλούσαν τη δωρική διάλεκτο, μεγάλο πλεονέκτημα σε αποστολές αναγνώρισης και κατασκοπείας σε εχθρικό έδαφος (Paul Cartledge “Sparta and Lakonia – A Regional History 1300 to 362 BC“, 2η έκδ., Routledge, Λονδίνο και Νέα Υόρκη, 2002, σελ. 206).
Ταυτόχρονα, το άσβεστο μίσος για τους Σπαρτιάτες πρώην δυνάστες τους, καθιστούσε τους Μεσσήνιους αφοσιωμένους και φανατικούς μαχητές, έτοιμους να αναλάβουν επικίνδυνες αποστολές. Ο Δημοσθένης είχε στρατολογήσει αρκετούς από αυτούς και τους είχε μαζί του. Ίσως οι Μεσσήνιοι της Ναυπάκτου να ήταν αυτοί που του έδωσαν την ιδέα για το σχέδιο που ετοιμαζόταν να θέσει σε εφαρμογή: ο Αθηναίος στρατηγός θα πρότεινε στους ομοτίμους του να αποβιβασθούν και να οχυρώσουν το Κορυφάσιο, την ομηρική Πύλο. Η θέση είχε εξαιρετική στρατηγική σημασία και βρισκόταν αρκετά κοντά στην Σπάρτη για να συνιστά απειλή για αυτήν, ταυτόχρονα όμως αρκετά μακριά ώστε οι εισβολείς να προλάβουν να οχυρώσουν καλά τις θέσεις τους πριν φτάσει οποιαδήποτε σπαρτιατική δύναμη. Λένε ότι τις αντιρρήσεις των συναδέλφων του Δημοσθένη, τις έκαμψε ένα τυχαίο γεγονός. Μια τρικυμία έφερε τον αθηναϊκό στόλο τόσο κοντά στις μεσσηνιακές ακτές που η υλοποίηση του σχεδίου του Δημοσθένη έμοιαζε σχεδόν επιβεβλημένη. Πράγματι, οι Αθηναίοι αποβιβάσθηκαν στην Πύλο και, σε λιγότερο από μια εβδομάδα, οχύρωσαν τις πιο σημαντικές θέσεις. Ο Δημοσθένης με μια μικρή δύναμη και πέντε πλοία παρέμεινε εκεί, ενώ ο Σοφοκλής κι ο Ευρυμέδων με το μεγαλύτερο μέρος του στόλου ξεκίνησαν με πρώτο προορισμό την Κέρκυρα.
Η σπαρτιατική αντίδραση: Την ώρα που οι Αθηναίοι καταλάμβαναν την Πύλο, οι Σπαρτιάτες ήταν, ως συνήθως, απασχολημένοι με κάποια θρησκευτική γιορτή. Τα νέα δεν τους ανησύχησαν ιδιαίτερα. Δεν ήταν η πρώτη αθηναϊκή επιδρομή στις ακτές της Πελοποννήσου γενικά και της σπαρτιατικής επικράτειας ειδικότερα. Ποτέ μέχρι τότε οι αθηναϊκές δυνάμεις δεν είχαν παραμείνει για τόσο χρόνο ώστε να χρειαστεί οι Σπαρτιάτες να δώσουν μάχη για να τους εκδιώξουν. Σε κάθε περίπτωση, πήραν τα μέτρα τους: ο βασιλιάς Άγις Β΄ αποφάσισε να διακόψει τη συνηθισμένη ετήσια σπαρτιατική εισβολή στην Αττική και να επιστρέψει στη Σπάρτη. Ο ναύαρχος Θρασυμελίδας άφησε κι αυτός την Κέρκυρα κι αποφάσισε να πλεύσει προς την Πύλο. Ένα σώμα οπλιτών από αυτούς που δεν συμμετείχαν στην εισβολή της Αττικής και το οποίο θα ενίσχυαν στην πορεία δυνάμεις Περιοίκων στάλθηκε άμεσα στην Πύλο. Θορυβημένος, ο Δημοσθένης έστειλε αμέσως δύο πλοία να συναντήσουν το κυρίως σώμα του αθηναϊκού στόλου που έπλεε προς την Κέρκυρα και να ζητήσουν βοήθεια.
Το σχέδιο των Σπαρτιατών ήταν να επιτεθούν άμεσα και να καταλάβουν τις αθηναϊκές οχυρώσεις πριν επιστρέψει ο εχθρικός στόλος. Ήταν βέβαιοι ότι η απόπειρά τους θα επιτύγχανε: οι οχυρώσεις ήταν προχειροφτιαγμένες και η αθηναϊκή δύναμη πολύ μικρή για να προβάλει αντίσταση. Αν πάντως το σχέδιο αυτό αποτύγχανε, τότε οι Σπαρτιάτες με τα πλοία τους θα έκλειναν τις εισόδους στον αθηναϊκό στόλο, ενώ ταυτόχρονα θα τοποθετούσαν στρατεύματα στις ακτές της Πύλου και στο νησί της Σφακτηρίας για να αποτρέψουν τυχόν απόβαση αθηναϊκών δυνάμεων. “Σφεῖς δὲ ἄνευ τε ναυμαχίας καὶ κινδύνου ἐκπολιορκήσειν τὸ χωρίον κατὰ τὸ εἰκός, σίτου τε οὐκ ἐνόντος καὶ δι’ ὀλίγης παρασκευῆς κατειλημμένον” (Θουκυδίδης, Δ΄, 8,8). Πράγματι, οι δυνάμεις του Δημοσθένη ήταν απελπιστικά μικρές: δεν είχε παρά 90 οπλίτες, οι σαράντα από τους οποίους ήταν ενίσχυση που του εξασφάλισαν οι μεσσηνιακές διασυνδέσεις του, και 600 ελαφρά οπλισμένους άντρες από τα πληρώματα των πλοίων του. Προσπάθησε να πετύχει ό,τι καλύτερο μπορούσε με τα μέσα που διέθετε, ελπίζοντας ότι θα κατάφερνε να αντισταθεί μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις. Οι περισσότεροι άνδρες παρέμειναν στο οχυρό, ενώ ο Δημοσθένης με 60 οπλίτες ανέλαβε την υπεράσπιση της ακτής.
Ο αθηναϊκός θρίαμβος: Ο Δημοσθένης είχε επιλέξει σωστά τις θέσεις άμυνας και οι στρατιώτες του αντιστάθηκαν με επιτυχία στις σπαρτιατικές επιθέσεις. Μετά από δύο ημέρες συγκρούσεων οι Λακεδαιμόνιοι υποχώρησαν. Το πρωί της τρίτης ημέρας ο αθηναϊκός στόλος έφτανε στην Πύλο με 50 πλοία (στα 35 αρχικά είχαν προστεθεί και 15 από τη Χίο και τη Ναύπακτο). Οι αντίπαλοι συγκρούσθηκαν στο λιμάνι της Πύλου όπου περίμενε ο σπαρτιατικός στόλος. Πολύ γρήγορα η αθηναϊκή ναυτική υπεροχή έκρινε τη ναυμαχία: οι σπαρτιατικές δυνάμεις είχαν συντριβεί. Ακόμη χειρότερα, 420 Λακεδαιμόνιοι οπλίτες (από τους οποίους οι 180 Σπαρτιάτες Όμοιοι) με τον επικεφαλής τους, τον Επιτάδα, έμεναν αποκλεισμένοι και ουσιαστικά αιχμάλωτοι στη Σφακτηρία. Τυχόν απώλεια των οπλιτών αυτών θα ήταν καταστροφική για τη Σπάρτη: επρόκειτο για το ένα δέκατο, τουλάχιστον, της συνολικής στρατιωτικής δύναμής της. Πανικόβλητοι με την επαπειλούμενη καταστροφή, οι Σπαρτιάτες ζήτησαν άμεσα από τους Αθηναίους ανακωχή, έτοιμοι να δεχθούν σχεδόν οποιονδήποτε όρο. Συμφώνησαν να παραδώσουν τα πλοία τους στους Αθηναίους και να στείλουν πρεσβευτές στην Αθήνα με πρόταση για συνθήκη ειρήνης. Οι μόνες υποχρεώσεις των Αθηναίων όσο θα διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις ήταν να μην επιτεθούν στη Σφακτηρία και να επιτρέψουν έναν όλως περιορισμένο ανεφοδιασμό των αποκλεισμένων Σπαρτιατών οπλιτών (Cartledge “Sparta and Lakonia…”, όπ.π., σελ. 207/ Edmond Lévy “La Grèce au Ve siècle – de Clisthène à Socrate“, σειρά “Nouvelle Histoire de l’ Antiquité“, vol. 2, Coll. Points-Histoire, εκδ. Seuil, Παρίσι 1995, σελ. 93). Όλοι πλέον έχουν συνειδητοποιήσει ότι χάρη στο παράτολμο σχέδιο του Δημοσθένη η Αθήνα βρίσκεται πολύ κοντά στο να κερδίσει τον πόλεμο. Το ζήτημα είναι, όμως, με ποιούς όρους.
Η πρόταση ειρήνης:
Η σπαρτιατική πρόταση είναι εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα δελεαστική. Αν οι Αθηναίοι επιτρέψουν την αποχώρηση των οπλιτών από τη Σφακτηρία, τότε η Σπάρτη θα συνάψει συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας. Όσον αφορά τον όποιο εδαφικό διακανονισμό, οι Σπαρτιάτες προτείνουν τη διατήρηση του στάτους κβο: εκτός της Πύλου, οι δύο αντίπαλοι θα διατηρήσουν τα εδάφη που κατέχουν. Πολλοί Αθηναίοι και οπωσδήποτε ο Νικίας και οι οπαδοί του ήταν έτοιμοι να δεχτούν την πρόταση. Όχι όλοι, όμως: ο Κλέων και οι περισσότεροι δημοκρατικοί, είχαν πολλούς λόγους να είναι επιφυλακτικοί. Η σύναψη ειρήνης με αυτούς τους όρους και τη δεδομένη χρονική στιγμή που η Αθήνα έχει το πάνω χέρι στο μέτωπο του πολέμου θα σήμαινε απλά ότι η Αθήνα επαφίεται στην καλή πίστη των Λακεδαιμονίων, οι οποίοι με άθικτες τις δυνάμεις τους θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν τον πόλεμο όποτε το επιθυμούσαν. Έτσι, ο Κλέων αντιπροτείνει να προβούν οι Σπαρτιάτες σε ορισμένες εδαφικές υποχωρήσεις: οι δυνάμεις τους πρέπει να αποχωρήσουν από τα δύο λιμάνια των Μεγάρων (Νίσαια και Πηγές), από την Τροιζήνα και την Αχαΐα. Ουσιαστικά, η αντιπρόταση του Κλέωνα συνιστά επιστροφή στην κατάσταση των πραγμάτων προ του 445 π.Χ. και τη σύναψη της λεγόμενης Τριακονταετούς Ειρήνης [βλ. Donald Kagan "The Peloponnesian War (Athens and Sparta in Savage Conflict 431-404 BC)", Harper Perennial, Λονδίνο, 2005, σελ. 147]. Οι Σπαρτιάτες, φυσικά, δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε τέτοιες παραχωρήσεις. Η πρόταση ειρήνης απορρίπτεται και η ανακωχή τερματίζεται.
Ακολουθούν πυρετώδεις διαβουλεύσεις στην Εκκλησία του Δήμου σχετικά με το ποιός θα αναλάβει την αρχηγία του εκστρατευτικού σώματος που θα σταλεί στην Πύλο, με προφανή στόχο την κατάληψη της Σφακτηρίας (Θουκυδίδης, Δ΄, 27 και 28/ Kagan όπ.π., σελ. 147-150). Τελικά ο Κλέων επιτυγχάνει να επιβάλει τους όρους του και αποδέχεται την αρχηγία. Το στράτευμα που επιλέγει αποτελείται αποκλειστικά από ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες από τη Λήμνο και την Ίμβρο, πελταστές και τοξότες. Με αυτούς και τις δυνάμεις του Δημοσθένη, ο Κλέων υπόσχεται στους Αθηναίους ότι μέσα σε είκοσι μέρες θα καταλάβει τη Σφακτηρία και είτε θα φέρει τους Σπαρτιάτες της Σφακτηρίας αιχμάλωτους στην Αθήνα, είτε θα τους εξολοθρεύσει: “ἐντὸς ἡμερῶν εἴκοσιν ἢ ἄξειν Λακεδαιμονίους ζῶντας ἢ αὐτοῦ ἀποκτενεῖν” (Θουκυδίδης, Δ΄, 28, 4-5).
Ωστόσο, η στρατιωτική ιδιοφυΐα του Βρασίδα, ο οποίος μετέφερε το κυρίως θέατρο των πολεμικών επιχειρήσεων στο μέτωπο της Μακεδονίας-Θράκης έμελλε να ανατρέψει την κατάσταση. Κι όταν στη μάχη της Αμφίπολης βρήκαν τον θάνατο κι οι δύο ηγέτες των αντιπάλων, οι περισσότεροι πείστηκαν ότι υπήρχε κατάσταση ισορροπίας, χωρίς καμιά από τις αντιμαχόμενες δυνάμεις να έχει ουσιαστική προοπτική επικράτησης. Κάπως έτσι φτάσαμε στην ειρήνη του 421, ένας από τους όρους της οποίας ήταν κι η απελευθέρωση των Λακεδαιμονίων αιχμαλώτων. Από στρατιωτική και διπλωματική άποψη, ο θρίαμβος της Σφακτηρίας ανήκε στο παρελθόν. Όχι, όμως, και τα διδάγματά του.
ΙΙ. Μερικά διδάγματα από το επεισόδιο της Σφακτηρίας
Α. Η απολύτως επιτυχημένη εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής: Κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι δύο πλευρές, και πρωτίστως οι Αθηναίοι, θέτουν σε εφαρμογή μια καινοτόμο στρατηγική, αυτήν του επιτειχισμού (ή της επιτειχίσεως). Η μέθοδος συνίσταται στην κατάληψη και οχύρωση μιας στρατηγικής σημασίας θέσης στα εδάφη του εχθρού (νησιού, ακτής ή περάσματος): πρόκειται για μια σφήνα στα πλευρά του αντιπάλου που θα του προκαλέσει διαρκή αιμορραγία (βλ. Cartledge ”Sparta and Lakonia…”, όπ.π., σελ. 196, 204 επ./ Kagan όπ.π., σελ. 424 επ.). Οι Αθηναίοι την εφήρμοσαν πρώτοι καταλαμβάνοντας τη νήσο Μινώα στα ανοιχτά των Μεγάρων (427 π.Χ.). Η περίπτωση της Πύλου αποτελεί φυσικά την πιο ολοκληρωμένη και καθοριστική περίπτωση υλοποίησης της στρατηγικής του επιτειχισμού. Μετά τη Σφακτηρία προέβησαν και σ’ άλλους επιτειχισμούς, με την οχύρωση των Μεθάνων (425) και την κατάληψη των Κυθήρων από τον Νικία (424). Οι Σπαρτιάτες ακολούθησαν και αυτοί την μέθοδο, όταν για παράδειγμα, κατά την τελευταία φάση του πολέμου, κατέλαβαν το οχυρό της Δεκελείας, περίπου στα μισά της απόστασης μεταξύ της πόλης των Αθηνών και των συνόρων της Αττικής με τη Βοιωτία.
Γ. Η κατάρριψη μύθων και στερεοτύπων περί Σπάρτης: Το πιο εντυπωσιακό, όμως, συμπέρασμα που προκύπτει από τα γεγονότα της Σφακτηρίας είναι η σχετικότητα των πραγμάτων, ή μάλλον, για να είμαστε πιο ακριβείς, η κατάρριψη μερικών μύθων που αφορούν τη σπαρτιατική κοινωνία και τις αρχές της. Ο μύθος των ηρωϊκών Σπαρτιατών πολεμιστών που προτιμούν πάντα τον θάνατο στο πεδίο της μάχης από την ατιμωτική παράδοση κι ο μύθος της πόλης που ακολουθεί πάντα τις θεμελιώδεις ηθικές αρχές της, σε πείσμα του στοιχειώδους πολιτικού ρεαλισμού, αντικρούονται αποφασιστικά από τα γεγονότα: την απελπισμένη προσπάθεια των σπαρτιατικών αρχών να εξασφαλίσουν διπλωματικά την απελευθέρωση των αποκλεισμένων οπλιτών τους και την “ατιμωτική” παράδοση των δεύτερων, παράδοση που δεν εμποδίζει καθόλου τη συνέχιση των διπλωματικών προσπαθειών της πολιτείας για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων πια ανδρών.
Η σπαρτιατική πολιτική δεν διακρίνεται “ποιοτικά” από την πολιτική οποιουδήποτε άλλου κράτους: ο υπολογισμός και ο ρεαλισμός επιβάλλουν τις λύσεις, όπως είναι εντελώς φυσικό. Η δύναμη που έχει αποκλειστεί στη Σφακτηρία αποτελεί σημαντικό τμήμα των περιορισμένων αριθμητικά δυνάμεων της Σπάρτης. Τυχόν απώλειά της θα έχει σοβαρές και μακροπρόθεσμες συνέπειες. Γι’ αυτό και η πόλη θα ζητήσει άμεσα ανακωχή από τους Αθηναίους, θα δεχτεί όρους εξαιρετικά επαχθείς και θα προσφέρει ειρήνη στον αντίπαλο. Για τον ίδιο λόγο, και μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων, θα πάρει κάθε δυνατό μέτρο στην απελπισμένη προσπάθεια διάσωσης των αποκλεισμένων, υποσχόμενη π.χ. να απελευθερώσει όποιον είλωτα κατόρθωνε να ανεφοδιάσει τους αποκλεισμένους (Θουκυδίδης, Δ΄, 26, 5). Και για τον ίδιο πάντα λόγο, θα “ξεχάσει” την ηθικά κατακριτέα (και κυρίως επικοινωνιακά επιζήμια, βλ. Lévy “La Grèce au Ve siècle…”, σελ. 94-95) επιλογή των πολεμιστών της Σφακτηρίας. Όπως σημειώνει και ο Cartledge (“Sparta and Lakonia…”, όπ.π., σελ. 266-267) η αντίθεση ανάμεσα στη μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι επιζώντες των Θερμοπυλών και σ’ αυτήν που επιφυλάχθηκε στους αιχμαλώτους της Σφακτηρίας είναι εντυπωσιακή.
Βεβαίως, οι Σπαρτιάτες θεωρούσαν ατιμασμένους τους λιποτάκτες, τους οποίους και αποκαλούσαν “κακούς” (δηλ. δειλούς, βλ. Ξενοφώντος “Λακεδαιμονίων Πολιτεία“, 9, 3-6) ή “τρέσαντες”. Ωστόσο, ενώ ο λιποτάκτης (;) των Θερμοπυλών Αριστόδημος αντιμετωπίζει την καθολική περιφρόνηση κι απόρριψη των συμπολιτών του (κανείς δεν του απευθύνει τον λόγο ούτε του δίνει φωτιά για να ανάψει τον βωμό στο σπίτι του: “οὔτε οἱ πῦρ οὐδεὶς ἔναυε Σπαρτιητέων οὔτε διελέγετο“, Ηρόδοτος, όπ.π.) κι ο σύντροφός του στην ατιμία Παντίτης οδηγείται από τις συμπεριφορές αυτές στην αυτοκτονία (Ηρόδοτος, βιβλίο Ζ΄, Πολύμνια, 232), η ποινή ατιμίας που επιβάλλεται στους τρέσαντες της Σφακτηρίας είναι πολύ ελαφρύτερη και δεν συνοδεύεται από ανάλογη κοινωνική περιφρόνηση
ο κόσμος του Ηροδότου
(Edmond Lévy “Sparte – Histoire politique et sociale jusqu’à la conquête romaine“, Coll. Points-Histoire, εκδ. Seuil, Παρίσι 2003, σελ. 48-49). Η ποινή περιλαμβάνει αφαίρεση των δικαιωμάτων να ασκούν αρχή, να πωλούν και να αγοράζουν: “τοὺς δ‘ ἐκ τῆς νήσου ληφθέντας σφῶν καὶ τὰ ὅπλα παραδόντας, δείσαντες μή τι διὰ τὴν ξυμφορὰν νομίσαντες ἐλασσωθήσεσθαι καὶ ὄντες ἐπίτιμοι νεωτερίσωσιν, ἤδη καὶ ἀρχάς τινας ἔχοντας ἀτίμους ἐποίησαν, ἀτιμίαν δὲ τοιάνδε ὥστε μήτε ἄρχειν μήτε πριαμένους τι ἢ πωλοῦντας κυρίους εἶναι” (Θουκυδίδης, Ε΄, 34, 2). Δεν προβλέπεται αποκλεισμός από τη συμμετοχή στις συνελεύσεις του σπαρτιατικού Δάμου. Κυρίως, όμως, ένα μόλις χρόνο αργότερα η ποινή έπαψε να ισχύει και οι μαχητές της Σφακτηρίας αποκαστάθηκαν πλήρως στα πολιτικά δικαιώματά τους ”ὕστερον δὲ αὖθις χρόνῳ ἐπίτιμοι ἐγένοντο” (Θουκυδίδης, όπ.π.).
Ίσως δεν είναι τυχαίο, όσον αφορά την επιείκια ως προς τις ποινές και την ταχύτατη αποκατάσταση, και το γεγονός ότι μεταξύ αυτών που παραδόθηκαν στη Σφακτηρία καταλέγονταν και αρκετά μέλη των επιφανέστερων οικογενειών της πόλης, αυτών δηλαδή που ουσιαστικά καθόριζαν τη σπαρτιατική πολιτική (Lévy “Sparte…“, σελ. 248, “La Grèce au Ve siècle…”, σελ. 93). Ένα επιχείρημα ακόμα για να διαλυθεί κι ο μύθος της απόλυτης ισότητας μεταξύ των Σπαρτιατών πολιτών. Παρά τον τίτλο των Ομοίων που φέρουν οι πολίτες της, η Σπάρτη χαρακτηρίζεται από σαφείς κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες που αντικατοπτρίζονται και στον τρόπο χάραξης και άσκησης πολιτικής.
Ωστόσο, αυτές οι “αδυναμίες” καθιστούν τελικά την εικόνα της Σπάρτης και των Σπαρτιατών πολύ πιο ανθρώπινη. Κι ίσως δεν υπάρχει πιο εύγλωττη εξεικόνιση αυτής της πραγματικότητας από το ανέκδοτο που μεταφέρει ο Θουκυδίδης. Συναντώντας έναν από τους Σπαρτιάτες αιχμαλώτους, κάποιος σύμμαχος των Αθηναίων προσπάθησε να τον ντροπιάσει και τον ρώτησε: ”ήταν γενναίοι στρατιώτες οι σύντροφοί σας που σκοτώθηκαν στη Σφακτηρία;”. Κι ο Λακεδαιμόνιος του απάντησε ότι “το βέλος θα πρέπει να ήταν ανεκτίμητης αξίας αντικείμενο, αν ήξερε να πετυχαίνει μόνο τους γενναίους”!
“καί τινος ἐρομένου ποτὲ ὕστερον τῶν Ἀθηναίων ξυμμάχων δι’ ἀχθηδόνα ἕνα τῶν ἐκ τῆς νήσου αἰχμαλώτων εἰ οἱ τεθνεῶτες αὐτῶν καλοὶ κἀγαθοί, ἀπεκρίνατο αὐτῷ πολλοῦ ἂν ἄξιον εἶναι τὸν ἄτρακτον, λέγων τὸν οἰστόν, εἰ τοὺς ἀγαθοὺς διεγίγνωσκε, δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο” (Θουκυδίδης, Δ΄, 40, 2).www.istorikathemata.com