του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Είναι μικροκαμωμένος, ξανθός,
άσχημος και με μελαγχολική ψυχοσύνθεση >> ανέφερε η φήμη για τον άντρα
που είχε έρθει και ζούσε έξω από την πόλη σε μια διαβρωμένη από το χρόνο
έπαυλη, εγκαταλειμμένη εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι κανείς δεν ανησύχησε από τους
κατοίκους της πόλης και κανείς δεν ενδιαφέρθηκε να μάθει πως περνούσε τις μέρες
του, στην ετοιμόρροπη έπαυλη ο παράξενος επισκέπτης.
Σαν όμως πέρασε ο καιρός ένας πολίτης
με την αλλόκοτη εμμονή να αποκτά και να διαβάζει απαγορευμένα και τολμηρά
βιβλία, διάδωσε, << πως τον είδε στο βιβλιοπωλείο της πόλης να αγοράζει
τον Κώδικα Ντα Βίντσι και κρυμμένος στο πίσω μέρος της σκοτεινής βιβλιοθήκης να
σημειώνει στο μπλοκάκι του πιθανώς κάποιους ανεκτίμητους πνευματικούς θησαυρούς
που είχε ανακαλύψει στις πυκνογραμμένες σελίδες του που τις ξεφύλλιζε με αχαλίνωτη
ζέση και ζωηρή φρεσκάδα >>.
Πρόσεξε δε πως όση ώρα φυλλομετρούσε τις
σελίδες του κι αντλούσε το νοσηρό τους περιεχόμενο, τον είχε καταβάλει μια
δαιμονική κακία που τον έκανε να ψιθυρίζει άναρθρες κραυγές και να δείχνει
κακόκεφος κι άκρως ευερέθιστος. Κάποια στιγμή, έβγαλε απ’ το γιλέκο του ένα
σουγιά και βάζοντάς τον ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, τις έκοβε με
ασυνήθιστη βαναυσότητα. Κι αφού πέρασε αρκετή ώρα να ασχολείται με αυτή τη
φρικαλεότητα, σταμάτησε απότομα, θαρρείς πνιγμένος από τη ντροπή γι’ αυτό που έκανε, και,
φέρνοντας το βιβλίο στα χείλη του, άρχισε να το φυλάει με πάθος. Έτσι σαν του
πέρασε αυτή η νευρική κρίση, άρχισε να το ξεφυλλίζει πάλι και με το δαίμονα
πάντα της διαστροφής στην έκφραση του προσώπου του, συνέχιζε να σημειώνει ότι
θεωρούσε απαραίτητο από τις αμαρτωλές σελίδες του.
Ο σοβαρός κι έγκριτος κατά τα άλλα
αυτός πολίτης, διέδιδε ακόμη αυτό, που του είχε εμπιστευτικά διηγηθεί ένας
βοσκός που ζούσε πλησίον της διαβρωμένης έπαυλης του ξένου επισκέπτη και το
οποίο μέσες άκρες έλεγε τα εξής:
<< Ο επισκέπτης είχε εκτός από το πάθος του να διαβάζει ύποπτα
βιβλία και την ιδιορρυθμία να είναι εραστής της Νύχτας ! Έτσι σαν όλη τη μέρα
διάβαζε με κλεισμένα τα παραθυρόφυλλα της έπαυλης στο φως των κεριών που
αρεσκόταν ν’ ανάβει, το βράδυ έβγαινε
έξω στην αυλή και παραδινόταν στη συντροφιά της σκοτεινής Θεάς! Κι εκεί
αφήνοντας την ψυχή του να πλανιέται στ’ όνειρο, συζητούσε με κάποιο υποτιθέμενο
ομιλητή, τα θέματα της ημέρας! >>
Κι εκεί που κάποιοι είπαν << πως
η δειλή και μετέωρη καρδιά του φαντασιόπληκτου πολίτη τους, γεννούσε τα
μελαγχολικά τούτα λόγια >> μια είδηση τώρα από ένα εξέχον κι επώνυμο
πρόσωπο, ήρθε να κάνει την καθημερινότητα των πολιτών της πόλης άνω κάτω και να
τους τυλίξει με το βαρύ πέπλο μιας
απαίσιας εικόνας.
Έτσι και μόνο στη διήγησή της από τον
προαναφερθέντα πολίτη, η παγωμάρα και το πλάκωμα στην καρδιά τους γίνονταν
αγιάτρευτοι φόβοι και η κατάπτωση της σκέψης τους από τα ποικίλα ερεθίσματα που
την άγγιζαν, έφτανε στα πρόθυρα τρέλας και νευρικής κρίσης.
Ο εξέχοντας λοιπόν τούτος πολίτης,
διέδιδε με παρρησία πως <<είδε στο βιβλιοπωλείο της οδού πεζοδρομίου τον
ξένο να φωτοτυπεί κάποιες σελίδες από το πολύκροτο και δαιμονισμένου βιβλίο του
Ντα Βίντσι, πιθανόν τις πιο ενδιαφέρουσες κι αφού σημείωνε πάνω και δεξιά μια
καρικατούρα που έμοιαζε με την πεντάλφα, και, πρόσθετε κι έναν αριθμό, της
τακτοποιούσε με μεγαλοπρεπή ευλάβεια σ’ ένα μαύρο ντοσιέ με εβραϊκά στοιχεία
στην προμετωπίδα του >>.
Μπόρεσε δε έλεγε κι έκλεψε μια τέτοια
φωτοτυπία και την οποία τους έδειχνε για του λόγου το αληθές .
Έτσι μπορούσαν να διαβάσουν άνετα το
περιεχόμενό της που ήταν το εξής:
<< Άρεσε στο Ντα Βίντσι να παίζει με τα έργα του και να κάνει
κάποια ασυνήθιστα πράγματα που σε πολλούς θεωρούνταν λάθη. Έτσι χαμηλώνοντας τη
γραμμή του ορίζοντα στα αριστερά στο πορτρέτο της Μόνα Λίζα, έδειχνε πολύ
μεγαλύτερη την αριστερή πλευρά απ’ ότι από τη δεξιά.
Αυτό ήταν ένα μικρό συγκαλυμμένο
αστείο του. Και τούτο γιατί ο Ντα Βίντσι πίστευε στο θηλυκό στοιχείο ως
υπέρτατο στοιχείο της γενεσιουργικής δύναμης στο σύμπαν. Έτσι θεωρούσε πως η
αριστερή πλευρά ανήκει στο θηλυκό στοιχείο και η δεξιά στο αρσενικό. Ένθερμος
οπαδός των θηλυκών στοιχείων, έδωσε στη Μόνα Λίζα μια μεγαλοπρεπή διάσταση από
τα αριστερά σε αντίθεση από τη δεξιά πλευρά >>.
Στο κάτω μέρος της φωτοτυπίας ο
εξέχοντας τούτος πολίτης, φρόντισε κι έγραψε με μαύρα χοντρά γράμματα, προφανώς για επαγρύπνηση του κοιμισμένου ποιμνίου, τα εξής: << Ο αναγνώστης αυτού του εντύπου
πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη του, πως ο παράξενος τούτος επισκέπτης, σύμφωνα με
έγκυρες πληροφορίες, είναι μέλος της οργάνωσης του κοινού της Σιών και
βρίσκεται εδώ σε μυστική αποστολή για την αναζήτηση απόκρυφου εγγράφου που
πιθανόν να είναι θαμμένο σε μεγάλο βάθος κάτω από τα ερείπια μικρού
παρεκκλησιού της πόλης μας . Η είδηση ακόμη αναφέρει πως η ανασκαφή θα αρχίσει
σε σαράντα μέρες με κάθε μυστικότητα και ισχυρή προστασία από μέλη της
αδελφότητας και μυστηριώδη τάγματα >>.
Ο δέκτης όμως της φωτοτυπίας αυτής θα
μπορούσε να διακρίνει αν τη μελετούσε με τολμηρή και διορατική ευρηματικότητα
κάτι που αποτυπωνόταν στο διαθέσιμο περιθώριο στ’ αριστερά της σελίδας και
φαινόταν χειροπιαστά πως ήταν συμπλήρωμα του εξέχοντα πολίτη!
Έτσι μπορούσε να διακρίνει
ζωγραφισμένο με μαύρο ανεξίτηλο μαρκαδόρο ένα φρούριο που ίσως να
χρονολογούνταν από το δέκατο ένατο αιώνα, που ‘μοιαζε σαν ένα σύγχρονο
παρατηρητήριο, κάτι σαν Αστεροσκοπείο και πύργο. Στα πέντε παράθυρά του που
σχημάτιζαν την πεντάλφα, κάθε ένα από τα
αιματοβαμμένα αστέρια του σκόρπιζε το αμυδρό φως του στα λιτά
αντικείμενα του κήπου, που με φόντο το απόλυτο σκοτάδι πίσω τους, φαίνονταν σαν
φαντάσματα της νύχτας.
Τρεις τώρα ιερείς στα δεξιά της
εισόδου, βαστώντας ένα ογκώδες βιβλίο, έλεγχαν ως φαίνεται τους επισκέπτες, ενώ
από τα κόκκινα μάτια τους οι φλόγες που ξεπηδούσαν έγλειφαν τα σίδερα της
βαριάς πόρτας που πυρακτωμένα έχασκαν σαν σώματα της κολάσεως.
Αριστερά της εισόδου ένα μηχάνημα
αυτόματης ταμειακής ανάληψης με τεχνητά
ανθρώπινα μέλη, μηνούσε με τη μαύρη γραφή στην κόκκινη αφίσα << πως δεν
υπάρχει λογική στο συγκερασμό επιστήμης και πίστης >>.
<< Ναι, έτσι είναι >> έλεγαν
πολλοί, << ένας άθλιος ήρθε, πέρα απ’ την αθλιότητα της ανθρώπινης φύσης,
ένα κτήνος που όμοιό του δεν έχει γεννήσει η φύση, να σκανδαλίσει τους
ανθρώπους της πόλης και να τους στερήσει μέρα και νύχτα την ευλογημένη
ανάπαυση, οδηγώντας τους σ’ ένα ανυπόφορο μαρτύριο ανασφάλειας και φόβου! >>
Κι αυτή ήταν η αλήθεια γιατί είχαν μπει σ’ ένα μαρτύριο που τους ξυπνούσε τη νύχτα κι
αλαφιασμένοι από τους εφιάλτες που έβλεπαν από τον ανείπωτο τρόμο που τους
προκαλούσε αυτός ο άνθρωπος, παραληρούσαν στην παραμικρή σκέψη πως κινδύνευε
η θρησκεία και η πίστη τους.
Έτσι μισολιπόθυμοι τρέκλιζαν από φόβο
και δέος και δεν έβλεπαν παντού δαίμονες και θριαμβευτικά τέρατα .
Όλα αυτά ανησύχησαν τους άρχοντες που
αποφάσισαν να δράσουν. Έτσι απευθύνθηκαν
στην αστυνομική κεντρική διοίκηση και ζήτησαν βοήθεια. Αυτή τους έστειλε τον
πρώτο της αστυνομικό πράκτορα με δυο
οπλισμένους άντρες για τη διερεύνηση της υπόθεσης και της εξακρίβωσης της
δράσης και της ταυτότητας του υπόπτου.
Ο αστυνόμος το βρήκε πολύ λογικό να τον
επισκεφτεί τα μεσάνυχτα, γιατί όλες του οι πληροφορίες του έλεγαν, πως μόνο
τότε ο ύποπτος βγαίνει από την έπαυλη και περπατά στην αυλή της. Έτσι
διαποτισμένος από μισανθρωπία και υπερβολική κυκλοθυμική ένταση, άφησε στην
εξώπορτα τους δυο οπλισμένους άντρες και τρίβοντας τα χέρια του από χαρά για το
κελεπούρι που θα έπιανε, παραβίασε μ’ ένα σπρώξιμο την ξύλινη εξώπορτα και
μπήκε μέσα.
Προχώρησε λίγα μέτρα όταν τα πυκνά δέντρα, το βαθύ σκοτάδι κι ένα
παράφωνο βουητό από ανθρώπινη φωνή τον έκαναν να φοβηθεί και να
σταματήσει. Ωστόσο συνέχισε μετά από
λίγο να περπατάει έτοιμος καθ΄ όλα για μια πιθανή ενέδρα από τον άνθρωπο που
είχε εντολή να ερευνήσει εξονυχιστικά κι
αυτόν και την έπαυλή του. Δυο μέτρα όμως από το παρακαμπτήριο δρομάκι που
οδηγούσε στο πίσω μέρος της έπαυλης, μια βραχνή φωνή που έδειχνε φοβισμένη κι
ένοχη, τον εμπόδισε μ’ ένα ηχηρό << Αλτ! >> κι αμέσως ένιωσε την άκρη ενός ραβδιού μπρος στο
στήθος του να τον τρυπά, αγγίζοντάς τον με την αιχμηρή μύτη του.
<< Είμαι αστυνόμος >> του ψιθύρισε ξαφνιασμένος
ο πράκτορας << και ήρθα για μια έρευνα. Αν είσαι αθώος δεν έχεις να
φοβηθείς τίποτα >> και με μια
μικρή ταραχή τράβηξε το πιστόλι του απ’
τον κόρφο του και τον σημάδεψε. << Είσαι οπλισμένος, το βλέπω!
>> του είπε με ψυχραιμία και περιφρόνηση ο άντρας και κατεβάζοντας το
ραβδί του, πρόσθεσε: << Ακολούθα με >> κι ανοίγοντας την πόρτα τον
έμπασε μέσα.
<< Κάποιες ιδιορρυθμίες μου που
αντανακλώνται στη διακόσμηση του χώρου και των τοίχων, δεν πιστεύω να είναι
στοιχεία ενοχής >> του είπε σιγανά με σφιγμένα χείλη ο ύποπτος σαν τον
είδε να περιεργάζεται με αρκετή καχυποψία όσα έβλεπε κάτω από το άρρωστο κι
αδύναμο φως μιας παλιάς ηλεκτρικής λάμπας.
<< Αυτό θα το δούμε >> του
‘κανε ψυχρά ο αστυνόμος και στάθηκε κάτω
από το πρώτο ζωγραφισμένο σχήμα στο βορινό τοίχο που έδειχνε την
πεντάλφα σ’ ένα ολόμαυρο
και ξεθωριασμένο φόντο. <<
Σύμβολο των εβραίων και των μασόνων >> μουρμούρισε ο αστυνόμος και
σφίγγοντας τα χείλη του, τον κοίταξε μ’ ένα σκοτεινό βλέμμα.
<< Κι αυτή εκεί, ποια είναι;
>> τον ρώτησε ύστερα με μια διαπεραστική φωνή και δίνοντας την εντύπωση
νευρικού ξεσπάσματος, τον πλησίασε απειλητικά. << Είναι η Μόνα Λίζα το αριστούργημα
του Ντα Βίντσι >> του παρατήρησε
φοβισμένα ο άντρας και σύρθηκε αργά κάτω από τον πίνακα.
<< Το πορτρέτο του Ντα Βίντσι με
φουστάνια! >> του αποκρίθηκε με ειρωνεία ο αστυνόμος και βγάζοντας το
σημειωματάρίο του από το τσεπάκι της
στολής του, έσκυψε και σημείωσε κάτι βιαστικά σε μια σελίδα του. <<Κατανοώ τον εκνευρισμό σου >>
του είπε τότε εκνευρισμένος ο άντρας
<< αλλά αυτό δεν είναι λόγος να χλευάζεις το μεγάλο ζωγράφο
>> και με στεντόρεια φωνή ανέκραξε, έξαλλος: << Ω! Διάβολε! Ποιος σ’ έστειλε τέτοια ώρα!
>>
<< Το τελευταίο πράγμα που ζητάω
από σένα >> του είπε ακούγοντάς τον να αντιδρά έτσι ανορθόδοξα ο
αστυνόμος, ενώ συνέχιζε να κοιτάζει επίμονα τον πίνακα, << είναι να μου πεις την αλήθεια. Γιατί έχω
πληροφορίες πως είσαι μέλος μιας θρησκευτικής οργάνωσης με παγανιστικές ιδέες
και εχθρός της εκκλησίας >>.
Κι αφού φάνηκε να έδειξε ακλόνητη
πεποίθηση στα λόγια του, τον ρώτησε με το ύφος του ισχυρού και του παντογνώστη
: << Ο Ντα Βίντσι δεν ήταν μέλος μυστικής αδελφότητας ; >>
Ο άντρας απορημένος
για όσα άκουγε τον κοίταζε με καχυποψία κι έδειχνε να τα αρνιέται όλα. Ωστόσο ο
πράκτορας συνέχιζε να του επιτίθεται και να τον βασανίζει με τις ερωτήσεις του.
Έτσι σε κάποια στιγμή τον ρώτησε με φωνή που παλλόταν από ένταση και πάθος:
<< Ξεκαθάρισέ μου, αυτό: Είσαι κι εσύ μέλος της κοινότητας της Σιών; >>
<<
Δε σε καταλαβαίνω! >> του φώναξε με βροντερή φωνή ο άντρας που τον έκανε
να παγώσει στη θέση του. Και τρέχοντας προς το γραφείο του, άνοιξε το συρτάρι και
γύρισε μ’ ένα τυπωμένο χαρτί στα χέρια του.
Ο αστυνόμος όσο έλειπε, βρήκε πάνω σ’
ένα μικρό κομοδίνο ένα σημειωματάριο και το ξεφύλλιζε, ενώ βαστώντας το όπλο
του στο δεξί του χέρι, έπαιρνε τις προφυλάξεις του για πάν ενδεχόμενο. Και σε
κάποια στιγμή σαν διέγνωσε ως φαίνεται κάτι ύποπτο σε μια πρόταση στις
σημειώσεις του υπόπτου άντρα, του είπε με ένταση μέσα στον ήχο των βημάτων του,
που τον πλησίαζε με άγριες διαθέσεις και του πρότεινε το όπλο: << Χωλός άγιος >> γράφεις εδώ; Τι
σημαίνει αυτό; Δεν είναι ύποπτο; Και γιατί στα Γαλλικά, Αγγλικά. Λατινικά και
Εβραϊκά; >>
Ο άντρας τον αγνόησε και του ‘δωσε το
χαρτί. Προς στιγμή του φάνηκε πως θα το έσχιζε, αλλά γρήγορα τον είδε να το
πλησιάζει στα μάτια του και να το διαβάζει με προσοχή κι ενδιαφέρον. Έτσι σαν
τελείωσε, κάνοντας σχεδόν μια γονυκλισία ως κάτω το δάπεδο και τεντώνοντας το
κορμί του με δύναμη πάνω ύστερα, του είπε με λαχανιασμένη φωνή, βυθισμένος στην απογοήτευση
και στην ενοχή: << Είσαι καθηγητής της τέχνης και κάνεις έρευνα πάνω
στο παγανισμό του Ντα Βίντσι; Κι εγώ σε κατηγορώ; Θεέ μου! Τι φρίκη! >>
<< Έχετε όλοι σας ορισμένους
λόγους να με υποψιάζεστε >> πρόσθεσε ο καθηγητής και του ΄δει τα δυο
χοντρά βιβλία που φαίνονταν σαν ογκόλιθοι πάνω στο γραφείο του.
Ο αστυνόμος αν κι έδειχνε να τα ‘χει
χαμένα, πλησίασε και παίρνοντάς τα στα χέρια του, άρχισε να τα παρατηρεί με
συγκρατημένη καχυποψία και να
διαβάζει αργά- αργά και κομπιαστά τους τίτλους τους: << Κώδικας
Ντα Βίντσι >>, << Παγανισμός και εικονολογία του ιερού θηλυκού
>>.
Ύστερα πατώντας τα πλήκτρα του κινητού
του και σχηματίζοντας τον αριθμό που καλούσε, είπε στον άντρα που του απάντησε
με ένταση και με τη συνηθισμένη διανοητική καθυστέρηση των οργάνων της
αστυνομίας σε τέτοιες πολύκροτες γκάφες: << Κώδικας Ν. Β. Αίσιο τέλος. Η υστερία
σου σκαρώνει κάτι παιχνίδια! >> και κλείνοντάς το, χαμήλωσε αισθητά τα
μάτια και κινήθηκε προς την έξοδο.