Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Η μέρα βρικολακιασμένη γλιστρούσε σε
σκοτεινές στοές.
Ο εγγονός τάιζε στην αυλή το γάτο κι ένας ήλιος που ‘παιζε
κρυφτό με το σύννεφο τους ζέσταινε. Στην πόρτα μπαίνει ο παππούς με το σακάκι
ριγμένο στον ώμο, την τσάντα συντριμμένη στον τροχό της κρίσης, το μάτι του
άσπρο γιατί ό,τι έπιανε στο ράφι του σούπερ
μάρκετ γινόταν ανήμερο θεριό και τον δάγκωνε με το κοφτερό του δόντι.
Ο μικρός ρίχτηκε στην αγκαλιά του.
Οι γυαλιστερές μπούκλες του κυμάτισαν, τα ζυμαράκια δάχτυλά του χώθηκαν στις τσέπες
του και τις έψαχναν. Βρήκε πάτο, έπιασε αέρα και ο λιποτάκτης φύλακας άγγελός
του, του έστειλε δάκρυ καυτό στα μάτια. << Τίποτα δε μου ‘φερες, παππού;
τίποτα; >> Η φωνούλα του δε βγήκε
ολόκληρη, έσβησε πριν ακουστεί το τελευταίο… ααα… Και όπως ένα πληγωμένο ζωάκι
σύρθηκε στους ανθούς του κήπου.
Ο παππούς έγινε χειρομβοβίδα
απασφαλισμένη. Τα κόκαλά του έτριξαν και σωριάστηκε στο σκαμνί. Σύννεφα σταχτιά
του σκέπασαν την όραση, ήχοι από νεκρώσιμα πρελούντια έσπασαν τη σιωπή του
πανικού του. Στη μνήμη του ήρθε το πόμολο σούπερ μάρκετ, στη γεύση του ένιωσε
το κώνειο που τον πότισε και η ψυχή του μαδήθηκε, έβρισε απατεώνες και κλέφτες
πολιτικούς και σκέφτηκε, την ποδαράδα
του στα χωριά, τους αέρηδες που τον τρυπούσαν σαν γυαλί, τη θεριεμένη του
κοιλιά απ’ την πείνα, το τσακισμένο του κορμί ανήμπορο απ’ τον πυρετό να κάνει
μάθημα στο σχολείο του, τους μαθητές του που σωριάζονταν μπροστά στον πίνακα
νηστικοί.
Ποιο το όφελος; Γιατί δούλεψε;
Τι κέρδισε;
Μια κουτσουρεμένη σύνταξη που σκορπάει με το πρώτο ψώνιο στο
μπακάλη; Που δε φτάνει για ένα τρίμμα ψίχα, για το φάρμακο της
πίεσης, τη ΔΕΗ, το νερό, τα χαράτσια, να τσοντάρει στον άνεργο γιο, να τυλώσει
τα εγγόνια μ’ ένα φελί μπακαλιάρο;
Και την ίδια ώρα Κροίσοι μόρτηδες,
Μήδοι σε κότερα, μεθυσμένοι επενδυτές, αιώνιοι χάφτες του δημοσίου χρήματος,
πορτοφολάδες αδίστακτοι, τρώνε τον
άμπακα και πίνουνε του σκασμού. Δίπλα τους αναλυτές με στενά κολάρα τους
αβαντάρουν, παίρνουν το ψωμί μας και ρίχνονται μαζί τους στο ψαχνό.
Πύργοι χάρτινοι τα όνειρά μας αλλά
και των παιδιών!
Τα δικά μας βγαλμένα από ταραγμένο νου και κείνων από
τρομαγμένη ψυχούλα!