Πλούσια τα αρχαιολογικά ευρήματα στο Χιλιομόδι Κορινθίας για το 2016, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν η ανακάλυψη, για πρώτη φορά in situ, οικοδομικών καταλοίπων της ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής, πλήθος νομισμάτων, αγγείων και κεραμικής, ένα γυναικείο ειδώλιο, ένα ανθεμωτό ακροκέραμο, μια επιζωγραφισμένη σίμη, καθώς κι ένα δίχωρο ταφικό υπέργειο μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, σπάνιο για την Κορινθία. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρει το ΥΠΠΟΑ, ολοκληρώθηκε, για τέταρτη συνεχή χρονιά, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, υπό την διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα. Στο πλαίσιο της έρευνας, συνεχίστηκε η διερεύνηση τμήματος της αρχαίας οδού που εντοπίστηκε το 2015, ενώ ταυτόχρονα διανοίχθηκαν και νέες ανασκαφικές τομές, οι οποίες σε συνδυασμό με τα καινούργια στοιχεία που προέκυψαν κατά την επιφανειακή και γεωφυσική έρευνα, συμπλήρωσαν κατά πολύ την τοπογραφία της αρχαίας Τενέας.
Μεταξύ άλλων αποκαλύφθηκαν, για πρώτη φορά in situ, οικοδομικά κατάλοιπα της αρχαίας πόλης, που παραπέμπουν στη δραστηριότητά της στους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Αναλυτικότερα, ανασκάφθηκε τμήμα εκτεταμένου κτιρίου με επιμέρους χώρους και πηγάδι. Σε έναν εξ αυτών εντοπίστηκαν αποθέσεις καύσης, τμήμα γυναικείου ειδωλίου, αγγεία και νομίσματα. Σε άλλο χώρο αποκαλύφθηκε μεγάλος αριθμός μαρμάρινων πυρήνων και σωρεία απολεπίσεων, μεταξύ των οποίων μαρμάρινο σπάραγμα αντίχειρα από άγαλμα φυσικού μεγέθους, ακέραιη πυξίδα, καθώς και άλλα χρηστικά αγγεία. Στον ανεσκαμμένο χώρο εντοπίστηκαν επίσης πλήθος νομισμάτων, ανθεμωτό ακροκέραμο, επιζωγραφισμένη σίμη και άφθονη κεραμική χρηστικών αγγείων.
Στην εγγύτητα του παραπάνω χώρου αποκαλύφθηκε δίχωρο ταφικό υπέργειο μνημείο ρωμαϊκών χρόνων, σπάνιο για την Κορινθία. Στο κυρίως χώρο του διαμορφώνονται στις τρεις πλευρές του πέντε κτιστοί τάφοι. Στο χώρο εισόδου εντοπίστηκαν ίχνη καύσης και παιδικές ταφές. Στο σύνολό του το μνημείο αποτελεί μια ιδιαίτερα επιμελημένη κατασκευή, επενδεδυμένη με κονίαμα, τόσο στο εσωτερικό της όσο και στο εξωτερικό της και με λιθόστρωτο δάπεδο στο οποίο τμηματικά διατηρείται επίστρωση κονιάματος. Η εξωτερική τοιχοποιία του μνημείου αποτελείται από δεύτερης χρήσης αρχιτεκτονικά μέλη ελληνιστικών χρόνων. Στον κυρίως χώρο αποκαλύφθηκαν ενταφιασμοί, αλλά και καύσεις πλούσια κτερισμένες, παρά την έντονη διατάραξή τους. Μεταξύ των ευρημάτων συγκαταλέγονται χάλκινα νομίσματα, χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας, οστέινα κοσμήματα κ.α. Εξωτερικά της νότιας θεμελίωσης του μνημείου παρατηρείται μεγάλη συγκέντρωση κεραμοσκεπών τάφων και εγχυτρισμών. Όλες οι παραπάνω ταφές είναι παιδικές, πλούσια κτερισμένες με λύχνους, αγγεία, γυάλινα μυροδοχεία, νομίσματα κ.α.
Βόρεια διαφαίνεται η συνέχεια του μνημείου το οποίο πιθανότατα να αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου συγκροτήματος, ενώ στα νότιά του, στο βάθος της θεμελίωσής του, αποκαλύφθηκε τμήμα πρωιμότερης κατασκευής από πώρινους δόμους, η διερεύνηση της οποίας δεν ολοκληρώθηκε.
Νοτιοανατολικά του μνημείου εντοπίστηκε πηγάδι με πώρινο περιστόμιο και αργολιθοδομή καθώς και υποδοχές κατάβασης. Το βάθος του φτάνει στα 15,30 μ όπου υπάρχει νερό.
Στον χώρο της αρχαίας οδού έγιναν τομές όπου αποκαλύφθηκαν τμήματα της υποδομής της και νομίσματα. Τέλος, από την επιφανειακή έρευνα εντοπίστηκε πλούσιο οικοδομικό υλικό μεταξύ των οποίων ένα κιονόκρανο, νομίσματα, επιζωγραφισμένες σίμες και κεραμική, προσδιορίζοντας με τον τρόπο αυτό σε μεγάλο πλέον βαθμό τον οικιστικό ιστό της πόλης. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώθηκαν και μέσω της εκτεταμένης διασκόπησης με γεωραντάρ.
Στην έρευνα συμμετείχαν και εκπαιδεύτηκαν εξήντα Έλληνες και ξένοι φοιτητές από αρχαιολογικές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, καθώς και του Πολυτεχνείου της Αθήνας.