Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Πού ‘ναι εκείνα τα ατίθασα παιδιά
της εποχής μου, που με το κεφάλι γουλί, γυμνές τις πατούσες, νηστικά και με
μπαλωμένα σκουτιά, φίλοι του ανέμου, παρασέρναμε μαζί του τη σκόνη στους
δρόμους της γειτονιάς; Καλή κακή αυτή
ήταν η ζωή μας. Στο σχολείο με το βούρδουλα, στο χωράφι με τα φίδια, στις αλάνες να παίζουμε γουρουνίτσα και αλαμπάρτζα.
Όσοι έτρωγαν τον περίδρομο, δεν
είχαν καμιά όρεξη να χορτάσουν κι εμάς μ’ ένα κομμάτι κόρα. Οι σιτευτοί μόσχοι
ήταν γι΄ αυτούς, τα γεμάτα πιάτα για το άσωτο στομάχι τους. Τους βλέπαμε απ΄ τα
παράθυρα να χώνουν τις μεγάλες κομματάρες στο στόμα τους και μας τρέχανε τα
σάλια. Δεκάξι χρονών κοκοράκια με τα << αυγά μας >> να μας σφίγγουν και να μας
γαργαλάνε, θέλαμε να φάμε, να λαδώσουμε
τη μηχανή μας, το βίο να βγάλουμε πέρα. Για να μην τους βλέπουμε κόβαμε δρόμο
να μουρνταρέψουμε, να δείξουμε το ζορμπαλίκι μας, να ψαχουλέψουμε ατίμως το
στήθος της συμμαθήτρίας μας μέσα από το ξεκούμπωτο μπλουζάκι.
Ο λόγος που φεύγαμε από τη γειτονιά
ήταν κι άλλος. Εκείνος των βιβλίων, που μας έκανε το κεφάλι κουρκούτι. Ο
Σοφοκλής, ο γερο Πλάτων και ο εφευρέτης του πυθαγορείου θεωρήματος, ρόγχοι
γίνονταν με τις ιδέες τους και μας έπνιγαν. Δυο σειρές μάθημα από το έργο τους
το ξεχνάγαμε πριν ακόμη ανοίξει τον κατάλογο ο καθηγητής. Τις λίγες αρχαίες
λέξεις που μας έβαζε να αναγνωρίσουμε ο φιλόλογος, τρομάζαμε να τις
μεταφράσουμε στη νεοελληνική.
Εγκαταλείπαμε το ευαγές πνευματικό
ίδρυμα και προθυμότατοι σκαρφαλώναμε στο κάστρο της πόλης. Στρωνόμαστε οκλαδόν
στην ντάπια του Ιουστινιανού, βγάζαμε από την πισωτσέπη την τράπουλα και το
ρίχναμε στο τριάντα ένα. Όσοι κερδίζαμε χαιρόμαστε με το κερδώο κεφάλαιο, όσοι
χάναμε συνερχόμαστε με το θρόισμα που
χάιδευε το ους μας το αεράκι των πεύκων.
Λίγο πριν τη δύση, κατεβαίναμε στο
στόμα της καταπακτής. Δίοδος στα έγκατα του κάστρου, κατέληγε στη θάλασσα.
Προχωρούσαμε στο σκοτεινό τούνελ σαν ερίφια στα δόντια του λύκου, Βαθύ σκοτάδι,
φωλιές όρνεων και άγριοι βράχοι διεστόλιζαν την υπόγεια σήραγγα. Στο αδύνατο
σημείο να προσπελάσουμε, επιστρέφαμε γεμάτοι γρατσουνιές και ματωμένα γόνατα. Ανατολικά
σ’ ένα μικρό ίσιωμα παραβγαίναμε στο άλμα. Μετά σ’ όλα τα μήκη του κάστρου
γελούσαμε, τραγουδούσαμε και τρέχαμε σαν ζαρκάδια. Ύστερα καταλήγαμε στο
μπαλκόνι πάνω από το σκούφο της πόλης. Εκεί από εποχής Αγαρηνών κανόνι φιλοτεχνημένο
κοιμόταν με την μπούκα του στραμμένης στο νότο. Το καβαλούσαμε και με φωνή Κολοκοτρωναίου στρατιώτη,
φωνάζαμε: << Μπουμ! Μπουμ! Αντίχριστοι σας φάγαμε! >> Σήμερα με το μαχαίρι στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο, άλλο θα φωνάζαμε: <<
Αγαρηνοί Χαρδούβελοι, άει σιχτίρ
σαλίγκαροι! >>
Δρόμο μετά για τον άθλιο κοιτώνα
μας. Ο κουρσάρος Οδυσσέας μας περίμενε εκεί να τον ελευθερώσουμε από τη
φυλακή της Καλυψώς, ο φονιάς Αίγισθος να τον αθωώσουμε. Μια Αγγελική ύστερα τρύπωνε στον ύπνο μας. Καθισμένη στην
πλατανόβρυση, το θεό του ύπνου μας έστελνε, άδοντας να μας πει: << Όντας
αργήσω να σας δω στέκομαι μαραμένη κι όπου κι αν στέκω μοναχή η μοναξιά με
δέρνει >>.