Δεν υπάρχει πλέον αμφιβολία ότι η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου
Μνημονίου εξελίσσεται σε φιάσκο.
Ενα φιάσκο του οποίου το κόστος είναι
ήδη εμφανές: θα το ονομάζαμε «τέταρτο Μνημόνιο», αν δεν ήταν κάτι χειρότερο.
Στην καλύτερη περίπτωση και για να κλείσει την αξιολόγηση, η
κυβέρνηση καλείται πλέον να νομοθετήσει προκαταβολικά μια σειρά
δεσμεύσεων που θα ισχύουν μετά το πέρας του τρίτου Μνημονίου. Δηλαδή
μετά το καλοκαίρι του 2018.
Στην ουσία καλείται να αποδεχθεί ένα νέο πρόγραμμα, το οποίο σε
σύγκριση με τα προηγούμενα θα περιλαμβάνει μεν δεσμεύσεις αλλά όχι
χρήματα.
Αυτό και μόνο αυτό συμφώνησε το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας: τη σύναψη και νομοθέτηση ενός τέτοιου προγράμματος.
Το περιεχόμενό του θα προσδιοριστεί στις διαπραγματεύσεις που θα
ξεκινήσουν με την έλευση του κουαρτέτου στην Αθήνα αλλά είναι άδηλο πότε
θα ολοκληρωθούν.
Απρίλιο; Ιούνιο; Σεπτέμβριο; Το ματς απλώς πήγε στην παράταση.
Με άλλα λόγια, η ελληνική πλευρά αποδέχτηκε προκαταβολικά να
συμφωνήσει σε κάτι που δεν έχει ακόμη προσδιοριστεί - δεν το λες και
επιτυχία!..
Το φιάσκο αυτό έχει τριπλή αιτία.
Πρώτον, την απώλεια χρόνου. Σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του τρίτου Μνημονίου, η αξιολόγηση έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί πριν από 12 μήνες. Φεβρουάριο 2016.
Επεσαν έξω. Αποτέλεσμα;
Αφενός ανέβηκε ο λογαριασμός συσσωρεύοντας όλο και περισσότερες
απαιτήσεις των δανειστών. Υπενθυμίζω ότι πέρυσι, τέτοια εποχή, κανείς
δεν μιλούσε για 3,6 δισ. προληπτικά μέτρα.
Αφετέρου έμπλεξε η αξιολόγηση με τον ευρωπαϊκό εκλογικό κύκλο του 2017 και την προεδρία Τραμπ. Κάτι που δεν διευκολύνει τους συμβιβασμούς, σε αντίθεση με μια αρχική αλλά αβάσιμη εκτίμηση της κυβέρνησης.
Δεύτερον, την ανόητη επιδίωξη για απομάκρυνση του ΔΝΤ από το πρόγραμμα.
Ανόητη όχι μόνο επειδή οι βασικότερες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν θα αποδέχονταν ποτέ ένα πρόγραμμα χωρίς ΔΝΤ - το είπαν άλλωστε σε όλους τους τόνους...
Αλλά και επειδή η Ελλάδα είχε κάθε συμφέρον από την παραμονή του αν
μπορούσε να το καταστήσει σύμμαχό της. Προτίμησε να συγκρουστεί μαζί
του ελπίζοντας ότι έτσι θα μπορούσε να διαχειριστεί ευκολότερα το
εσωτερικό πολιτικό κόστος του προγράμματος.
Αποτέλεσμα; ΔΝΤ και Ευρωπαίοι τα βρήκαν εις βάρος της Ελλάδας. Μέρκελ και Λαγκάρντ συμφώνησαν. Και η Ελλάδα υποχρεούται τώρα να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του ΔΝΤ ώστε να παραμείνει στο πρόγραμμα.
Τρίτον, την εγγενή ανικανότητα της κυβέρνησης να αξιολογήσει ορθά παράγοντες, διαδικασίες και συσχετισμούς στην Ευρώπη.
Η διακυβέρνηση Τσίπρα γεννήθηκε με αυταπάτες και θνήσκει με ψευδαισθήσεις.
Στηρίχτηκε σε αδύναμους πυλώνες (όπως η Κομισιόν), πόνταρε σε απερχόμενες ηγεσίες (όπως ο Φρανσουά Ολάντ) και ήλπισε σε ανακατατάξεις (όπως η «αριστερή στροφή της σοσιαλδημοκρατίας») που ουδέποτε προέκυψαν ή εξαντλήθηκαν στα προφορικά.
Ουσιαστικά και κυρίως μετά το Brexit, η κυβέρνηση πόνταρε σε μια ευρωπαϊκή κρίση που θα της έδινε χώρο και χρόνο.
Επεσε έξω. Για έναν πολύ απλό λόγο: τη στιγμή της δοκιμασίας, οι σοβαροί οργανισμοί αναδιπλώνονται και οργανώνουν την άμυνά τους. Ούτε ανοίγονται ούτε ρισκάρουν.
Γι' αυτούς τους τρεις λόγους, η αξιολόγηση εξελίχθηκε σε φιάσκο.
Κυρίως όμως η κυβέρνηση έπεσε θύμα του εαυτού της ή καλύτερα της κρυφής ελπίδας ότι «μπορεί να τη βγάλει καθαρή» αρκεί να κοροϊδεύει και τους μέσα και τους έξω.
Της πεποίθησης δηλαδή ότι η διακυβέρνηση του τόπου δεν είναι παρά μια διαρκής φιγούρα που δεν ελέγχεται από δεσμεύσεις, ούτε από αποτελέσματα.
Οτι δεν υπάρχει κάποια πραγματικότητα αλλά μια διαρκώς μεταβαλλόμενη εικόνα που διαμορφώνεται από όποιον ελέγχει κανάλια ή εφημερίδες.
Συνολικά, δηλαδή, δεν είναι μόνο το φιάσκο μιας πολιτικής που ζούμε
αλλά το φιάσκο μιας αντίληψης για την πολιτική. Το οποίο μπορεί να
αποδειχθεί γόνιμο και παιδαγωγικό ακόμη και για εκείνους που το
υπέστησαν.
Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι θα κάνουν τον κόπο να κοιταχτούν στον καθρέφτη - που λέει και ο υπουργός Παππάς...
Γ. Πρετεντέρης-ΤΟ ΒΗΜΑ