Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Με μια δέσποινα σκέψη θα κοιτάξω να δώσω μια κάποια έννοια της ζωής,
της ψυχής και του έργου του ποιητή, έννοια της ποιητικής του αξίας και της
κοινωνικής του επιρροής.
Το κύριο μέλημά του είναι η μουσική
του στίχου του να θέλξει την ακοή. Σκοπός του να δημιουργήσει μια μουσική
αίσθηση που ν’ αποκαλύπτει τ’ όνειρο σε μια
εξωπραγματική λειτουργία του. Και το πετυχαίνει κάνοντας ζωντανή τέχνη,
ακολουθώντας τους εξελικτικούς νόμους της ζωής που τους καταγράφει. Χειροκροτεί
με την ποίησή του το θρίαμβο του ανθρώπου κι όχι την αυτοκαταστροφή του.
Χαλυβδώνει την έφεσή του για ελευθερία και κρούει παιάνες αντίστασης με
εγερτήριο σάλπισμα ενάντια στην άβυσσο του νου. Ξέρει να μας δίνει την έκφραση για κάτι που το ζήσαμε κι εμείς
αλλά δε βρίσκουμε λόγια για να το πούμε. Αυτός ο πολύ απλός, ο πολύ μαγικός άνθρωπος
ποιητής, ο έντονα κοινωνικός, δραματικός και ερωτικός, δεν είναι της εποχής του
ποιητής αλλά είναι ο ίδιος η εποχή του. Ένας παθιασμένος χωρίς να είναι μονήρης
ούτε ερημωμένος, ζει λιτά, περπατά παρέα με τη θέλησή του, βλέπει, παρατηρεί
και καταγράφει.
Καταγράφει και γράφει όντας
πνευματικός πρίγκιπας, αντλώντας έμπνευση από το λαό και διακλαδίζοντας τη
θέλησή του σ΄ αυτόν, ντύνοντάς τον με την ποιητική ομορφιά του. Ταπεινός, χωρίς
αλαλαγμούς θριάμβου, γράφει και όλο γράφει. Μόνο σταματά όταν πρέπει για να
αναλυθεί σε λυγμούς για την καταστροφή που βλέπει να επέρχεται αλλά και πάλι
ορθώνεται για να συνεχίσει να μελώνει με
τη << γλώσσα μέσα στη γλώσσα >> τους στίχους του. Συνάζει όλο του το φωτισμένο πνεύμα, το
χρήζει οδηγό του και με συνεργό το Σωκρατικό δαιμόνιο που έχει μέσα του μετουσιώνει
τη διανοητική σύλληψή του σε ποιητική,
εν ολίγοις, περαίνει δι’ ελέου και φόβου την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.
Η ποίησή του έχει κίνηση,
ζωντάνια, πλουραλισμό σκέψης, πικρή ειρωνεία. Τα ποιήματά του έχουν ένα προσόν,
την ιδεολογική καθολικότητα. Το δράμα του αδικημένου, την εξαθλίωση του φτωχού,
τη γύμνια του σκαφτιά, τον πόνο του ξεριζωμένου, του πεινασμένου, του ανέστιου
και του σακατεμένου. Εγείρει φωνή διαμαρτυρίας
για τους χαμένους στα τρίστρατα τα σκοτεινά, επιθέματα οργής
εξακοντίζει σε δολοφόνους που στήνουν
Άουσβιτς και φυλακές.
Ο χυμώδης ιστός της ποίησής του
θέλγει. Αναδύει αρώματα ελληνικά, άλλοτε της Τριφυλιακής γης, άλλοτε ολάκερης της
Μεσσηνίας, μοσχοβολάει απλή ζωή, ιδρωμένο πουκάμισο και μέταλλο ατσαλωμένου
ξιναριού. Επίσης αναδύει ιώδιο μιας ερωμένης θάλασσας, άρωμα γυναίκας, οσμές
μεθυστικές από κόρφους παρθένων αβύζαχτους και γαλακτερούς. Ο λόγος του
περίτεχνος, ζυμωμένος από σκέψη και βίωμα. Ο ίδιος ακριβολόγος του στίχου τον
προσέχει όπως ο νευρολόγος που χειρουργεί τους νευρώνες. Ουσιαστικός, στείρος του περιττού,
ασυγκίνητος σε στολίδια, πεζογραφικός ελάχιστα, ιερουργός της τρυφεράδας,
εχθρός του μάταιου λυρισμού, τραγικός αλλά και με γελούμενη ειρωνεία. Με
άφταστες αναλαμπές, με έντονα ξεσκεπάσματα της ματαιοδοξίας βιτσίζει την κακή
πίστη, ακρωτηριάζει τις ανάπηρες προλήψεις. Είναι ο ιδανικός εραστής ποιητής, ο
κήρυξ των αρετών και των αξιών.
Σ’ ένα χαρακτηρισμό του, είσαι: << όμοιος
εαυτώ >> γι’ αυτό γράφεις ποίηση που είναι ουσία, απάντησε με μια πρόταση
διεισδυτική σαν την εγγλέζικη ομίχλη:
<< Χαρακτηρίζω την ποίηση σαν έξαρση. Το λέει και ο Πόε στις << Αρχές του >>.
Πιστεύει στην έξαρση. Γι’ αυτό
έτσι μ’ αυτή λειτουργεί και η ποιητική του. Αντλεί εκ βαθέων τα υλικά της και ο
ποιητής τα ζυμώνει με φως, καημό και πόνο, ποτίζοντάς τα με το δάκρυ του.
Ύστερα τα λιώνει στην υψικάμινο της τέχνης του και τα μετουσιώνει. Χτίζει έτσι
λόγο κόσμιο, στίχο ανεξίτηλο, χρυσοφόρο.
Δείγμα γραφής: << Λένε
>>. Λένε, πως όταν πίνεις, οι
καημοί ξεχνιούνται/ πως ξαλαφρώνει η καρδιά κι ο νους/ μα εγώ πιστεύω πιότερο
πως τυραννιούνται/ γιατ’ η θολούρα βγάζει πάντοτε ναυαγούς/. Αντάμα με τη μοίρα σου γυρίζεις, μα εκείνη/
αλλού το σώμα της και τα φιλιά μοιράζει/ τα μάγια που έστησε ποτέ δε λύνει/
κακούργους εφιάλτες στη ζωή σου ετοιμάζει/.
Το πρωινό που καρτερείς αργεί
ακόμα/ σκλάβος θα σέρνεσαι μες τη
χαμοζωή/ φαρμάκι σου ‘δωσε στ’ ανέγγιχτό
σου στόμα/ και σ’ άνοιξε αγιάτρευτη πληγή/.
Λένε, πως όταν πίνεις, κάτι μέσα
σου αλλάζει/. Μη δοκιμάσεις άκου φίλε
μου και μένα/ ο πόνος που μας πίκρανε- πικρότερο μαράζι- θα μένει πάντοτε για
σένα και για μένα/.
Ποίημα υψηλής πνοής, αριστούργημα.
Τέτοια ποιήματα δε γράφονται εύκολα. Τυχερή η ποίηση που το απόχτησε. Στίχος μελωδικά λυγερός, τρυφερός, γλυκός,
στίχος σφιχτοδεμένος σαν δαχτυλίδι και σκληρός σαν πετρένιο ανάγλυφο. Ποίηση
σαν ένα χοντρό κουδούνισμα, άξια της υψηλής στιχουργίας, ένας εκφραστικός και
ρητορικός λυρισμός που γίνεται υπονοητικός και συμβολικός.
Άλλο δείγμα γραφής: << Ελευσίνα sos >>. Σα
βγεις για το Θριάσιο πεδίο/ μην
περιμένεις ν’ ανταμώσεις/ τη Δήμητρα ή την Περσεφόνη/ μήτε λουλουδιασμένους κάμπους/. Σκόνη μονάχα πλούσια και αιθαλομίχλη/ θα δουν
τα μάτια σου, τέτοια/, που στον ορίζοντα ούτε του Ξέρξη οι στρατιές/ οι
πεζοπόρες δε σηκώσαν στον ουρανό της Ελευσίνας/. Χτικιάρικους θα δεις πολεμιστές μονάχα/ που
για το μεροκάματο του τρόμου/ παλεύουν μια ζωή δίχως ανάσα/. Κι αν σου περάσει από το νου/ των παιδικών
σου χρόνων κάποια εικόνα/ για Μύστες και
για Σίβυλλες/ έχεις μεγάλο λάθος καμωμένο…/
Η Ελευσίνα αλώθηκε από τα γένη των Ελλήνων/ κι όμοια δεν είδε συμφορά σημάδι του θανάτου/ άλλος κανένας τόπος/. Σα
βγεις για το Θριάσιο πεδίο/ να καταριέσαι τη στιγμή που τόλμησες να
φτάσεις/. Θάλασσα, γη και ουρανός
καίγονται σα λαμπάδα/ κι όλα τριγύρω αγκομαχούν και τη στερνή βογκάει η γη να
βγάλει ανάσα…/
Πίστη στη ζωή και η αξιοποίηση του
ανθρώπου τα ιδανικά του ποιητή. Κέντρο της μεγάλη του τέχνης είναι ο άνθρωπος. Ο χαμένος αρχαίος κόσμος, ο χρυσούς
αιώνας του Περικλή, η ευρωστία του πνεύματος της αναγεννησιακής εκείνης εποχής
τον κάνουν να νιώθει ερημίτης με την έλλειψή τους και στήνει το κοινωνικό τους
περιβάλλον με το χρυσό του στίχο για να τα επαναφέρει στη ζωή και να τους δώσει
την αίσθηση στον παρόν!
Ο VALERY ορίζει την ποίηση σαν << μια γλώσσα μέσα στη
γλώσσα >>, μέσα δηλαδή στο γενικό κώδικα επικοινωνίας των ανθρώπων που
χρησιμοποιούν αυτό τον κώδικα, ( που μιλούν αυτή τη γλώσσα ). Η γλώσσα της
ποίησης μας εισάγει σε διαφορετικό κόσμο. Εννοείται πως κάθε γλώσσα έτσι και η
γλώσσα της ποίησης για να λειτουργήσει απαιτεί μια οικείωση, μια εκμάθηση. Αυτό προϋποθέτει δουλειά τόσο για τον ποιητή
αλλά και για τον αναγνώστη. Δουλειά λοιπόν κι όχι στο ρομαντικό μύθο του <<
εμπνευσμένου ποιητή >>. Δεν αρνείται την έμπνευση όμως το ποίημα δε
γίνεται με στιγμές θείες αλλά με
συνειδητή σκληρή δουλειά. Αυτό γκρεμίζει
και την άποψη του Πλάτωνα που θέλει ο δημιουργός να έχει μέσα του τη <<
θεία μανία >>. Ο ποιητής λοιπόν πρέπει να δουλέψει για να γράψει καλά. Κι
αυτό κάνει ο Κώστας Καπελούζος. Δουλεύει και ξαναδουλεύει τα ποιήματά του γιατί
πιστεύει πως ένα τελειωμένο ποίημα είναι απλώς ένα εγκαταλειμμένο ποίημα.
Θαυμάζεις στον ποιητή τη φυσική
γλώσσα την ομιλουμένη γλώσσα, πλούσια σε αριθμό ιδεών. Η ποίηση δε γεννιέται ούτε με ιδέες, ούτε με
συναισθήματα. Γίνεται με λέξεις. Κι αυτό το ξέρει καλά. Υποχρεωμένος να
δημιουργήσει το άριστο, επιλέγει εκείνες που το νόημά τους είναι πλούσιο με
συμβολική και ψυχική λογική.
Γράφει στη συλλογή, << Της πατρίδας μου >>,
Αγριλιώτικες εικόνες: Είχε φωτίσει για
καλά κι εκεί στο μόλο/, είχανε δέσει οι ψαρόβαρκες και ξεψαρίζαν/. Καλή ψαριά, μα τα γλαρόνια κλαψουρίζαν/,
φέρνοντας βόλτες στον ουράνιο το θόλο/.
Είχε φωτίσει για καλά και στην μπαράκα/ πίνανε τον καφέ τον πρωινό οι θεριακλήδες/. Φυσούσε ο μπάτης και στα δυο τα πάρκα/
πέφτανε πρόσχαρες του ήλιου οι χρυσαχτίδες/.
Δίπλα στον Λάμπρο Πορφύρα, τον Αργύρη Εφταλιώτη,
τον Παπατσώνη η θέση του. Να καμαρώνει η Νεοελληνική Λογοτεχνία που τον έχει
στις τάξεις της. Νομιμοποιημένος ποιητής με την αξία του, την τίμια και
ευσυνείδητη δουλειά του κοσμείται επαξίως με τον τίτλο << ιδανικός
φιλολογικός εραστής του στίχου >> και είναι καύχημα για την πνευματική
ζωή της πατρίδας μας.
Εν μέλλοντι χρόνω που ο φλύαρος
χρόνος θα συνεχίζει να έχει τις μέλισσες από ήλεκτρο και τους ολόχρυσους
κύαθους στα σπλάχνα των Μουσείων, η ποίηση
του Κώστα Καπελούζου αιωρούμενη
πάνω από την Ελλαδική γη και τη Μεσσηνιακή, χάδι τρυφερό θα σκορπίζει στις
δαρμένες ψυχές και στις ρυτιδωμένες παρειές των αναγνωστών. Χάδι που σαν
τραγούδι του Ορφέα θα τους συνοδεύει για να μη νιώθουν λησμονημένοι ερημίτες
που οδεύουν στο χάος και στη λήθη.