Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Εφτά χρόνια τώρα, πάθαμε της
ψυχής μας τον τάραχο. Δεινός ο
καπιταλισμός με το μαχαίρι στο κόκαλο μας έβαλε να υπογράψουμε
μπουγιουρντί να πληρώνουμε τα φύκια μεταξωτές κορδέλες και το μπαχάρι μαύρο
χαβιάρι. Έτσι ό,τι δανειζόμαστε το τρώμε, στη χόβολη της ανέχειας πέφτουμε και
περνάμε τις μέρες μας, ριγμένοι στη θράκα σαν το σάλιγκα να περιμένουμε το
ψήσιμό μας.
Οι δράκαινες αγορές δε μας
στέρησαν μόνο το τριμμένο κοντοπόλκι αλλά και τη μακαρονάδα. Πάει η εποχή που η παινεμένη Γραικία χόρταινε μ’
αυτή και την πέτσωνε, στέλνοντας στο διάβολο τη φτώχεια.
Με τον καιρό την ξεχάσαμε, γίναμε
καυσαεριούχοι της πόλης, φωλιάσαμε σαν τα κουνάβια σε σαλόνια ακριβά, όπως οι
μπελέχαροι ποντικοί και ροκανίζαμε λουκάνικα και ολλανδέζικο τυρί. Και τώρα που η κρίση μας τη στέρησε, το φλερτ
αρχίσαμε πάλι μαζί της. Δε συγκινιέται αυτή, φεύγει, στο πιάτο μας δεν μπαίνει
και το πιρούνι μας μένει ορφανό. Ποιος να συμμαζέψει τα σάλια μας; Ρέουν,
μουντζώνουμε το Σόιμπλε, ρίχνουμε γαμοσταυρούς στα δικά μας πολιτικά φακλάνια
αλλά το μακαρόνι το καμένο με το λίπος του γουρουνιού, το πασπατεμένο με
μυζήθρα, μακαρονάδα δε γίνεται, χάνεται
στο στόμα του ντόπιου και ξένου παμχάφτικου καπιταλισμού και γίνεται
μπουχός.
Μας ζήλεψαν φαίνεται η Κάνγκελα και η παρέα της και μας την πήραν.
Αυτοί δεν ξέρουν καν να καταπιούν. Κοιτάτε ένα βόρειο πάνω από το πιάτο που
‘ναι αντιμέτωπος με τη μακαρονάδα. Τον φοβίζει, τη βλέπει ξιπασμένη, μια αρμάδα
από λευκά σκουλήκια, ένα κωμικό θέαμα από
κεραίες που κουνιούνται. Φοβάται ν’
αρχίσει τις πιρουνιές νομίζει πως θα του κάτσουν στο λαιμό. Τρέμει μη
λερωθεί, υποβάλλεται σε καψώνι να κρατά άδειο το πιρούνι, προτιμάει ν’ ανοίξει η γη και να τον καταπιεί παρά να τα
μασήσει.
Ο Έλληνας την απολαμβάνει.
Γεμίζει γρήγορα τις πιρουνιές, τις σηκώνει, τις κοιτάζει και τις καταπίνει. Το
πιάτο αδειάζει στο λεπτό, χείλη, σαγόνι, γλώσσα και ό,τι άλλο χρειαστεί
συμμετέχουν ενεργά στην πανδαισία. Τη νιώθει που την τρώει, γιατί είναι νότιος
μακαρονάς και σιχαίνεται τα βόρεια γουρουνίσια κότσια. Η μακαρονάδα είναι γι’
αυτόν πολιτισμός, το κότσι το λιπαρό επέλαση βάρβαρη στον ουρανίσκο.
Μικροί Θεούληδες στους πίσω
καιρούς, με μια μακαρονάδα το βράδυ στο τραπέζι, τη βγάζαμε φίνα. Χαιρόταν ο
πατέρας, << φάτε >> μας έλεγε << μπορεί στο μέλλον Ιούδες και
Πηλιογούσηδες Έλληνες και Ευρωπαίοι να σας τη στερήσουν. Εσείς να μην το βάλετε κάτω, να τη
διεκδικήσετε με υψωμένη τη γροθιά. Για τούτο το φαϊ έρεψα στις εξορίες και στις
φυλακές >>.
Μας το έλεγε και ήταν άκουρος
και αξούριστος. Αγωνιστής, πένης, ένας αρχάγγελος της δικαιοσύνης. Βγήκε
προφητικός. Κάτι ψωριασμένοι και ημίγυμνοι τιποτάκηδες του παμχάφτικου
καπιταλισμού μας πήραν το φαϊ. Είναι οι βδελυροί μας πολιτικοί, οι σταυρωτήδες
δανειστές και οι βασανιστές μας.