Επαναφορά στην κανονικότητα και την ορθή - νομικά - λογική, διατάσσει απόφαση του συμβουλίου επικρατείας που εκδόθηκε στα τέλη του περασμένου χρόνου και δημοσιοποιήθηκε στις αρχές του 2017.
Η απόφαση αυτή αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα όπως επικράτησαν στα χρόνια της κρίσης και επέβαλλαν στον φορολογούμενο ουσιαστικά να πρέπει να αποδείξει πως δεν είναι φοροφυγάς, δηλαδή να φέρει εκείνος το βάτος της απόδειξης.
Αυτό ουσιαστικά ανέστρεφε τη βασική νομική αρχή πως το βάρος της απόδειξης το φέρει - πάντα- η κατηγορούσα αρχή. Δηλαδή το κράτος. Αυτή η αντεστραμμένη λογική (καταπάτηση του τεκμηρίου αθωότητας επι της ουσίας) οδηγούσε στον παραλογισμό χιλιάδες φορολογούμενους να πρέπει να αποδείξουν πως δεν είναι ελέφαντες, δηλαδή εκ προοιμίου φοροφυγάδες.
Η απόφαση αυτή αλλάζει σημαντικά τα δεδομένα όπως επικράτησαν στα χρόνια της κρίσης και επέβαλλαν στον φορολογούμενο ουσιαστικά να πρέπει να αποδείξει πως δεν είναι φοροφυγάς, δηλαδή να φέρει εκείνος το βάτος της απόδειξης.
Αυτό ουσιαστικά ανέστρεφε τη βασική νομική αρχή πως το βάρος της απόδειξης το φέρει - πάντα- η κατηγορούσα αρχή. Δηλαδή το κράτος. Αυτή η αντεστραμμένη λογική (καταπάτηση του τεκμηρίου αθωότητας επι της ουσίας) οδηγούσε στον παραλογισμό χιλιάδες φορολογούμενους να πρέπει να αποδείξουν πως δεν είναι ελέφαντες, δηλαδή εκ προοιμίου φοροφυγάδες.
Η απόφαση
Η απόφαση του β' τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέρει ουσιαστικά πως είναι Ευθύνη του ΣΔΟΕ εν προκειμένω (γενικότερα της φορολογικής αρχής) να αποδεικνύει ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει φοροδιαφύγει προκειμένου εν συνεχεία να του επιβληθεί πρόστιμο. Εάν η φορολογική αρχή, δεν αποδείξει ότι τα επίμαχα αποκρυφθέντα ποσά προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος, τότε τα όποια πρόστιμα ακυρώνονται.
Η απόφαση του β' τμήματος του Συμβουλίου Επικρατείας αναφέρει ουσιαστικά πως είναι Ευθύνη του ΣΔΟΕ εν προκειμένω (γενικότερα της φορολογικής αρχής) να αποδεικνύει ότι ο ελεύθερος επαγγελματίας έχει φοροδιαφύγει προκειμένου εν συνεχεία να του επιβληθεί πρόστιμο. Εάν η φορολογική αρχή, δεν αποδείξει ότι τα επίμαχα αποκρυφθέντα ποσά προέρχονται από την άσκηση του επαγγέλματος, τότε τα όποια πρόστιμα ακυρώνονται.
Η φορολογική αρχή "πρέπει, ιδίως, να
διαπιστώσει, κατά τρόπο αρκούντως τεκμηριωμένο (ακόμα και με έμμεσες
αποδείξεις), ότι ο επιτηδευματίας εισέπραξε το επίμαχο ποσό ως αμοιβή
για την παροχή υπηρεσιών, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του
δραστηριότητας", αναφέρεται στην απόφαση του ΣτΕ και διευκρινίζεται ότι
εάν η φορολογική αρχή δεν προβεί σε τεκμηριωμένη κρίση αλλά "απλώς
θεωρεί ότι πρόκειται για περιουσιακή προσαύξηση άγνωστης προέλευσης
(επομένως, δυνάμενη να προέρχεται και από πηγή ή αιτία μη αναγόμενη στην
άσκηση ελευθέριου επαγγέλματος) και, συνακόλουθα, βάσει των διατάξεων
του άρθρου 48 παρ. 3 του ΚΦΕ, για εισόδημα από υπηρεσίες ελευθέριων
επαγγελμάτων”, τότε στην περίπτωση αυτή δεν ανταποκρίνεται στο βάρος της
απόδειξης όπως έχει την υποχρέωση και τα πρόστιμα ακυρώνονται.
Στο ΣτΕ προσέφυγε δικηγόρος στον οποίο
επιβλήθηκαν πρόστιμα ύψους 634.178 ευρώ λόγω μη έκδοσης αποδείξεων
παροχής υπηρεσιών κατά τα έτη 2001 - 2009. Τα πρόστιμα επιβλήθηκαν
έπειτα από έλεγχο του ΣΔΟΕ, από τον οποίο προέκυψε ότι οι τραπεζικές του
καταθέσεις υπερέβαιναν τα δηλωθέντα εισοδήματά του.
Οι φορολογικές αρχές θεώρησαν ότι τα
επίμαχα ποσά, τα οποία υπερέβαιναν αυτά που αναγράφονταν στα δελτία
παροχής υπηρεσιών, αποτελούσαν αποκρυβείσα αμοιβή που εισέπραξε για "την
υπ’ αυτού παροχή υπηρεσιών στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του".
Ο δικηγόρος προσέφυγε αρχικά στο
Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, το οποίο μείωσε τα πρόστιμα στις 316.554
ευρώ, και εν συνεχεία στο ΣτΕ. Μετά την επίμαχη απόφαση του Β΄ Τμήματος
που τον δικαίωσε, τα πρόστιμα ακυρώθηκαν.