Του
Παν. Αντωνόπουλου
--- Τέσσερις μήνες δάσκαλος! και δεν τ’
αντέχεις το χωριό, λες λεβέντη μου. Αμ
ρώτα κι εμάς που θα μείνουμε εδώ ώσπου να μπούμε στο λάκκο μας!
Είπε αυτά ο Θανάσης ο κινητός
εμποράκος και γέλασε μ’ ένα σπαρταριστό
γέλιο.
--- Άσ’ το παιδί, Σάκη, μίλα του πιο
γκαρδιακά γιατ’ έχει δίκιο. Δε βαστιέται άλλο αυτή η ζωή εδώ! Καλά το λέει!
είπε τώρα ο Αλέκος ο ψάλτης και τεντώθηκε στην καρέκλα του σαν ανώτατος
δικαστικός.
Η Κούλα η καφετζού χαμογέλασε. Ο νους
της άναψε για κουβέντα.
Άφησε
τον πάγκο και κάθισε στο τραπέζι. Τα κατακόκκινα μάγουλά της είχαν λαμπαδιάσει
γιατί τα ‘χε τσούξει. Ήταν όμορφη και νέα. Θαμμένη όμως πίσω από το παράθυρο να
τραβάει το μπερντεδάκι, ήξερε τι εστί ζωή σε χωριό άψυχο σαν γρανίτης. Και είπε
σιγαλά και με στοχασμό:
--- Είναι νέος, γραμματισμένος με
κουρδισμένη καρδιά από αόρατη δύναμη να δείχνει τη σοφία στα παιδιά και να τους
μαθαίνει να θαυμάζουν τον Αυγερινό και να σιχαίνονται την Άβυσσο. Όμως εδώ που
ήρθε χαντακώθηκε, η νιότη του λαβώνεται και η σοφία του μαραίνεται. Τόπος είναι
αυτός για ένα τέτοιο πριγκιπόπουλο που το βλέμμα του σταλάζει ανάλαφρη την
αφτέρουγη Νίκη! Κι αν αγαπάει; Τι τον κρατάει εδώ!
Καυτή η ανάσα της έπεσε πάνω μου.
Θάρρεψα και είπα:
--- Δε λέω… καλό το χωριό, αλλά να, τρεις μέρες τώρα κάνει κατακλυσμό, ο
ουρανός και η γη έσμιξαν, ο φουσκωμένος χείμαρρος γκρέμισε το γεφύρι, ο δρόμος
έκλεισε και αύριο είναι παραμονή Χριστουγέννων. Πώς θα πάω σπίτι μου;
Είχε σουρουπώσει. Η Κούλα σηκώθηκε ν’
ανάψει το φως και οι τρεις μας τραβηχτήκαμε κοντά στο παράθυρο να δούμε τη βροχή. Αυτή αγρίεψε λες και ήθελε να βουλιάξει τον
κόσμο. Τότε ο ψαλτάκος του χωριού αναστέναξε και είπε με βροντηχτή φωνή:
---
Πού να πάει με τέτοιο τρόμο ο δάσκαλος! Δίκιο έχει! Θάνατος είναι το
χωριό μας και εδώ που ήρθε κακώς ήρθε! Στο μέρος μας ούτε ο διάβολος δε
ζυγώνει!
Ο εμποράκος άπλωσε το δεξί του πόδι στο
σκαμνί και κοιτώντας για λίγο την Κούλα που ερχόταν χορεύοντας, μου είπε με τη φωνή
του βραχνή:
--- Περνάς δυσκολίες, δάσκαλε! Αλλά και το
ψωμί δε βγαίνει έτσι! Δεν είσαι γιος προύχοντα, υπομονή.
Ήρθε η Κούλα μ’ ένα κλαδί βασιλικό στ’ αυτί
και με το κατρούτσο γεμάτο κρασί. Κάθισε. Έξω η φύση κολυμπούσε σαν γοργόνα
μέσα στο νερό.
--- Κακόμοιρο παιδί! μου ψιθύρισε. Σε καταλαβαίνω. Φουρτούνα η καρδιά σου
τσακίζει καράβια! Μπορεί να φτιαχτεί το γεφύρι και να φύγεις!
Οι άλλοι γέλασαν με γέλιο σκληρό.
--- Αδύνατον! ψέλλισε ο ψάλτης.
--- Όταν γκρεμίζεται αργεί να στερεώσει,
συμπλήρωσε ο εμποράκος.
--- Τότε σαν δε φύγει ο δάσκαλος να κανονίσουμε
τα Χριστούγεννα να τον πάρουμε στο σπίτι του κάποιος. Είναι αμαρτία να τον βρει
μαγκούφη η γέννηση του θείου βρέφους.
Οι άλλοι δύο δεν απάντησαν. Κοίταζαν έξω.
Έδειχναν να θρηνούν θυμωμένοι την καταστροφική νεροποντή. Μετά από λίγο
σηκώθηκαν και αφού καληνύχτισαν, διπλώθηκαν στα χοντρά τους πανωφόρια κι
έφυγαν.
Η καφετζού με είδε που με αφήσανε μόνο και
τράβηξε την καρέκλα της κοντά μου. Είπα θα με έπαιρνε στην αγκαλιά της.
--- Κάνε υπομονή, δάσκαλε! Σε τούτο το
χωριό και οι πιο δυνατοί αντρακλάδες λυγίζουνε. Βγες αύριο μια βόλτα στις αυλές
να δεις τις γυναίκες να ξεφουρνίζουν τις χριστοκουλούρες να γιατρευτείς από τη
μοναξιά σου! Τι άλλο να σου πω. Για τα
Χριστούγεννα δε σου λέω. Έχει ο παππούς μου τα μάτια του κλειστά μέρες τώρα και
τον περιμένουμε. Μπορεί να ‘χουμε κηδεία τη μέρα της Γέννησης.
Έκανε το σταυρό της, ζέστανε τις παλάμες
της κοντά στο στόμα της και μ’ άφησε πηγαίνοντας στον πάγκο της.
Κοίταξα έξω. Ίσκιοι μετεωρίζονταν στον
αέρα, κύματα νερού σαν κουρελιασμένες άσπρες σημαίες έπεφταν στη γη. Δυνατά
μπουμπουνητά τράνταζαν τον ουρανό, αστραπές σε σχήματα φιδιών φώτιζαν το
σκοτεινό ορίζοντα. Μέσα μου μια αγιοσύνη πάλευε να με ημερέψει και να με
στείλει καβαλάρη σαν τον Αι- Γιώργη να σκοτώσω το δράκο που παραμόνευε στους
τέσσερις τοίχους του σχολείου, που ήταν και το κατάλυμά μου.
= = =
Τα Χριστούγεννα χιόνιζε. Το ‘χει στρώσει
και ψιλό- ψιλό χιονόνερο έπεφτε στους δρόμους, στις στέγες και στα φύλλα των
δέντρων. Ένα ανάλαφρο αεράκι που φυσούσε κυνηγούσε τις νιφάδες και τις έκανε να
χορεύουν τρελά σαν κρόσσια λευκά. Πίσω από το παράθυρο εγώ κοιτούσα και
επούλωνα τις πληγές μου. Που και που
περνούσε και κάποιο πουλί, κοράκι ή περιστέρι και γινόμουν ένα μαζί
τους. Ένιωθα τη ζεστασιά της κοιλιάς
τους κι άκουγα το ανάδεμα των φτερών τους.
Καμπάνα δεν ακούστηκε. Ο παπα Βαγγέλης δεν
ήρθε. Οι χωρικοί δε θα πήγαιναν στην εκκλησιά να προσκυνήσουν το θείο βρέφος.
Πάλι τα μαχαίρια θα ‘βγαιναν στους δρόμους να καρφώσουν τη σιωπή.
Πήγα κοντά στο χάρτη, άπλωσα το δεξί μου
χέρι, πήρα σβάρνα τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου, τη βόρεια, την κεντρική και
τη νότια Ελλάδα και είπα μέσα μου: << Εδώ γεννιέται σήμερα ο Χριστός.
Δεύτε προσκυνήσωμεν και προσπέσωμεν αυτώ τω νεογέννητω Χριστώ τω Βασιλεί και Θεώ ημών! >> και έκανα το
σταυρό μου. Ύστερα πλησίασα τη φάτνη στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και έπιασα το
τροπάριο: << Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών… >>
Κάτι άνθισε μέσα μου σαν τελείωσα κι όλα γύρω
μου, μου φάνηκαν πως τα αγκάλιασε ένα μουράγιο. Μια αναπνοή ήρθε από το μέρος
της χάρτινης φάτνης κι έσμιξε με τη δική μου. Μαζί της ένα τρυφερό χάδι μου χάιδεψε το μάγουλο. Κ’
ύστερα κάτι σαν φωτεινός άγγελος να στάθηκε στο παράθυρο.
Κάθισα στην ξεγοφιασμένη καρέκλα. Έξω η
ιστορία της ζωής που ζούσε τη δική της ζούγκλα συνεχιζόταν. Και μέσα η δική
μου. Η φτωχή δασκαλική. Κι εγώ ο ήρωάς της ένας ηθικός και αιδήμων! Άμεμπτος
και υπηρεσιακός! Ο παραλυμένος της ερήμου!
Μόνος μ΄ ένα σχισμένο κατοστάρικο και το κίτρινο γράμμα του φίλου στην
τσέπη.
Το πόμολο της πόρτας με ξάφνιασε.
--- Ποιος είναι; φώναξα.
Άνοιξα. Δειλή και ταπεινωμένη η μορφή που
στάθηκε εμπρός μου.
--- Ερμελίντα! Εσύ είσαι αστροφεγγιά μου!
ψέλλισα τρέμοντας και την αγκάλιασα με τη βελουδένια μου ματιά. Έλα πέρασε…
--- Όχι! Ήρθα να σου πω χρόνια πολλά και
να σου φέρω γαλοπούλα ψητή και κρασί. Τι
θα πει το χωριό αν μπω μέσα!
Είδα τους χωρικούς κρεμασμένους στα
παράθυρα να τεντώνουν τα αυτιά τους ν’ ακούσουν και να γουρλώνουν τα μάτια τους
να δουν. Γέλασα και την κοίταξα αναπνέοντας τη ζεστή μυρωδιά του κορμιού της.
--- Έχεις δίκιο! Δεν είναι εδώ πολιτεία
που κρύβει τις ντροπές. Εδώ είναι το τέρας με πλήθος μαστούς και πλήθος
κεφάλια.
Ζύγωσε ν’ ακουμπήσει τα πεσκέσια της στο πρεβάζι
του παραθυριού κι εγώ νόμισα πως έσκυψε να με φιλήσει. Το μπράτσο της ακούμπησε
στο δικό μου, ο λαιμός της έλαμψε ολόλευκος, το πρόσωπό της διέγραψε τροχιά σαν
ήλιος πρωινός. Όταν σηκώθηκε στάθηκε μπροστά μου αμίλητη σαν φλεγόμενη
λαμπαδίτσα. Έτρεμε λίγο και δάγκωνε τα ροδαλά της χείλια με μια μεσούρανη χαρά.
--- Ο τόπος μας είναι ανήμερο θεριό που
τρώει! Τρώει ό,τι βρει. Το ξέρεις!
--- Το ξέρω, Ερμελίντα! Αλλά τι τρώει;
--- Την αγάπη και τη νιότη! Τι άλλο να
φάει!
Από το βορρά χίμηξαν κύματα σαν ομηρικά
άλογα οι τούφες με τις χιονονιφάδες. Της σκέπασαν τα ξανθά της τα μαλλιά και
την έκαναν όμοια θεά. Σήκωσε τους ωραίους της ώμους έτοιμη να φύγει. Η φωνή της
ακόμη τιτίβιζε στο νοτισμένο αέρα.
--- Τα λόγια σου ακούστηκαν σαν κόρδες
δοξαριού και τόσο αληθινά! Άμα θες έλα
μέσα να πούμε για το αόρατο ανήλεο χέρι που μας σπρώχνει εμάς τους νέους στην
άβυσσο τη φριχτή.
--- Δεν μπορώ! Είμαι λαβωμένη κι εγώ και η
περηφάνια μου! είπε και το πρόσωπό της πήρε την όψη μαραμένου λουλουδιού.
Δυο κοράκια πέταξαν από πάνω. Τα πήρα για
καλό σημάδι και της είπα, ενώ έκανε το πρώτο βήμα να φύγει:
--- Είναι γούρι, έλα!
--- Όχι! Δεν μπορώ να το κάνω! Να ξέρεις
όμως …πως… είπε κι έκοψε τη φράση της στεγνά. Και μ’ ένα αργό λικνιστό βάδισμα
βγήκε έξω από την αυλή.
--- Σ’ ευχαριστώ! της φώναξα και κοιτούσα
τη γραμμή που άφηναν τα χορευτικά πηδηματάκια της.
Κι
εκείνο το σώμα πως χανόταν! Με τα στήθη εύσαρκης Αφροδίτης, με τις
φευγαλέες καμπύλες των μεριών του! << Αχ >> ψιθύρισα << γιατί
δεν κάθισε να της παίξω το τραγούδι της φωτιάς με τη φυσαρμόνικα της αγάπης!
>>
Μπήκα μέσα. Έπεσα στο κρεβάτι και την
καλούσα: << Ερμελίντα! Ερμελίντα!
>> Μου κόπηκε η ανάσα, η καρδιά
μου σφίχτηκε, ένας αβάσταχτος πόνος μου
γύρισε τα σωθικά. Έρημος καυτή με πλάκωσε. Τα αστέρια του Σταυρού του Νότου
τρίφτηκαν. Είχα την αίσθηση πως τα κανάλια των σκληρυμένων μου φλεβών έσταζαν σταγόνες αίμα.
= = =
Η κλεψύδρα του χρόνου μ’ έφερε στην
πόλη. Πήρα την πρώτη τάξη με παιδιά που ξεχείλιζαν φως! Και ως ακούμπησα το
βλέμμα μου πάνω στο πρώτο θρανίο ένα κοριτσάκι, γιασεμί ολόλευκο, με ματάκια
δυο γαλάζιες χαντρούλες, σκλάβωσε το είναι μου. Ταράχτηκα κι όσο τα φωτεινά του
μάτια με κοιτούσαν, το ρώτησα:
--- Πώς σε λένε;
--- Αγάθη!
--- Τη μάνα σου;
--- Ερμελίντα!
--- Πες της να έρθει αύριο στο
σχολείο! Τη θέλω!
Ήρθε. Σταμάτησε μπροστά μου αμίλητη
και πήρε μια όψη αγάλματος. Όταν στα ρόδινα χείλη της χάραξε ένα πικρό
γέλιο με ρώτησε:
--- Εσύ εδώ;
--- Ναι. Έτσι το θέλει η ζωή!
Το ποδοβολητό του χρόνου ακούστηκε
για λίγο και μετά σταμάτησε.
--- Έπρεπε τότε να μπω μέσα,
θυμάσαι; Για εκείνα τα Χριστούγεννα
μιλάω…
--- Δεν το έκανες όμως…
--- Φοβήθηκα! Έπρεπε όμως!
--- Τώρα το λες! Τότε δεν μπορούσες
να το κάνεις!
--- Γιατί δεν μπορούσα;
--- Γιατί είχες πει πως το χωριό είναι θεριό και τρώει!
Και να που μας έφαγε και τους δυο!
--- Ναι, το είχα πει.
Έβγαλε από την τσάντα της ένα
μπιλιετάκι λευκό ποτισμένο με δυο σταξιές δάκρυ και μου το ‘δωσε.
--- Διάβασ’ το! Δεν σ’ το ‘δωσα
τότε!
Ξέσπασε σε λυγμούς και σε τρανταχτά αναφιλητά
κι εγώ διάβαζα: << Σε σένα που έφερες την Ανατολή στη ζωή μου. Σε σένα που άγγιξες τα ενδόμυχα της ψυχής μου.
Σε σένα που μ’ έλουσες με το φως της αιώνιας αγάπης! Με αγάπη. Ερμελίντα >>.
--- Μ’ αγαπούσες;
Σκούπισε τα μάτια της και μ’
αγκάλιασε με το μπλε των ματιών της, χωρίς να πει << ναι >>. Ύστερα
με ρώτησε:
--- Εσύ τι κάνεις;
--- Ρίχνω βάλσαμο στα πάθη της παιδείας.
--- Δε ρωτώ αυτό.
--- Αλλά τι;
--- Πώς τα περνάς; Αν έκανες
οικογένεια;
--- Όχι ακόμη!
--- Πώς κι έτσι;
--- Όποια φλογίτσα ανάβω αφήνει
στάχτη, πολύ στάχτη.
--- Τα δικά μου τα ξέρεις: άντρας,
παιδί και σε λίγο κι άλλο παιδί, και
τύλιξε με τα χέρια στην κοιλιά της το αγέννητο σπλάχνο της.
Έπεσε σιωπή. Και ύστερα δυο μάτια, τα
δικά της μάτια που κολυμπούσα μέσα τους κι έμοιαζαν σαν δυο μικρές λιμνούλες απομακρύνθηκαν.
Κι αμέσως ένα αεράκι ομορφιάς που φύσηξε στα λυμένα της μαλλιά άρχισε να
μαστιγώνει τη ζωή μου ανελέητα.