Τα χρόνια εκείνα σε
χωριό της Πυλίας ζούσε ένας γιατρός με μεγάλη προσφορά στην περιοχή. Ένας
λεβεντάνθρωπος.
Αυτός λοιπόν ο υπέροχος άνθρωπος θέλησε, όπως έκανε συχνά, να
βοηθήσει ένα συγχωριανό του που είχε μεγάλη φαμίλια και μεγάλη φτώχεια.
Ήταν τέλος Νοέμβρη - αρχές Δεκέμβρη όταν κάλεσε το φτωχό συμπατριώτη του και
του πρότεινε να του αγοράσει ένα γουρούνι και τροφές και αυτός αφού το
θρέψει στις Αποκριές να το σφάξουν και να το μοιραστούν.
Με αυτό τον
τρόπο ο γιατρός θα πρόσφερε τεράστια υπηρεσία στο συγχωριανό του αφού δεν ήταν
μικρό πράγμα εκείνα τα χρόνια να έχεις «θρεφτάρι» στην αυλή σου.
Η συμφωνία έκλεισε
και μετά από λίγες μέρες ο γιατρός πήγε στο σπίτι του «συνέταιρού του» ένα
γουρούνι αρκετά μεγάλο με αρκετές ποσότητες ζωοτροφής.
Μια εβδομάδα από αυτό το
γεγονός και ενώ η οικογένεια περνούσε μαύρες μέρες πείνας ο «συνέταιρος» του
γιατρού πήρε τη μεγάλη απόφαση να σφάξει το γουρούνι και να μην περιμένει τις
Αποκριές.
Έτσι κι αλλιώς είχε αποκτήσει τα απαραίτητα δικαιώματα πάνω στο
γουρούνι. Πράγματι, έσφαξε το γουρούνι, το έκοψε στη μέση, έβαλε το δικό του
κομμάτι στο εσωτερικό του σπιτιού του και τράβηξε για το σπίτι του γιατρού.
Χτύπησε την πόρτα και μόλις βγήκε ο γιατρός του λέει με κοφτό λόγο:
«Γιατρέ το
μερίδιό σου κρέμεται στη μουριά του σπιτιού μου αν θέλεις πήγαινε πάρτο» και
εξαφανίστηκε πριν ο γιατρός αρθρώσει λέξη.
Ο γιατρός έμεινε στήλη άλατος… Πέρασαν
χρόνια και όπου καθόταν έλεγε και ξανάλεγε το γεγονός.
Τη λέξη «μισιακό»
την είχε βγάλει από το λεξιλόγιό του…
Βουφραδιώτης