Σύγχυση στην αγορά από τα αλλεπάλληλα σενάρια για αύξηση του ΦΠΑ και φόβοι για σοβαρές παρενέργειες σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας.
Για καταστροφικές συνέπειες, ιδίως στις τουριστικές επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους, και απώλεια 200.000 θέσεων εργασίας έκανε λόγο ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), Αν. Ανδρεάδης μετά τη συνάντηση που είχε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
«Αν ικανοποιηθεί η απαίτηση των δανειστών για αύξηση του ΦΠΑ της τάξης του 120%, αυτό θα σημαίνει ότι ο τουρισμός θα βγει εκτός ανταγωνισμού και θα υποστεί τεράστια, ίσως και ανήκεστο βλάβη», σημείωσε ο κ. Ανδρεάδης, προσθέτοντας ότι «το ότι θα εφαρμοστεί από Οκτώβριο δεν σημαίνει τίποτα γιατί τα πακέτα της επόμενης τουριστικής περιόδου τώρα σχεδιάζονται και πωλούνται».
ΣΕΤΕ
Σύμφωνα με τον ΣΕΤΕ, τις μεγαλύτερες ζημίες θα έχουν οι μικρότερες επιχειρήσεις. «Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η μεγαλύτερη βλάβη δεν θα γίνει στις μεγάλες ξενοδοχειακές αλυσίδες, όπως φαντάζονται κάποιοι, αλλά θα τσακίσει τις επιχειρήσεις μικρού και μεσαίου μεγέθους που είναι έρμαιο των tour operators και τις μικρές επιχειρήσεις που ζουν από τη δευτερογενή τουριστική αλυσίδα του τουρισμού. Αυτές είναι αδύνατον να απορροφήσουν την αύξηση του ΦΠΑ και είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα χαθούν περισσότερες από 200.000 θέσεις εργασίας από το 2016 και μετά», σημείωσε ο κ. Ανδρεάδης.
Αξιοσημείωτο είναι πάντως ότι ο τουριστικός κλάδος δηλώνει ότι έχει σχέδιο για την είσπραξη του ΦΠΑ. «Επειδή το πρόβλημα δεν είναι η αύξηση του ΦΠΑ αλλά η εισπραξιμότητά του, δεσμεύτηκα προσωπικά στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι οι επιχειρηματίες του τουρισμού έχουν έτοιμο σχέδιο. Θα εντοπίσουμε και θα καταγγείλουμε κάθε παράνομο κατάλυμα και θα εισπράξουμε στο 100% το ΦΠΑ μέσω των καρτών», επισήμανε ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.
ΓΣΕΒΕΕ
Σε επιστολή της προς τον πρωθυπουργό η ΓΣΕΒΕΕ τονίζει ότι εάν ληφθεί υπόψη ότι οι κατηγορίες που βρίσκονται στη χαμηλή κλίμακα συνδέονται κατά τεκμήριο με την εγχώρια παραγωγή και τον αγροδιατροφικό κλάδο, στον οποίο καταγράφεται το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, «τότε αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή μετάταξη θα οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας. Σε αυτήν την περίπτωση, οι επιχειρήσεις του κλάδου της εστίασης και τουρισμού θα κληθούν να ανταποκριθούν σε υψηλότερα βάρη καταλογισμού ΦΠΑ (από το 6,5% στο 10% και από 13% στο 18% αντίστοιχα) σε μια περίοδο που συνδέεται με την ανάγκη να κερδηθεί η μεγάλη μάχη για τον τουρισμό και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής τουριστικής επιχείρησης εν γένει. Είναι σαφές ότι η αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ σε δύο δυναμικούς εξωστρεφείς κλάδους της ελληνικής οικονομίας θα οδηγήσει σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας εις βάρος του ΑΕΠ.
Από την άλλη, η μείωση του υψηλού συντελεστή ΦΠΑ θα ευνοήσει τις μεγάλες εισαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς και την υποκατάσταση κατανάλωσης εγχώριων με εισαγόμενα προϊόντα». Σύμφωνα με την ΓΣΕΒΕΕ η νέα μεταβολή του ΦΠΑ θα έχει δυσμενείς επιπτώσεις στις επιχειρήσεις (που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που εφαρμόζεται χαμηλός συντελεστής), χωρίς μάλιστα να υφίσταται καμιά ελάφρυνση από τις υπόλοιπες κατηγορίες φορολογικών βαρών που έχουν επιβληθεί τα προηγούμενα χρόνια. Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν υποστεί την περίοδο της κρίσης σωρεία επιβαρύνσεων με άξονα τη φορολογική πολιτική. Εκτός από την πλειάδα των φορολογικών μεταρρυθμίσεων και τη θέσπιση νέων φορολογικών βαρών (τέλος επιτηδεύματος, εισφορά αλληλεγγύης, ΕΝΦΙΑ) που είχαν ως αποτέλεσμα τη δυσανάλογη επιβάρυνση των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, οι μεταβολές στο ΦΠΑ έχουν επηρεάσει την εγχώρια παραγωγή, έχουν μεταβάλει τα καταναλωτικά πρότυπα και έχουν οδηγήσει επιχειρήσεις σε ακύρωση του οικονομικού προγραμματισμού.