Γράφει ο Μιχάλης Πολυδώρου
Η 25η Μαρτίου είναι η εορταστική επέτειος με τη μεγαλύτερη σημασία σε όσους πιστεύουν στην ταυτότητα του Εθνους.
Μια ταυτότητα ωστόσο, η οποία προκειμένου να διατηρηθεί στην ιστορική μνήμη αναγκάστηκε να καταφύγει0 σε μυθοπλασίες και επινοήσεις, προκειμένου να μείνει ζωντανη. Την ιστορία την γράφουν οι νικητές, οπότε είναι αναμενόμενο ότι μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους, οι ταγοί της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της ρημαγμένης Ελλάδας, είχαν την ευκαιρία να γράψουν την Ιστορία με τρόπο που να τους ήταν αρεστός.
Αγία Λαύρα, Κρυφό Σχολειό, Ζάλογγο, Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Ηταν πραγματικά όλα αυτά τα γεγονότα ή εμπλουτίστηκαν με μυθοπλασίες για να τονώσουν το εθνικό ένστικτο.
Η Επανάσταση και η Αγία Λαύρα
Η επιλογή της ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου έγινε πολλά χρόνια αργότερα, το1838, με βασιλικό διάταγμα του Όθωνος και με προφανή στόχο να συνδεθεί η Επανάσταση με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, μια μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Αναφέρει το διάταγμα:
«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής». Πού ήταν ο Π.Π. Γερμανός; Όχι πάντως στην Αγία Λαύρα. Ένα τόσο σημαντικό γεγονός ασφαλώς θα το κατέγραφε στα απομνημονεύματά του. Όμως δεν κάνει καμία αναφορά, διότι ήταν στο Αίγιο! Τότε πότε ξεκίνησε η Επανάσταση; H Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες: Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα.
Τώρα, οι «ορθόδοξοι» από την πλευρά τους κάνουν λόγο και αυτοί για διαστρέβλωση των γεγονότων από τους «αναθεωρητές» ώστε να φανεί ότι η Επανάσταση ήταν «αποκλειστικό προϊόν και γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στο οποίο η Εκκλησία δεν είχε την παραμικρή συμβολή». Τι υποστηρίζουν λοιπόν; Ότι η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου δεν επελέγη το 1838, αλλά το 1820 από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Αναφέρει το διάταγμα: «Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής».
Πού ήταν ο Π.Π. Γερμανός; Όχι πάντως στην Αγία Λαύρα. Ένα τόσο σημαντικό γεγονός ασφαλώς θα το κατέγραφε στα απομνημονεύματά του. Όμως δεν κάνει καμία αναφορά, διότι ήταν στο Αίγιο! Τότε πότε ξεκίνησε η Επανάσταση;
H Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες:
Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα.
Επικαλούνται μάλιστα επιστολές του Υψηλάντη προς τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως».
Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η Επανάσταση ξεκίνησε δυο -τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένη» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.Τι έγινε στην Αγία Λαύρα; Σύμφωνα με τους «ορθόδοξους» έγινε όντως συγκέντρωση αγωνιστών παρουσία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ήταν όμως στις 14 Μαρτίου και μάλλον από «σύγχυση» η ημερομηνία μετατοπίστηκε. Και γιατί αυτή η «σύγχυση» μετέθεσε την ημερομηνία στις 25, ανήμερα του Ευαγγελισμού, και όχι μια μέρα αργότερα, ρωτά η «άλλη πλευρά».
Το Κρυφό Σχολειό
«Φεγγαράκι μου λαμπρό». Το πρώτο τραγουδάκι που μαθαίνουν όλα τα ελληνόπουλα. Μύθος η πραγματικότητα;
Όσοι αμφισβητούν την ύπαρξή του τονίζουν ότι όχι μόνο δεν ήταν κρυφό, αλλά αντιθέτως ήταν πολύ φανερό! «Τα ελληνικά διδάσκονταν ελεύθερα επί Τουρκοκρατίας ήδη από τον 14ο αιώνα, οπότε οι Τούρκοι άρχισαν να ελέγχουν περιοχές με χριστιανικούς πληθυσμούς», λέει στα «ΝΕΑ» ο Αλέξης Πολίτης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στον Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας.
Ως προς τη διδασκαλία των ελληνικών, «δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία που να λέει ότι εμποδιζόταν. Για την πρώιμη οθωμανική περίοδο ξέρουμε ότι υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που γνώριζαν γράμματα. Αυτοί κάπου θα τα είχαν διδαχθεί. Και το ότι δεν διασώζονται πολλές πρώιμες πηγές οφείλεται στον τρόπο που οι άνθρωποι σημείωναν στα λεγόμενα παράφυλλα, δηλαδή στα άγραφα λευκά φύλλα των βιβλίων και σε οποιοδήποτε σημείο τους υπήρχε ελεύθερος χώρος όσα ήθελαν να διατηρήσουν στη μνήμη τους. Μπλοκάκι δεν υπήρχε. Τα παλιά βιβλία (κυρίως ευαγγέλια και λειτουργικά κείμενα) όμως φθείρονταν και αντικαθίσταντο. Και έτσι χάνονταν πολλές πληροφορίες για τη ζωή τους».
Από μια εποχή και πέρα υπάρχουν, συνεχίζει ο Αλέξης Πολίτης, «ατελείωτες μαρτυρίες για σχολεία και πληρωμές δασκάλων από την κοινότητα. Και καμία ότι κάποιος εμποδίστηκε να μάθει ελληνικά. Ειδικά από τα μέσα του 18ου αιώνα έχουμε σημαντική αύξηση του αριθμού των σχολείων. Είναι πολλά τα σχολεία που μνημονεύονται. Αντίθετα, πουθενά δεν μνημονεύεται ότι ένας παπάς διδάσκει κρυφά στο σπίτι του».
Στο Λεξικό του Γεώργιου Κωνσταντίνου (α΄ έκδοση 1757, αναφέρεται η ύπαρξη 35 ανώτερων σχολείων σε 29 πόλεις, κάτι ανάλογο των σημερινών γυμνασίων, όπου δηλαδή υπάρχουν περισσότεροι του ενός δάσκαλοι. Για το Αϊβαλί ή Κυδωνίες έχουμε και τα σχέδια του σχολείου (1817) με αίθουσα διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, δωμάτια για τους οικοτρόφους και παρεκκλήσι. Γιατί, βέβαια, η εκπαίδευση ήταν στενά συνδεδεμένη με τη θρησκευτική ζωή. Μετά το 1800 στα Γιάννενα αναφέρονται τρία σχολεία. Σε Αϊβαλί, Χίο και Σμύρνη τα σχολεία δεν ελέγχονταν από την Εκκλησία. Οι πλουσιότεροι του τόπου έφτιαχναν νέα σχολεία προκειμένου να εισαχθεί η νέα μόρφωση, κυρίως η πειραματική φυσική και τα μαθηματικά. Το 1820, πριν από την Επανάσταση, το Πατριαρχείο κατάφερε να τα διαλύσει (με διάφορους τρόπους: μετακαλούσε, ας πούμε, τους καθηγητές στην Κωνσταντινούπολη) γιατί διαφωνούσε με τους νεωτερισμούς των εκπαιδευτικών».
Τι λένε τώρα οι «οπαδοί» του Κρυφού Σχολειού: Ναι, μεν, για λόγους θρησκευτικούς και διοικητικούς οι Οθωμανοί Σουλτάνοι παραχώρησαν προνόμια και έδειξαν ένα βαθμό ανοχής προς τους Ρωμιούς υπηκόους τους, όμως υπήρξαν περίοδοι και περιοχές, στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις αυτές. Δεν είχαμε, λοιπόν, ομοιόμορφη εφαρμογή των θεμελιωδών αποφάσεων περί θρησκείας και παιδείας των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι αποφάσεις αυτές καταστρατηγήθηκαν ή αλλοιώθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες επαρχίες και τοπικές διοικήσεις (βιλαέτια). Οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν πολύ δύσκολοι και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνος δεν μπορούμε να ομιλούμε για δυνατότητα ακώλυτης ασκήσεως των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα σαφώς βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμιοί αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συμπερασματικά, τα Κρυφά Σχολειά ήταν απαραίτητα στους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες λειτούργησαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού φρονηματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους. Στο δε ερώτημα, γιατί δεν υπάρχει καμία έγγραφη αναφορά για ιερέα που διδάσκει κρυφά, η απάντηση των οπαδών του Κρυφού Σχολειού είναι απλούστατη: διότι αυτή η διαδικασία έπρεπε να κρατηθεί κρυφή!
Ο ρόλος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε
Ίσως η πλέον αμφιλεγόμενη μορφή της Επανάστασης. Ουδείς, πάντως, αμφισβητεί ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε τρεις αφορισμούς του Αγώνα ως «θεοστυγούς και μιαρού έργου». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφορισμός για τους Σούτσο και Υψηλάτη, δύο εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρίας: «Επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας, πιστών ρεαγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή σκιαν αυτής με τόσα προνόμια ελευθερίας, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον».
Οι «ορθόδοξοι» υποστηρίζουν αφενός ότι ο αφορισμός ήρθη σε μυστική τελετή στο Πατριαρχείο και αφετέρου ότι ο Γρηγόριος εξέδωσε τον αφορισμό πιεζόμενος από την Πύλη, η οποία απειλούσε ότι θα έσφαζε τους Ρωμιούς της πόλης και όλους τους Χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Υπογραμμίζουν μάλιστα ότι ο Γρηγόριος απαγχονίστηκε στις 10 Απρίλη του 1821 (Πάσχα) με διαταγή του Σουλτάνου, όταν ο τελευταίος αντελήφθη τον «πραγματικό» ρόλο του Πατριάρχη.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη για τα γεγονότα που οδήγησαν στον απαγχονισμό του. Ο Γ. Κορδάτος κάνει λόγο για υπόγειες μάχες μεταξύ Δεσποτάδων και Μητροπολιτών, που εποφθαλμιούσαν τον Πατριαρχικό θρόνο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αν και ο Πατριάρχης Γρηγόριος αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες και έστειλε εξάρχους στις επαρχίες με τους αφορισμούς και πανταχούσες σ’ όλους τους Μητροπολίτες, προστάζοντας να διαβαστούν οι αφορισμοί, έπαψε να έχει την εμπιστοσύνη της τουρκικής κυβέρνησης γιατί βρέθηκαν Δεσποτάδες να τον συκοφαντήσουν ότι ήταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας, άρα αρχισυνωμότης. Εκείνος που κατηγόρησε και συκοφάντησε τον Γρηγόριο ήταν ο Μητροπολίτης Πισίδας Ευγένιος». Ο τελευταίος αναγορεύτηκε νέος Πατριάρχης καθ’ υπόδειξη του Σουλτάνου…
Το Ζάλογγο και ο χορός
Η πρώτη πηγή για τα γεγονότα στο Ζάλογγο είναι ο Πρώσος περιηγητής Μπαρτόλντι (Bartholdy) που εκείνη την εποχή ήταν στα Γιάννενα: «Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου, βόρεια της Πρέβεζας. Τους επιτέθηκαν, επειδή τάχα η τοποθεσία, όντας πολύ ισχυρή, μπορούσε να τους προσφέρει ένα καινούργιο μέρος για ανασυγκροτηθούν, και η σφαγή ήταν φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν ψηλά από τα βράχια με τα παιδιά τους, που μερικά ήταν ακόμα στο βυζί».
Η πρώτη αναφορά σε «χορό του Ζαλόγγου» είναι από έναν Ελληνα, τον Χριστόφορο Περραιβό το 1815. Πάντως στην επόμενη έκδοση ο Περραιβός παραλείπει τα περί χορού.
Πρώτος που αμφισβήτησε τον χορό του Ζαλόγγου είναι ο Περικλής Ζερλέντης, ο οποίος μιλάει για «λαμπρήν εικόνα, ην δημιούργησε η ευφάνταστος διάνοια του Περραιβού». Ο Ζερλέντης το 1888 επισκέφτηκε το Ζάλογγο και πρόλαβε ζωντανή την αδελφή του Μπότσαρη καθώς και ένα από τα παιδιά που γλίτωσαν από την πτώση στο βάραθρο, τη Λάμπρω, που το 1803 ήταν επτά χρονών.
Ο Ζερλέντης δεν αμφισβητεί ότι μερικοί Σουλιώτες προτίμησαν να πεθάνουν παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι. Η αφήγησή του όμως παραπέμπει σε μια εικόνα λίγο διαφορετική: Δεν υπήρξαν λίγες απομονωμένες γυναίκες που έπεσαν στον γκρεμό αλλά από ένα πλήθος γυναικών και αντρών άλλοι προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό για να μην αιχμαλωτιστούν, άλλοι προσπάθησαν να ξεφύγουν πολεμώντας κι άλλοι επιχείρησαν να διαφύγουν αλλά γκρεμίστηκαν και είτε σκοτώθηκαν είτε πιάστηκαν.
Το τραγούδι που υποτίθεται ότι τραγουδούσαν οι Σουλιώτισσες στον χορό καταγράφεται πρώτη φορά το 1908, και είναι μίξη δημοτικών στίχων και λόγιων στοιχείων. Για παράδειγμα, σε δημοτικό της υπάρχει το δίστιχο “Έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς χαμολαγκάδια / βρυσούλες με το κρύο νερό, τι εγώ μισεύω τώρα”.
«Χορός του Ζαλόγγου» όμως υπήρξε, περίπου 150 χρόνια αργότερα.
Στις 9 Μαϊου του 1947, στον Εμφύλιο, στην Ξηριώτις Η δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσιάντζα σέρνει πρώτη το χορό, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, μαζί με άλλους εννέα συντρόφους της του Δημοκρατικού Στρατού.
Εκπληκτοι, οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν. Το φονικό έργο θα το αναλάβουν παρακρατικοί. Απόδειξη πως ένας μύθος μπορεί να δημιουργήσει ένα ιστορικό γεγονός.
theTOC.gr
Η 25η Μαρτίου είναι η εορταστική επέτειος με τη μεγαλύτερη σημασία σε όσους πιστεύουν στην ταυτότητα του Εθνους.
Μια ταυτότητα ωστόσο, η οποία προκειμένου να διατηρηθεί στην ιστορική μνήμη αναγκάστηκε να καταφύγει0 σε μυθοπλασίες και επινοήσεις, προκειμένου να μείνει ζωντανη. Την ιστορία την γράφουν οι νικητές, οπότε είναι αναμενόμενο ότι μετά την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους, οι ταγοί της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της ρημαγμένης Ελλάδας, είχαν την ευκαιρία να γράψουν την Ιστορία με τρόπο που να τους ήταν αρεστός.
Αγία Λαύρα, Κρυφό Σχολειό, Ζάλογγο, Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄. Ηταν πραγματικά όλα αυτά τα γεγονότα ή εμπλουτίστηκαν με μυθοπλασίες για να τονώσουν το εθνικό ένστικτο.
Η Επανάσταση και η Αγία Λαύρα
Η επιλογή της ημερομηνίας της 25ης Μαρτίου έγινε πολλά χρόνια αργότερα, το1838, με βασιλικό διάταγμα του Όθωνος και με προφανή στόχο να συνδεθεί η Επανάσταση με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, μια μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης.
Αναφέρει το διάταγμα:
«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής». Πού ήταν ο Π.Π. Γερμανός; Όχι πάντως στην Αγία Λαύρα. Ένα τόσο σημαντικό γεγονός ασφαλώς θα το κατέγραφε στα απομνημονεύματά του. Όμως δεν κάνει καμία αναφορά, διότι ήταν στο Αίγιο! Τότε πότε ξεκίνησε η Επανάσταση; H Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες: Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα.
Τώρα, οι «ορθόδοξοι» από την πλευρά τους κάνουν λόγο και αυτοί για διαστρέβλωση των γεγονότων από τους «αναθεωρητές» ώστε να φανεί ότι η Επανάσταση ήταν «αποκλειστικό προϊόν και γνήσιο τέκνο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, στο οποίο η Εκκλησία δεν είχε την παραμικρή συμβολή». Τι υποστηρίζουν λοιπόν; Ότι η ημερομηνία της 25ης Μαρτίου δεν επελέγη το 1838, αλλά το 1820 από τον ίδιο τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Αναφέρει το διάταγμα: «Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25ης Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν εαυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος διά την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν Εθνικής Εορτής».
Πού ήταν ο Π.Π. Γερμανός; Όχι πάντως στην Αγία Λαύρα. Ένα τόσο σημαντικό γεγονός ασφαλώς θα το κατέγραφε στα απομνημονεύματά του. Όμως δεν κάνει καμία αναφορά, διότι ήταν στο Αίγιο! Τότε πότε ξεκίνησε η Επανάσταση;
H Επανάσταση άρχισε σε δύο ημερομηνίες:
Στις 22 Φεβρουάριου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες και στις 23 Μαρτίου στην Καλαμάτα.
Επικαλούνται μάλιστα επιστολές του Υψηλάντη προς τον Κολοκοτρώνη, ο οποίος αναφέρει στα απομνημονεύματά του: «… εις τα ’20 με ήλθαν γράμματα από τον Υψηλάντη διά να είμαι έτοιμος, καθώς και όλοι οι εδικοί μας. 25 Μαρτίου ήτον η ημέρα της γενικής επαναστάσεως».
Τους πρόλαβαν όμως τα γεγονότα, και τελικά η Επανάσταση ξεκίνησε δυο -τρεις μέρες νωρίτερα από την «προσδορισμένη» και γεμάτη συμβολισμούς ημέρα.Τι έγινε στην Αγία Λαύρα; Σύμφωνα με τους «ορθόδοξους» έγινε όντως συγκέντρωση αγωνιστών παρουσία του Παλαιών Πατρών Γερμανού, ήταν όμως στις 14 Μαρτίου και μάλλον από «σύγχυση» η ημερομηνία μετατοπίστηκε. Και γιατί αυτή η «σύγχυση» μετέθεσε την ημερομηνία στις 25, ανήμερα του Ευαγγελισμού, και όχι μια μέρα αργότερα, ρωτά η «άλλη πλευρά».
Το Κρυφό Σχολειό
«Φεγγαράκι μου λαμπρό». Το πρώτο τραγουδάκι που μαθαίνουν όλα τα ελληνόπουλα. Μύθος η πραγματικότητα;
Όσοι αμφισβητούν την ύπαρξή του τονίζουν ότι όχι μόνο δεν ήταν κρυφό, αλλά αντιθέτως ήταν πολύ φανερό! «Τα ελληνικά διδάσκονταν ελεύθερα επί Τουρκοκρατίας ήδη από τον 14ο αιώνα, οπότε οι Τούρκοι άρχισαν να ελέγχουν περιοχές με χριστιανικούς πληθυσμούς», λέει στα «ΝΕΑ» ο Αλέξης Πολίτης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης στον Τομέα Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας.
Ως προς τη διδασκαλία των ελληνικών, «δεν υπάρχει ούτε μία μαρτυρία που να λέει ότι εμποδιζόταν. Για την πρώιμη οθωμανική περίοδο ξέρουμε ότι υπήρχαν χιλιάδες άνθρωποι που γνώριζαν γράμματα. Αυτοί κάπου θα τα είχαν διδαχθεί. Και το ότι δεν διασώζονται πολλές πρώιμες πηγές οφείλεται στον τρόπο που οι άνθρωποι σημείωναν στα λεγόμενα παράφυλλα, δηλαδή στα άγραφα λευκά φύλλα των βιβλίων και σε οποιοδήποτε σημείο τους υπήρχε ελεύθερος χώρος όσα ήθελαν να διατηρήσουν στη μνήμη τους. Μπλοκάκι δεν υπήρχε. Τα παλιά βιβλία (κυρίως ευαγγέλια και λειτουργικά κείμενα) όμως φθείρονταν και αντικαθίσταντο. Και έτσι χάνονταν πολλές πληροφορίες για τη ζωή τους».
Από μια εποχή και πέρα υπάρχουν, συνεχίζει ο Αλέξης Πολίτης, «ατελείωτες μαρτυρίες για σχολεία και πληρωμές δασκάλων από την κοινότητα. Και καμία ότι κάποιος εμποδίστηκε να μάθει ελληνικά. Ειδικά από τα μέσα του 18ου αιώνα έχουμε σημαντική αύξηση του αριθμού των σχολείων. Είναι πολλά τα σχολεία που μνημονεύονται. Αντίθετα, πουθενά δεν μνημονεύεται ότι ένας παπάς διδάσκει κρυφά στο σπίτι του».
Στο Λεξικό του Γεώργιου Κωνσταντίνου (α΄ έκδοση 1757, αναφέρεται η ύπαρξη 35 ανώτερων σχολείων σε 29 πόλεις, κάτι ανάλογο των σημερινών γυμνασίων, όπου δηλαδή υπάρχουν περισσότεροι του ενός δάσκαλοι. Για το Αϊβαλί ή Κυδωνίες έχουμε και τα σχέδια του σχολείου (1817) με αίθουσα διδασκαλίας, βιβλιοθήκη, δωμάτια για τους οικοτρόφους και παρεκκλήσι. Γιατί, βέβαια, η εκπαίδευση ήταν στενά συνδεδεμένη με τη θρησκευτική ζωή. Μετά το 1800 στα Γιάννενα αναφέρονται τρία σχολεία. Σε Αϊβαλί, Χίο και Σμύρνη τα σχολεία δεν ελέγχονταν από την Εκκλησία. Οι πλουσιότεροι του τόπου έφτιαχναν νέα σχολεία προκειμένου να εισαχθεί η νέα μόρφωση, κυρίως η πειραματική φυσική και τα μαθηματικά. Το 1820, πριν από την Επανάσταση, το Πατριαρχείο κατάφερε να τα διαλύσει (με διάφορους τρόπους: μετακαλούσε, ας πούμε, τους καθηγητές στην Κωνσταντινούπολη) γιατί διαφωνούσε με τους νεωτερισμούς των εκπαιδευτικών».
Τι λένε τώρα οι «οπαδοί» του Κρυφού Σχολειού: Ναι, μεν, για λόγους θρησκευτικούς και διοικητικούς οι Οθωμανοί Σουλτάνοι παραχώρησαν προνόμια και έδειξαν ένα βαθμό ανοχής προς τους Ρωμιούς υπηκόους τους, όμως υπήρξαν περίοδοι και περιοχές, στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι υποσχέσεις αυτές. Δεν είχαμε, λοιπόν, ομοιόμορφη εφαρμογή των θεμελιωδών αποφάσεων περί θρησκείας και παιδείας των Ορθοδόξων Ελλήνων. Οι αποφάσεις αυτές καταστρατηγήθηκαν ή αλλοιώθηκαν σε διάφορες χρονικές περιόδους και σε διάφορες επαρχίες και τοπικές διοικήσεις (βιλαέτια). Οι δύο πρώτοι αιώνες υπήρξαν πολύ δύσκολοι και μέχρι τα μέσα του 17ου αιώνος δεν μπορούμε να ομιλούμε για δυνατότητα ακώλυτης ασκήσεως των θρησκευτικών και εκπαιδευτικών ελευθεριών.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα τα πράγματα σαφώς βελτιώνονται στον εκπαιδευτικό τομέα και οι υπόδουλοι Ρωμιοί αρχίζουν να ιδρύουν, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας και με την βοήθεια των ξενιτεμένων και των ευεργετών, σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα. Συμπερασματικά, τα Κρυφά Σχολειά ήταν απαραίτητα στους πρώτους δύο αιώνες της τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες λειτούργησαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού φρονηματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους. Στο δε ερώτημα, γιατί δεν υπάρχει καμία έγγραφη αναφορά για ιερέα που διδάσκει κρυφά, η απάντηση των οπαδών του Κρυφού Σχολειού είναι απλούστατη: διότι αυτή η διαδικασία έπρεπε να κρατηθεί κρυφή!
Ο ρόλος του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε
Ίσως η πλέον αμφιλεγόμενη μορφή της Επανάστασης. Ουδείς, πάντως, αμφισβητεί ότι ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε τρεις αφορισμούς του Αγώνα ως «θεοστυγούς και μιαρού έργου». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο αφορισμός για τους Σούτσο και Υψηλάτη, δύο εκ των ηγετών της Φιλικής Εταιρίας: «Επεχείρησαν εις έργον μιαρόν, θεοστυγές και ασύνετον, θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας, πιστών ρεαγιάδων της κραταιάς βασιλείας, την οποίαν απολαμβάνουσιν υπό την αμφιλαφή σκιαν αυτής με τόσα προνόμια ελευθερίας, όσα δεν απολαμβάνει άλλο έθνος υποτελές και υποκείμενον».
Οι «ορθόδοξοι» υποστηρίζουν αφενός ότι ο αφορισμός ήρθη σε μυστική τελετή στο Πατριαρχείο και αφετέρου ότι ο Γρηγόριος εξέδωσε τον αφορισμό πιεζόμενος από την Πύλη, η οποία απειλούσε ότι θα έσφαζε τους Ρωμιούς της πόλης και όλους τους Χριστιανούς της Αυτοκρατορίας. Υπογραμμίζουν μάλιστα ότι ο Γρηγόριος απαγχονίστηκε στις 10 Απρίλη του 1821 (Πάσχα) με διαταγή του Σουλτάνου, όταν ο τελευταίος αντελήφθη τον «πραγματικό» ρόλο του Πατριάρχη.
Υπάρχει όμως και μια άλλη άποψη για τα γεγονότα που οδήγησαν στον απαγχονισμό του. Ο Γ. Κορδάτος κάνει λόγο για υπόγειες μάχες μεταξύ Δεσποτάδων και Μητροπολιτών, που εποφθαλμιούσαν τον Πατριαρχικό θρόνο. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αν και ο Πατριάρχης Γρηγόριος αφόρισε τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες και έστειλε εξάρχους στις επαρχίες με τους αφορισμούς και πανταχούσες σ’ όλους τους Μητροπολίτες, προστάζοντας να διαβαστούν οι αφορισμοί, έπαψε να έχει την εμπιστοσύνη της τουρκικής κυβέρνησης γιατί βρέθηκαν Δεσποτάδες να τον συκοφαντήσουν ότι ήταν αρχηγός της Φιλικής Εταιρίας, άρα αρχισυνωμότης. Εκείνος που κατηγόρησε και συκοφάντησε τον Γρηγόριο ήταν ο Μητροπολίτης Πισίδας Ευγένιος». Ο τελευταίος αναγορεύτηκε νέος Πατριάρχης καθ’ υπόδειξη του Σουλτάνου…
Το Ζάλογγο και ο χορός
Η πρώτη πηγή για τα γεγονότα στο Ζάλογγο είναι ο Πρώσος περιηγητής Μπαρτόλντι (Bartholdy) που εκείνη την εποχή ήταν στα Γιάννενα: «Καμιά εκατοστή απ’ αυτούς τους δυστυχισμένους είχαν αποτραβηχτεί στο Μοναστήρι του Ζαλόγγου, βόρεια της Πρέβεζας. Τους επιτέθηκαν, επειδή τάχα η τοποθεσία, όντας πολύ ισχυρή, μπορούσε να τους προσφέρει ένα καινούργιο μέρος για ανασυγκροτηθούν, και η σφαγή ήταν φρικτή. Τριάντα εννέα γυναίκες γκρεμίστηκαν ψηλά από τα βράχια με τα παιδιά τους, που μερικά ήταν ακόμα στο βυζί».
Η πρώτη αναφορά σε «χορό του Ζαλόγγου» είναι από έναν Ελληνα, τον Χριστόφορο Περραιβό το 1815. Πάντως στην επόμενη έκδοση ο Περραιβός παραλείπει τα περί χορού.
Πρώτος που αμφισβήτησε τον χορό του Ζαλόγγου είναι ο Περικλής Ζερλέντης, ο οποίος μιλάει για «λαμπρήν εικόνα, ην δημιούργησε η ευφάνταστος διάνοια του Περραιβού». Ο Ζερλέντης το 1888 επισκέφτηκε το Ζάλογγο και πρόλαβε ζωντανή την αδελφή του Μπότσαρη καθώς και ένα από τα παιδιά που γλίτωσαν από την πτώση στο βάραθρο, τη Λάμπρω, που το 1803 ήταν επτά χρονών.
Ο Ζερλέντης δεν αμφισβητεί ότι μερικοί Σουλιώτες προτίμησαν να πεθάνουν παρά να πιαστούν αιχμάλωτοι. Η αφήγησή του όμως παραπέμπει σε μια εικόνα λίγο διαφορετική: Δεν υπήρξαν λίγες απομονωμένες γυναίκες που έπεσαν στον γκρεμό αλλά από ένα πλήθος γυναικών και αντρών άλλοι προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό για να μην αιχμαλωτιστούν, άλλοι προσπάθησαν να ξεφύγουν πολεμώντας κι άλλοι επιχείρησαν να διαφύγουν αλλά γκρεμίστηκαν και είτε σκοτώθηκαν είτε πιάστηκαν.
Το τραγούδι που υποτίθεται ότι τραγουδούσαν οι Σουλιώτισσες στον χορό καταγράφεται πρώτη φορά το 1908, και είναι μίξη δημοτικών στίχων και λόγιων στοιχείων. Για παράδειγμα, σε δημοτικό της υπάρχει το δίστιχο “Έχετε γεια ψηλά βουνά κι εσείς χαμολαγκάδια / βρυσούλες με το κρύο νερό, τι εγώ μισεύω τώρα”.
«Χορός του Ζαλόγγου» όμως υπήρξε, περίπου 150 χρόνια αργότερα.
Στις 9 Μαϊου του 1947, στον Εμφύλιο, στην Ξηριώτις Η δασκάλα Βαγγελίτσα Κουσιάντζα σέρνει πρώτη το χορό, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, μαζί με άλλους εννέα συντρόφους της του Δημοκρατικού Στρατού.
Εκπληκτοι, οι άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος που προέρχονται από το 106 Τάγμα, αρνούνται να τους εκτελέσουν. Το φονικό έργο θα το αναλάβουν παρακρατικοί. Απόδειξη πως ένας μύθος μπορεί να δημιουργήσει ένα ιστορικό γεγονός.
theTOC.gr