Σε ανοικτή ρήξη με το Διεθνές Νομισματικό
Ταμείο, που μπορεί να απρόβλεπτη τροπή ενόψει της τελικής
διαπραγμάτευσης για την οικονομία, προχωρά η κυβέρνηση. Μετά τις βόμβες
που εξαπέλυσε πρόσφατα ο Ευ. Τσακαλώτος αλλά και κυβερνητικά στελέχη που
ψέγουν το Ταμείο για τη σκληρή στάση που τηρεί, ήρθε και ο Γενικός
Γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής του υπουργείου Οικονομικών κύριος
Φραγκίσκος Κουτεντάκης να βάλει ένα ακόμη «καρφί» στον σταυρό του ΔΝΤ.
Κατηγόρησε
μάλιστα το Ταμείο εμμέσως πλην σαφώς ως... τοκογλύφο που πιέζει
ασφυκτικά τον δανειζόμενο. «Το Ταμείο έχει ιδεολογικές εμμονές και
ανακρίβειες», ανέφερε ο κ. Κουτεντάκης, ο οποίος αποκάλυψε ότι οι θεσμοί
σε τεχνικό επίπεδο έχουν κατά διαστήματα ζητήσει την καθυστέρηση της
καταβολής μισθών και συντάξεων, σε περίπτωση που δεν επαρκούν τα
ταμειακά διαθέσιμα για να εξυπηρετηθούν όλες οι υποχρεώσεις του
κράτους.«Αν φθάσουμε ποτέ στο δίλημμα καταβολής συντάξεων ή αποπληρωμής χρέους, θα πληρώσουμε συντάξεις». Πάντως, υποστήριξε ότι «δεν υπάρχει κανένας άμεσος κίνδυνος στα ταμειακά διαθέσιμα αλλά η κατάσταση εξ ορισμού δεν μπορεί να συνεχίζεται επ' αόριστο. Καμία οικονομική οντότητα δεν καλύπτει το σύνολο των χρηματοδοτικών της αναγκών από ίδιους πόρους χωρίς νέο δανεισμό και ανακύκλωση χρεών».
Παράλληλα, ο κ. Κουτεντάκης κατηγόρησε τους θεσμούς για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, καθώς και για το γεγονός ότι δεν παρέχουν καμία στήριξη. «Η τακτική των δόσεων με το σταγονόμετρο είναι συμπεριφορά Σάιλοκ», δήλωσε, ενώ συμπλήρωσε ότι οι θεσμοί αθέτησαν την συμφωνία του Αυγούστου για την παροχή δόσεων ώστε να αποπληρωθούν τα ληξιπρόθεσμα χρέη. «Δεν έχει αποφασίσει τι θα κάνει, αν θα μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα, αν θα φύγει ή αν θέλει να μείνει "με το ένα πόδι" μέσα».
Κουτεντάκης τόνισε πως οι θεσμοί «αμφισβητούν συνεχώς τα στοιχεία της χώρας μας και είναι γεμάτοι ιδεολογικές εμμονές και ανακρίβειες, χωρίς να μας εξηγούν πώς υπολογίζουν τα δικά τους στοιχεία! Για παράδειγμα, η εκτίμηση του ΔΝΤ ότι το 2015 θα κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 0,6%» αντί για πλεόνασμα 0,2% που εκτιμά η κυβέρνηση (δηλαδή βλέπουν «τρύπα» 0,8% του ΑΕΠ ή 1,5 δισ. ευρώ μόνον για το 2015).
Ζητούμενο για την κυβέρνηση είναι να αλλάξουν στάση οι δανειστές και να μην δίνουν με το σταγονόμετρο πια τις δόσεις.
«Θέλουν το φτάσουν στο χείλος του γκρεμού. Δεν υπάρχει κανένας άμεσος κίνδυνος στα ταμειακά διαθέσιμα, αλλά η κατάσταση εξ ορισμού δεν μπορεί να συνεχίζεται επ'αόριστον. Και πρέπει να αποδοθούν σημαντικές ευθύνες στους θεσμούς που δεν παρέχουν καμία στήριξη. Η τακτική των δόσεων με το σταγονόμετρο είναι συμπεριφορά Σάιλοκ» τόνισε ο κύριος Κουτεντάκης και αποκάλυψε πως στα τεχνικά κλιμάκια ακούστηκε και πάλι η «σύσταση» (και όχι από έναν μόνον από πλευράς των δανειστών) «μήπως να καθυστερούσατε λίγο να πληρώσετε μισθούς και συντάξεις»;
«Πρέπει να καταλάβουν πως δεν μπήκαν εκκαθαριστές σε εταιρία» ανέφερε και συμπλήρωσε πως «έχουμε κάνει πολλά και όχι ευχάριστα, αλλά δεν γίνεται να κάνουμε πάντοτε όλα όσα συμφωνήσαμε τον Αύγουστο. Προχωράμε στα επόμενα, αλλά είμαστε χώρα και, αν χρειαστεί να επιλέξουμε, συντάξεις θα πληρώσουμε και όχι το χρέος».
Για τον προϋπολογισμό του 2016, ο γενικός γραμματέας σημείωσε ότι ο περυσινός προϋπολογισμός παρουσίασε υπεραπόδοση της τάξης του 0,5% του ΑΕΠ και αυτή τη στιγμή γίνεται συζήτηση για το τι μέρος αυτής της υπεραπόδοσης «περνάει» στο 2016. Πάντως, παραδέχτηκε ότι λόγω της μη εφαρμογής κάποιων μέτρων που είχαν συμφωνηθεί για φέτος (όπως για παράδειγμα της αύξησης των συντελεστών φορολόγησης των εισοδημάτων από ενοίκια), προκύπτει ένα κενό για φέτος, το οποίο όμως δεν είναι απαραίτητο ότι θα καλυφθεί με νέα μέτρα. Επίσης, δήλωσε ότι δεν είναι ακόμα σαφές ποια μέτρα δεν θα εφαρμοστούν, αλλά διευκρίνισε ότι οι αλλαγές στη φορολογία θα είναι χωρίς αναδρομικότητα.
Σε ό,τι αφορά το θέμα της περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους, ο κ. Κουτεντάκης ανέφερε ότι η ελληνική κυβέρνηση θέλει να εξασφαλίσει ότι το ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι σε τέτοια επίπεδα που θα μπορεί να εξυπηρετηθεί και κατ΄ επέκταση δεν θα υπάρχει ανησυχία στους επενδυτές. Εκτίμησε, δε, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να βγει στις αγορές πριν από το 2018.