Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Στο νου μου ήρθε απρόσμενα η πίσω εποχή. Τότε που με το διοριστήριο στην πισωτσέπη ανέβαινα το βουνό να πάω στο χωριό, να βγάλω το μεροκάματο στο σχολειό του. Από κοτρόνι σε κοτρόνι κι από στουρνάρι σε στουρνάρι, περπατούσα κι όλο περπατούσα και χωριό δεν έβλεπα. Ώσπου το ‘ριξα στο κλέφτικο, ν’ ακούσει το χωριό και να βγει στο ξάγναντο! << Ανάθεμά τα, τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα. Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίχνουν στο σημάδι, γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά κριάρια, ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα>>.
Το τραγούδι το ‘φερε στο αγνάντιο και παινεμένος πια ορειβάτης και γραμματοδιδάσκαλος, παρουσιάστηκα στον πρόεδρο. Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταξε με μάτι πολιτικής προστασίας. Μου ‘φερε δυο σπυριά λαχανόρυζο κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο τον Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννα Μαρίας, το σχολείο μετά και μου ‘πε: << Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να μάθεις τα παιδιά μας ελληνοχριστιανικά γράμματα μην το ξεχνάς! >>. Κατέβασε ύστερα τις εικόνες του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τις έβαλε στην αμασχάλη κι έφυγε.
Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, το χωρίο ορεινό και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος; Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: << Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο .. >>
Ευτυχώς ήταν Νοέμβρης και δεν ήταν όλα στο μείον. Το λιτρουβειό δούλευε μέρα νύχτα, τα λιθάρια του με τον καραβοκύρη Παβαρότι τραγούδαγαν τόσο γλυκά το << μάινα >> << βίρα >> καργάροντας με το βίτζι τη μηχανή. Και σαν η σαραντακέρατη πείνα με σούβλιζε πήγαινα εκεί και χωνόμουν ανάμεσα στους λαδωμένους εργάτες. Προσμπούκιζα δυο τρία λαλαγκόψωμα από το φανάρι τους, έκοβα και μια φέτα ψωμί από το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την πέτσωνα. Έπινα και δυο τρεις καταψιές κοκκινέλι από τον μπότη τους και ήμουν πλήρης. Στην αίθουσα πια αεράτος Αστραπόγιαννος, οξεία δε μου ξέφευγε.
Επιτελεύτια. Μητριά πατρίδα μου! Όπως με τάιζες τότε έτσι με ταϊζεις και σήμερα. Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μου στέλνεις κουτσουρεμένη και τη σύνταξη μη γεμίσω το πιάτο μου και γίνω υπέρβαρος! Φτου σου! Φτου σου!, να μη σε ματιάσω, πατρίς μου πολυαγαπημένη!
ellinikoxronografima.blogdpot.gr
Στο νου μου ήρθε απρόσμενα η πίσω εποχή. Τότε που με το διοριστήριο στην πισωτσέπη ανέβαινα το βουνό να πάω στο χωριό, να βγάλω το μεροκάματο στο σχολειό του. Από κοτρόνι σε κοτρόνι κι από στουρνάρι σε στουρνάρι, περπατούσα κι όλο περπατούσα και χωριό δεν έβλεπα. Ώσπου το ‘ριξα στο κλέφτικο, ν’ ακούσει το χωριό και να βγει στο ξάγναντο! << Ανάθεμά τα, τα βουνά με το ζακόνι πόχουν, το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα. Κανένας δεν τα χάρηκε μες στον απάνω κόσμο, η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα. Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρίχνουν στο σημάδι, γυρίζουν και στη σούγλα τους τα παχουλά κριάρια, ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα>>.
Το τραγούδι το ‘φερε στο αγνάντιο και παινεμένος πια ορειβάτης και γραμματοδιδάσκαλος, παρουσιάστηκα στον πρόεδρο. Ο πρόεδρος πρώην χίτης με κοίταξε με μάτι πολιτικής προστασίας. Μου ‘φερε δυο σπυριά λαχανόρυζο κι ένα ποτήρι κρασί, μου ‘δειξε στο κάδρο τον Κωνσταντίνο μετά της βασιλίσσης Άννα Μαρίας, το σχολείο μετά και μου ‘πε: << Είναι γεμάτο σκορπιούς, κουκουβάγιες και κοράκια και πρέπει να μάθεις τα παιδιά μας ελληνοχριστιανικά γράμματα μην το ξεχνάς! >>. Κατέβασε ύστερα τις εικόνες του Χίτλερ και του Μουσολίνι, τις έβαλε στην αμασχάλη κι έφυγε.
Έπιασα δουλειά, νεοδιόριστος δάσκαλος, το χωρίο ορεινό και η λόρδα να με κόβει. Πώς να κάνεις μάθημα θεονήστικος; Με σώμα ατάιστο, ψυχή σαν ξεκούρτιστη κιθάρα πώς να τραγουδήσεις με τα παιδιά: << Ένα παλικάρι είκοσι χρονών, άρματα του ζώσαν για τον πόλεμο .. >>
Ευτυχώς ήταν Νοέμβρης και δεν ήταν όλα στο μείον. Το λιτρουβειό δούλευε μέρα νύχτα, τα λιθάρια του με τον καραβοκύρη Παβαρότι τραγούδαγαν τόσο γλυκά το << μάινα >> << βίρα >> καργάροντας με το βίτζι τη μηχανή. Και σαν η σαραντακέρατη πείνα με σούβλιζε πήγαινα εκεί και χωνόμουν ανάμεσα στους λαδωμένους εργάτες. Προσμπούκιζα δυο τρία λαλαγκόψωμα από το φανάρι τους, έκοβα και μια φέτα ψωμί από το καρβέλι τους, την έκανα καψάλα και την πέτσωνα. Έπινα και δυο τρεις καταψιές κοκκινέλι από τον μπότη τους και ήμουν πλήρης. Στην αίθουσα πια αεράτος Αστραπόγιαννος, οξεία δε μου ξέφευγε.
Επιτελεύτια. Μητριά πατρίδα μου! Όπως με τάιζες τότε έτσι με ταϊζεις και σήμερα. Φτου σου να μη σε ματιάσω! Και μου στέλνεις κουτσουρεμένη και τη σύνταξη μη γεμίσω το πιάτο μου και γίνω υπέρβαρος! Φτου σου! Φτου σου!, να μη σε ματιάσω, πατρίς μου πολυαγαπημένη!
ellinikoxronografima.blogdpot.gr