«Εμφύλιος» στην επιστημονική κοινότητα έχει ξεσπάσει για τις ενδεχόμενες βιολογικές βλάβες από την έκθεσή μας σε ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από κεραία ή κινητό τηλέφωνο. Από την μία, ιατροί, ογκολόγοι, βιολόγοι και άλλες ειδικότητες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου και ζητούν τη λήψη μέτρων για την προστασία των πολιτών και από την άλλη ειδικοί επιστήμονες, όπως Φυσικοί Ιατρικής κάνουν λόγο για αβλαβείς ακτινοβολίες.
Την ίδια στιγμή, η επιστολή διαμαρτυρίας 220 επιστημόνων διεθνούς κύρους προς τον ΟΗΕ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, για τα επίπεδα ακτινοβολίας το 2015, τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος NTP (National Toxicology Program) που δημοσιεύτηκαν το 2016 -στο οποίο αναφέρεται αύξηση εγκεφαλικών όγκων και σβαννωμάτων καρδιάς σε πειραματόζωα- η αυξανόμενη συμπτωματολογία Ηλεκτρικής Υπερευαισθησίας, σε σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, από την έκθεσή του στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία, η μεγάλη άνοδος του αυτισμού, καθώς και η πρωτοβουλία αρκετών κρατών να μειώσουν δραστικά τα επιτρεπτά όρια ακτινοβολίας (Ιταλία, Ελβετία, Ρωσία, Πολωνία, Βουλγαρία, Σλοβενία), επιτάσσουν μια πιο προσεκτική και ενδελεχή εξέταση των επιπτώσεων από την κατάχρηση της ασύρματης επικοινωνίας.
Το θέμα αναδείχθηκε πρόσφατα σε ημερίδα του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών και σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΙΣΑ Γ. Πατούλη, «η πολιτεία οφείλει να λάβει τα απαραίτητα μέτρα, για να προστατέψει τους πολίτες ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων χωρών, όπου το πλαίσιο έχει γίνει πιο αυστηρό. Πρέπει όμως και ο κάθε χρήστης αυτών των συσκευών, να σέβεται τους κανόνες προστασίας και να μην κάνει κατάχρηση. Οφείλουμε μέσα από την αυτοδιοίκηση και τους ιατρικούς συλλόγους να δούμε πού συγκλίνουν οι βέλτιστες πρακτικές, οι οποίες ισχύουν στις άλλες χώρες και να τις εφαρμόσουμε προς όφελος των πολιτών. Πρόκειται για ένα θέμα ανοιχτό που παρακολουθούμε στενά προκειμένου να κάνουμε τις αναγκαίες παρεμβάσεις».
Σύμφωνα με τον Δρ. Θεόδωρο Μέτση, Μηχανολόγο Ηλεκτρολόγο, Μηχανικό Περιβάλλοντος, ερευνητικά ιδρύματα, ακαδημαϊκοί και αξιόλογοι επιστήμονες προειδοποιούν ότι τα επίπεδα ακτινοβολίας που καταγράφονται σήμερα μέσα στον αστικό ιστό δεν είναι ασφαλή. «Τα πορίσματα μελετών κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, για τα αρνητικά συμπτώματα στην υγεία, με έμφαση στο σύνδρομο της Ηλεκτρομαγνητικής υπερευαισθησίας που σε κάποιες χώρες έχει πάρει μορφή επιδημίας», είπε χαρακτηριστικά. Επίσης πρόσθεσε ότι νέες εφαρμογές, όπως η τεχνολογία του 5G και οι έξυπνοι μετρητές που θα αντικαταστήσουν τους αναλογικούς μετρητές της ΔΕΗ, θα αυξήσουν την ακτινοβολία και θα επηρεάσουν την καθημερινότητα μας. Πολλές επιστημονικές μελέτες και πορίσματα Ιδρυμάτων -όπως αναφέρθηκε στην ημερίδα - συστήνουν πιο προσεκτική και ελεγχόμενη έκθεση στην ακτινοβολία και προτείνουν μεταξύ άλλων τα εξής:
1 Να αναθεωρηθεί η νομοθεσία και να τροποποιηθούν τα όρια έκθεσης, με βάση τα νέα βιολογικά δεδομένα, κατά το πρότυπο άλλων χωρών.
2 Να ληφθούν μέτρα, για τη μείωση της έκθεσης των παιδιών. Να γίνεται χρήση ενσύρματου δικτύου, στα νηπιαγωγεία, σχολεία κ.ά.
3 Η χορήγηση αδειών να μην περιλαμβάνει τοποθέτηση κεραιών, κοντά σε σχολεία, ημερήσια κέντρα φροντίδας, γηροκομεία, νοσοκομεία ή άλλα κτίρια όπου ευαίσθητες ομάδες ανθρώπων μένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Η άλλη άποψη
Οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την αύξηση της χωρητικότητας με τη χρήση χαμηλότερης ισχύος εκπομπής στις φορητές συσκευές
«Δεν υπάρχει ούτε μία πειραματική εργασία σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία να καταλήγει σαφώς ότι η έκθεση σε ακτινοβολία από κεραία ή τηλέφωνο κινητής, προκαλεί βιολογική βλάβη», υποστήριξε ο καθηγητής Ιατρικής Φυσικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Κ. Κάππας.
Μιλώντας σε ημερίδα της Ένωσης Φυσικών Ιατρικής Ελλάδος διευκρίνισε ότι «υπάρχει ένα κομβικό σημείο για την κατανόηση της βλαπτικότητας: το ορατό φως (το στενό παράθυρο ηλεκτρομαγνητικών συχνοτήτων μέσα από το οποίο βλέπουμε τον κόσμο μας) εκπέμπει ενέργεια 2 - 5 εκατομμύρια μeV (μονάδα μέτρησης ενέργειας). Εάν αυτά τα επίπεδα ενέργειας της φωτεινής (ηλιακής) ακτινοβολίας ήταν βλαπτικά, τότε δεν θα υπήρχε ζωή στη Γη».
Κλείνοντας, ο καθηγητής συμπλήρωσε ότι «οι χαμηλότερες συχνότητες της ορατής (υπέρυθρη ακτινοβολία εκπεμπόμενη από το ανθρώπινο σώμα - 150.000 μeV, φούρνοι μικροκυμάτων, κεραίες και συσκευές κινητής τηλεφωνίας, οικιακές συσκευές - από 4 έως 11 μeV) είναι ακόμη πιο αβλαβείς από το φως του ήλιου ή της ηλεκτρικής λάμπας».
ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΟΡΙΑ
Στο ίδιο πλαίσιο, από την πλευρά των σύγχρονων δικτύων, ο καθηγητής Φυσικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Θ. Σαμαράς τόνισε: «Η ανάπτυξη δικτύων κινητών επικοινωνιών αύξησε κάπως τα επίπεδα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας στο εξωτερικό (κυρίως αστικό) περιβάλλον σε σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε τη δεκαετία του ’80. Ωστόσο, μετά τα δίκτυα δεύτερης γενιάς (2G), η ανάπτυξη δικτύων νεότερης τεχνολογίας δεν αύξησε αισθητά τα επίπεδα της ακτινοβολίας. Ως αποτέλεσμα, τα επίπεδα ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας μετά και την ανάπτυξη των δικτύων τέταρτης γενιάς (4G) παραμένουν ακόμη πολλές δεκάδες έως χιλιάδες φορές κάτω από τα διεθνή όρια.
Οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την αύξηση της χωρητικότητας των δικτύων κινητών επικοινωνιών και της ταχύτητας μεταφοράς δεδομένων με τη χρήση χαμηλότερης ισχύος εκπομπής στις φορητές συσκευές, άρα και με χαμηλότερη έκθεση των χρηστών τους».
Αξιόπιστη χαρτογράφηση
Όσον αφορά την ασφάλεια στην εργασία από τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία, ο κ. Γ. Γουρζουλίδης, ερευνητής στη Διεύθυνση Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία του υπουργείου Εργασίας σημείωσε ότι «η ενδελεχής και ορθή μελέτη, μέτρηση και επεξεργασία της έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία, δίνει τη δυνατότητα αξιόπιστης χαρτογράφησης του φαινομένου, αναδεικνύοντας το γεγονός ότι στις περισσότερες περιπτώσεις η πραγματική έκθεση είναι πολύ διαφορετική από αυτή που αναμένεται ‘διαισθητικά’ ή ως αποτέλεσμα της παραπληροφόρησης» όπως σημείωσε.
Η καταγραφή και αξιολόγηση της επαγγελματικής έκθεσης σε ηλεκτρομαγνητικά πεδία (ΗΜΠ), σε χώρους υψηλών πεδίων, αποτελεί πολύτιμο εργαλείο καθώς η εφαρμογή των κατάλληλων (πολλές φορές απλών) τεχνικών και οργανωτικών μέτρων είναι επαρκής για την προστασία των εργαζομένων.
Παράλληλα, αναδεικνύονται περιπτώσεις όπου πρέπει να δοθεί προσοχή, με προεξάρχουσες τις διαδικασίες συντήρησης του εξοπλισμού που εκπέμπει ΗΜΠ, ενώ αποσαφηνίζονται οι επιστημονικά αποδεκτές δυνητικές επιδράσεις. Αυτές δεν περιλαμβάνουν σε καμία περίπτωση επιπτώσεις που εμφανίζονται σε άλλες περιοχές του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος, στην ιοντίζουσα ακτινοβολία, και περιορίζονται στη θέρμανση στις υψηλές συχνότητες».