Ανοδική τάση εμφάνισαν τα περιστατικά παιδικών καρκίνων που αυξήθηκαν κατά 13% μεταξύ 2001-2010, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, που αξιολόγησε τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία σε 62 χώρες.
Οι παιδικοί καρκίνοι είναι σχετικά σπάνιοι και συνήθως έχουν γενετική αιτιολογία, αλλά μπορεί επίσης να οφείλονται σε λοιμώξεις και σε περιβαλλοντικούς παράγοντες. Το ένα τρίτο περίπου των παιδικών καρκίνων έως 15 ετών αφορά τις λευχαιμίες.
Η διαχρονική αύξηση των παιδικών καρκίνων αποδίδεται από τους επιστήμονες κυρίως στη βελτίωση των μεθόδων διάγνωσης, καθώς παράλληλα το προσδόκιμο ζωής των μικρών ασθενών βελτιώνεται σε αρκετές χώρες. Σε άλλες όμως χώρες, ιδίως τις φτωχότερες της Ασίας και της Αφρικής, πολλές περιπτώσεις δεν διαγιγνώσκονται ποτέ.
Οι ερευνητές της Διεθνούς Υπηρεσίας Ερευνών για τον Καρκίνο (IARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ογκολογίας "The Lancet Oncology", ανέφεραν ότι στον κόσμο, κατά μέσο όρο, περίπου 140 παιδιά ανά ένα εκατομμύριο διαγιγνώσκονται με καρκίνο έως την ηλικία των 14 ετών. Ειδικότερα μεταξύ των εφήβων, 185 ανά εκατομμύριο εμφανίζουν καρκίνο, συνήθως λέμφωμα.
Ανισότητες στη λευχαιμία
Παρόλο που έχουν μειωθεί κατά τα τελευταία χρόνια οι ανισότητες διεθνώς όσον αφορά την επιβίωση από παιδική λευχαιμία, παραμένουν σημαντικές αποκλίσεις από χώρα σε χώρα, καθώς σε μερικές χώρες το προσδόκιμο πενταετούς ζωής μετά από τη διάγνωση είναι σχεδόν διπλάσιο σε σχέση με άλλες, σύμφωνα με μια δεύτερη διεθνή επιστημονική μελέτη.
Ενδεικτικά, η επιβίωση επί μια πενταετία των παιδιών με οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, φθάνει το 92% στη Γερμανία έναντι 52% στην Κολομβία. Η επιβίωση έχει βελτιωθεί για τις περισσότερες ηλικιακές ομάδες, αλλά η μικρότερη παραμένει στα βρέφη κάτω του ενός έτους.
Η λευχαιμία είναι η συχνότερη μορφή παιδικού καρκίνου διεθνώς στις ηλικίες έως 14 ετών, αποτελώντας το ένα τρίτο περίπου των περιστατικών καρκίνου στα παιδιά έως εννέα ετών και το ένα τέταρτο στα παιδιά δέκα έως 14 ετών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Όντρεϊ Μποναβέντσερ της Σχολής Υγιεινής και Τροπικής Ιατρικής του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αιματολογίας "The Lancet Haematology", ανέλυσαν στοιχεία για σχεδόν 90.000 παιδιά από 53 χώρες (όχι την Ελλάδα).
Διαπιστώθηκε ότι διαχρονικά στις περισσότερες χώρες αυξάνεται το προσδόκιμο ζωής των ασθενών για τις δύο κυριότερες μορφές παιδικής λευχαιμίας, την οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία (ΟΛΛ) και την οξεία μυελογενή λευχαιμία (ΟΜΛ), αλλά οι αισθητές ανισότητες μεταξύ των χωρών παραμένουν. Η πρόοδος υπήρξε μεγαλύτερη στην ΟΛΛ από ό,τι στην ΟΜΛ, με την πενταετή επιβίωση για τη δεύτερη να κυμαίνεται από 33% στη Βουλγαρία έως 78% στη Γερμανία.
Οι πιθανότητες επιβίωσης εξαρτώνται από την ηλικία του παιδιιού κατά τη στιγμή της διάγνωσης. Όταν γίνεται σε ηλικία ενός έως εννέα ετών, η επιβίωση είναι μεγαλύτερη από ό,τι αν η λευχαιμία διαγνωσθεί σε ηλικίες κάτω του ενός έτους ή μεταξύ δέκα έως 14 ετών.
«Υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια βελτίωσης στη διαχείριση της παιδικής λευχαιμίας σε πολλές χώρες. Η πενταετής επιβίωση μετά τη διάγνωση για τα παιδιά με ΟΛΛ μπορεί να φθάσει το 90% και για τα παιδιά με ΑΜΛ το 80%, αλλά σε μερικές χώρες παραμένει κάτω από 60% και για τις δύο παθήσεις. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς να εμποδίσουμε τη λευχαιμία στα παιδιά, αλλά η καλύτερη δυνατή θεραπεία παρέχει την ευκαιρία για μακρόχρονη επιβίωση στα περισσότερα παιδιά», δήλωσε η Μποναβέντσερ.
Περίπου το 80% των περιστατικών παιδικής λευχαιμίας συμβαίνουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, που έχουν χαμηλότερο προσδόκιμο πενταετούς επιβίωσης.