Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Σαν το ρολόι της πόλης χτύπησε μία πρωινή, ο άντρας στο μπαρ που καθόταν στο μαύρο δερμάτινο καναπέ κι έπινε το τρίτο του ποτό, έδειξε να ξαφνιάζεται. Ύστερα έστρεψε το θυμώδες πρόσωπό του προς την πόρτα και την κοίταξε για λίγο επίμονα με το κοφτερό του βλέμμα. Σαν βεβαιώθηκε πως έμενε εφτασφράγιστη, επέστρεψε πάλι στη ζοφερή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της αίθουσας.
Ερχόταν τακτικά εδώ κι ένα μήνα από τότε που αποφάσισε να μείνει στη στεριά και να σταματήσει τα ταξίδια. Η θάλασσα τον είχε κουράσει αφήνοντάς του πολλά κουσούρια και κυρίως ψυχικές διαταραχές, επίμονους εφιάλτες και άκρατο εθισμό στον αλκοολισμό.
Ωστόσο παρέμενε ο ζιγκολό για τις ωραίες και αφελείς γυναίκες που πλήρωναν την ικανότητα της μυθοπλασίας του να τις τέρπει και να τις πιάνει στα δίχτυα του, με το αζημίωτο.
Του άρεσε στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε να τις πλησιάζει στα μπαρ και στα μπορντέλα και ν’ ανοίγει μαζί τους ατέλειωτη κουβέντα. Αραχτός ύστερα στην καρέκλα, σαν τις έβαζε στη φωτιά του λόγου του, κάπνιζε το χοντρό του πούρο και καμάρωνε για τη μαστοριά του, να τις ανάβει και να τις αναστατώνει! Τα επόμενα βήματα ήταν τα γνωστά ! Ποτήρια γεμάτα με σαμπάνια, καπνοί από ακριβά τσιγάρα και άγριος έρωτας μέχρι το πρωί!
Εδώ στο << Ντόλτσε >> που ερχόταν κάθε βράδυ και τα έπινε το ήθελε πολύ να γνωρίσει καμιά και να δεθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί του’ χε λείψει πολύ το κορμί και η συντροφιά της γυναίκας!
Κι αν τις πρώτες μέρες η παρουσία των θαμώνων που τους γνώριζε όλους αλλά και του ήταν άγνωστοι, και, το ποτό που το αγαπούσε πολύ, τον συντρόφευαν και του κοίμιζαν τα ένστιχτα, όσο περνούσε όμως ο καιρός ένιωθε τις λανθάνουσες επιθυμίες του να τον σφίγγουν και να τον πνίγουν!
Έτσι αφού έμεινε σαστισμένος από την ακινησία που ‘δειχνε η είσοδος της πόρτας, άπλωσε ύστερα από λίγο αμήχανα το χέρι του στο ποτήρι κι αφού το ‘πιασε το ‘φερε στα χείλη. Αφού το άδειασε μονορούφι, έστρεψε τα εκφραστικά και λαμπερά του μάτια, έξω, κοιτάζοντας μέσα από την τζαμαρία τη νυχτερινή ομορφιά της πόλης.
Η μαγεία κάτω από το χρυσαφένιο φως της πανσέληνου ήταν ονειρώδης. Η διάχυσή του σε σπίτια και δέντρα απειρόχρωμη με μια ανεξίτηλη στιλπνότητα που θύμιζε πίνακα του Γκόγια.
Παραδόξως όμως αυτή η νυχτερινή παραδεισένια εικόνα του προξένησε φόβο. Και ενστικτωδώς έφερε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς κι άγγιξε το περίστροφο. Αμέσως μια αίσθηση ασφάλειας τον κυρίεψε και μια παράφορη ηρεμία τον γαλήνεψε. Έτσι μπόρεσε και είδε ψύχραιμα την είσοδο της κομψής γυναίκας με το μαύρο ταγιέρ που μπήκε μέσα και κάθισε στο διπλανό τραπέζι.
Στον άντρα που την κοίταξε με ανακριτικό βλέμμα, του ‘κανε εντύπωση το άριστο συνταίριασμα σώματος και ρούχων. Και χωρίς ενδοιασμό σκέφτηκε << πως δε θα ήταν και καμιά αγία, ούτε και η ζωή της θα ήταν ασκητική, αφού ερχόταν εδώ μέσα στην Κόλαση, αλλά κάποια με βατώδη δρόμο που της άρεσαν οι προστυχιές που άφηνε πάνω της το κορμί του άντρα! >>
Σκέψη που την έκανε για κάθε γυναίκα που σύχναζε σε τέτοια κακόφημα μπαρ και που πάντα τον δικαίωνε. Έτσι αποφάσισε σαν το αρπακτικό πουλί που ορμά στο θύμα του να κάνει κι αυτός το ίδιο! Κι αμέσως με μια αστραπιαία κίνηση στράφηκε και είπε στη γυναίκα:
<< Επιτρέψτε μου, το πρώτο σας ποτό να είναι από μένα! Το ζητά η ευγένειά μου! >>
Η γυναίκα τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ‘σταζε μέλι! Ύστερα αφού τον έφαγε με τα μάτια από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, του αποκρίθηκε, τρυφερά:
<< Μου είσαι άγνωστος, πώς να το δεχτώ;>>
Ο άντρας συνέχισε να την πολιορκεί ασφυκτικά με τα γοητευτικά του μάτια και μόνο σαν η γυναίκα έκανε μια κίνηση να βγάλει τα τσιγάρα από τη μαύρη δερμάτινη τσάντα της, της είπε με μια μουσικότητα στη φωνή του:
<<Δεν είναι άσεμνο και κακό να δεχτείς το κέρασμά μου! Το θεωρώ υπέροχο και ανθρώπινο να πιούμε μαζί!>>
Τα λόγια του είχαν κάτι το επιτακτικό και της αφόπλισαν τις όποιες αμφιβολίες της. Και τότε χωρίς δισταγμό σηκώθηκε και με μια χορευτική κίνηση βρέθηκε να κάθεται κοντά του.
Ο άντρας ένιωσε πολύ ευτυχής. Προσπάθησε να το κρύψει αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση εξεδήλωσε τα ευχάριστα συναισθήματά του, λέγοντάς της, χαμηλόφωνα και γλυκά:
<< Είσαι ευπρεπής! Είσαι ένα κομμάτι χρυσός που λάμπει!>>
Στην αρχή ο καθωσπρεπισμός ήταν ψεύτικος. Σαν όμως τα γεμάτα ποτήρια επαναλήφθηκαν πολλές φορές, το χτήνος που ζούσε μέσα τους, άρχισε να μιλάει ελεύθερα. Έτσι είπαν πολλά και διάφορα, Άλλα ενδιαφέροντα κι άλλα φθηνά. Ώσπου ο άντρας της αποκάλυψε την ιδιότητα του ναυτικού.
<< Ώστε είσαι, ναυτικός;>> του έκανε με έκπληξη η γυναίκα και κρέμασε στα σαρκώδη χείλη της το τσιγάρο, έτοιμη να το ανάψει. Εκείνος της έγνεψε <<ναι>> κι έπιασε σφιχτά το ποτήρι του.
<<Τότε θα ΄χεις γνωρίσει πολλές γυναίκες;>> τον ρώτησε με χαμηλή κι απαλή φωνή κι άναψε το τσιγάρο.
<<Έχω, αλλά δε μου λέει, τίποτα αυτό!>> της έκανε αδιάφορα κι απόμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός. Και σε λίγο με μια ρομαντική κίνηση, ακούμπησε τα δάχτυλά του στο μπράτσο της και την άγγιξε με την ίδια τρυφερότητα που δείχνει ο μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου του.
<< Γιατί; >> τον ρώτησε με περιέργεια και τον κοίταξε με κυνικότητα σαν να τον μισούσε που ψευδόταν.
<< Γιατί, θέλω να τις ξεχάσω λίγο πριν γίνω εραστής σου!>> της σιγοψιθύρισε και της έσφιξε το μπράτσο.
Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε η γυναίκα ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τις πύλες της καρδιάς και του κορμιού της και να τον βάλει μέσα. Για τον άντρα η είσοδος ήταν ζήτημα χρόνου. Ήδη το γλυκό του τραγούδι που της είχε πει και την είχε μαγέψει, κάνοντάς την να τον ποθήσει αυτό το σκοπό είχε.
<< Θα γίνεις εραστής μου, αλλά τους κανόνες του παιχνιδιού θέλω να τους ορίσω εγώ!>> του ‘κανε η γυναίκα, τονίζοντας την εγωιστική της διάθεση.
Ρόδισε το πρόσωπο του άντρα και χαμογέλασε. << Με τύλιξε με ατόφιο χρυσάφι, έτσι που μου μίλησε >> σκέφτηκε και αυθόρμητα άφησε να φύγει από τα χείλη του ένα άτονο << εντάξει>>.
<< Η κάμαρά μου, στο σπίτι, είναι άδεια και με πληγώνει η μοναξιά. Έτσι το αγκάθι της κάθε βράδυ αγγίζει το κορμί και την καρδιά μου και μου τα τρυπάει. Υποφέρω! Χάρισέ μου, σε παρακαλώ μια όμορφη βραδιά να βγάλω έστω και για λίγο τη ζωή μου από τα συντρίμμια >>.
Η χαρούμενη μουσική που έπαιζε εκείνη τη στιγμή, έδρασε σαν ηρεμιστικό στην ψυχή του άντρα που τον έκανε να προσέξει ακόμη πιο πολύ τη γυναίκα. Έτσι πριν της απαντήσει, την κοίταξε πιο επίμονα, πράγμα που δεν είχε κάνει ως εκείνη την ώρα για να την βρει αρκετά θηλυπρεπή και του γούστου του.
Τα μαλλιά της μαύρα και σγουρά, τα χείλη της κόκκινα σαν του ροδιού το χρώμα και τα μάτια της λαμπερά κι ονειροπόλα. << Είναι κι αυτή η λευκή της επιδερμίδα που με αναστατώνει και δεν μπορώ να αντισταθώ >> μονολόγησε και σύρθηκε κοντά της. Εκεί αφού την κοίταξε κατάματα, τη ρώτησε:
<< Ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού; Δε μου τους λες;>>
<< Το σπίτι μου, είναι μια μονοκατοικία στα Ανατολικά και στην άκρη της πόλης με κήπο και περίφραξη. Δύσκολα θα μας αντιληφθεί ανθρώπινο μάτι και η είσοδός μας θα είναι ασφαλής. Σαν μπούμε μέσα και κλειδώσουμε την πόρτα θα σερβιριστούμε ένα δυνατό ποτό και θα το πιούμε καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού, ο ένας απέναντι στον άλλο. Το πικάπ ύστερα θα μας παίξει μια ρομαντική χαβανέζικη μουσική κι εμείς θα σηκωθούμε και θα χορέψουμε σαν να είμαστε σε πάρτι. Έτσι ξετρελαμένη απ’ τα στριφογυρίσματα που θα κάνει το κορμί μου σπρωγμένο απ ΄τα απαλά και τρυφερά σου χέρια, θα σε παρασύρω στο τέλος σε μια γλυκιά κι ερωτική κουβέντα >>.
<< Είναι σαφείς οι κανόνες σου και δε συγχωρούν απόκλιση >> της ψιθύρισε ο άντρας και της ζήτησε να συνεχίσει.
<< Κι αφού σε πάω και καθίσουμε στην άκρη του κρεβατιού, λόγο το λόγο, κουβέντα την κουβέντα, θα ξυπνήσουμε τα άγρια ένστιχτά μας και με τη φωτιά τους που θα ‘ναι έτοιμη να μας κάψει τα κορμιά, θα ξαπλώσουμε σαν γνώριμοι από παλιά να ονειρευτούμε! >>
<< Και μετά; >>
<< Μετά σαν το μελένιο φεγγάρι θα κρέμεται στον σκουρόχρωμο ουρανό, θ’ αρχίσεις να με γδύνεις με επιδεξιότητα, χωρίς να μ’ αγγίζεις, ρούχο το ρούχο, σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως ακριβώς να ξεφλουδίζεις κρεμμύδι! Κι αφού το κάνεις τότε, θα πάρεις αυτό που θέλεις! Την ασύλληπτη ευχαρίστηση του κορμιού μου!>>
Το ρολόι της πόλης χτύπησε πέντε το πρωί σαν περπατούσαν αγκαζέ στον κεντρικό δρόμο με τον πλούσιο φωτισμό που θα τους οδηγούσε στο σπίτι της γυναίκας. Στη νυχτερινή σιωπή ακούγονταν μόνο ο μονότονος και άχρωμος ήχος που άφηναν πάνω στη σκληρή άσφαλτο τα βήματά τους. Στον ουρανό η σελήνη δεν είχε ακόμη τελειώσει το ταξίδι της και το συνέχιζε καθισμένη μεγαλόπρεπα στο μαργαριταρένιο άρμα της.
Σαν έφτασαν κάτω από τους πέντε ευκαλύπτους, η γυναίκα έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα σαν κοίταξε το μικρό δασάκι που απλωνόταν μπροστά τους και του είπε:
<< Εδώ στρίβουμε! Λίγο πιο πέρα είναι το σπίτι μου >> και τραβώντας τον με μια μεγαλόπρεπη κίνηση τον πήρε μαζί της στο χωματόδρομο.
Περπάτησαν άλλα δυο λεπτά κι έφτασαν στην εξώπορτα. Ο λιγοστός φωτισμός τους προφύλαξε αρκετά έτσι που η είσοδός τους έγινε απαρατήρητη.
Διάβηκαν ύστερα το λιθόστρωτο διάδρομο ανάμεσα από τις πυκνές και φροντισμένες πορτοκαλιές και σταμάτησαν κάτω απ’ το βορινό ξύλινο χαγιάτι. Η θέα του όμορφου κατάλευκου σπιτιού που φάνηκε σαν πίνακας ζωγραφικής μπροστά τους, έκανε τον άντρα να βγάλει ένα έντονο επιφώνημα θαυμασμού. Ύστερα αγκάλιασε τη γυναίκα και την έσφιξε τρυφερά πάνω του.
Κι εκείνη τότε κούρνιασε για λίγο στην αγκαλιά του όπως το κυνηγημένο πουλί στη φωλιά του κι ανάσαινε γρήγορα, δείχνοντας φοβισμένη. Ανάγειρε σε λίγο το κεφάλι της προς τα αριστερά και κοίταξε το παράθυρο της κάμαράς της. Έβγαλε το κλειδί από την τσάντα, ξεκλείδωσε και γλίστρησαν μέσα.
Στο κρεβάτι μετά έκανε όπως του είπε. Την έγδυσε επιδέξια σαν να καθάρισε κρεμμύδι και μέσα σε ασύλληπτη ηδονή την έκανε δική του.
Σαν το ρολόι της πόλης χτύπησε μία πρωινή, ο άντρας στο μπαρ που καθόταν στο μαύρο δερμάτινο καναπέ κι έπινε το τρίτο του ποτό, έδειξε να ξαφνιάζεται. Ύστερα έστρεψε το θυμώδες πρόσωπό του προς την πόρτα και την κοίταξε για λίγο επίμονα με το κοφτερό του βλέμμα. Σαν βεβαιώθηκε πως έμενε εφτασφράγιστη, επέστρεψε πάλι στη ζοφερή και πνιγηρή ατμόσφαιρα της αίθουσας.
Ερχόταν τακτικά εδώ κι ένα μήνα από τότε που αποφάσισε να μείνει στη στεριά και να σταματήσει τα ταξίδια. Η θάλασσα τον είχε κουράσει αφήνοντάς του πολλά κουσούρια και κυρίως ψυχικές διαταραχές, επίμονους εφιάλτες και άκρατο εθισμό στον αλκοολισμό.
Ωστόσο παρέμενε ο ζιγκολό για τις ωραίες και αφελείς γυναίκες που πλήρωναν την ικανότητα της μυθοπλασίας του να τις τέρπει και να τις πιάνει στα δίχτυα του, με το αζημίωτο.
Του άρεσε στα λιμάνια που ξεμπάρκαρε να τις πλησιάζει στα μπαρ και στα μπορντέλα και ν’ ανοίγει μαζί τους ατέλειωτη κουβέντα. Αραχτός ύστερα στην καρέκλα, σαν τις έβαζε στη φωτιά του λόγου του, κάπνιζε το χοντρό του πούρο και καμάρωνε για τη μαστοριά του, να τις ανάβει και να τις αναστατώνει! Τα επόμενα βήματα ήταν τα γνωστά ! Ποτήρια γεμάτα με σαμπάνια, καπνοί από ακριβά τσιγάρα και άγριος έρωτας μέχρι το πρωί!
Εδώ στο << Ντόλτσε >> που ερχόταν κάθε βράδυ και τα έπινε το ήθελε πολύ να γνωρίσει καμιά και να δεθεί μαζί της. Κι αυτό γιατί του’ χε λείψει πολύ το κορμί και η συντροφιά της γυναίκας!
Κι αν τις πρώτες μέρες η παρουσία των θαμώνων που τους γνώριζε όλους αλλά και του ήταν άγνωστοι, και, το ποτό που το αγαπούσε πολύ, τον συντρόφευαν και του κοίμιζαν τα ένστιχτα, όσο περνούσε όμως ο καιρός ένιωθε τις λανθάνουσες επιθυμίες του να τον σφίγγουν και να τον πνίγουν!
Έτσι αφού έμεινε σαστισμένος από την ακινησία που ‘δειχνε η είσοδος της πόρτας, άπλωσε ύστερα από λίγο αμήχανα το χέρι του στο ποτήρι κι αφού το ‘πιασε το ‘φερε στα χείλη. Αφού το άδειασε μονορούφι, έστρεψε τα εκφραστικά και λαμπερά του μάτια, έξω, κοιτάζοντας μέσα από την τζαμαρία τη νυχτερινή ομορφιά της πόλης.
Η μαγεία κάτω από το χρυσαφένιο φως της πανσέληνου ήταν ονειρώδης. Η διάχυσή του σε σπίτια και δέντρα απειρόχρωμη με μια ανεξίτηλη στιλπνότητα που θύμιζε πίνακα του Γκόγια.
Παραδόξως όμως αυτή η νυχτερινή παραδεισένια εικόνα του προξένησε φόβο. Και ενστικτωδώς έφερε το δεξί του χέρι στο μέρος της καρδιάς κι άγγιξε το περίστροφο. Αμέσως μια αίσθηση ασφάλειας τον κυρίεψε και μια παράφορη ηρεμία τον γαλήνεψε. Έτσι μπόρεσε και είδε ψύχραιμα την είσοδο της κομψής γυναίκας με το μαύρο ταγιέρ που μπήκε μέσα και κάθισε στο διπλανό τραπέζι.
Στον άντρα που την κοίταξε με ανακριτικό βλέμμα, του ‘κανε εντύπωση το άριστο συνταίριασμα σώματος και ρούχων. Και χωρίς ενδοιασμό σκέφτηκε << πως δε θα ήταν και καμιά αγία, ούτε και η ζωή της θα ήταν ασκητική, αφού ερχόταν εδώ μέσα στην Κόλαση, αλλά κάποια με βατώδη δρόμο που της άρεσαν οι προστυχιές που άφηνε πάνω της το κορμί του άντρα! >>
Σκέψη που την έκανε για κάθε γυναίκα που σύχναζε σε τέτοια κακόφημα μπαρ και που πάντα τον δικαίωνε. Έτσι αποφάσισε σαν το αρπακτικό πουλί που ορμά στο θύμα του να κάνει κι αυτός το ίδιο! Κι αμέσως με μια αστραπιαία κίνηση στράφηκε και είπε στη γυναίκα:
<< Επιτρέψτε μου, το πρώτο σας ποτό να είναι από μένα! Το ζητά η ευγένειά μου! >>
Η γυναίκα τον κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο που ‘σταζε μέλι! Ύστερα αφού τον έφαγε με τα μάτια από τα πόδια μέχρι το κεφάλι, του αποκρίθηκε, τρυφερά:
<< Μου είσαι άγνωστος, πώς να το δεχτώ;>>
Ο άντρας συνέχισε να την πολιορκεί ασφυκτικά με τα γοητευτικά του μάτια και μόνο σαν η γυναίκα έκανε μια κίνηση να βγάλει τα τσιγάρα από τη μαύρη δερμάτινη τσάντα της, της είπε με μια μουσικότητα στη φωνή του:
<<Δεν είναι άσεμνο και κακό να δεχτείς το κέρασμά μου! Το θεωρώ υπέροχο και ανθρώπινο να πιούμε μαζί!>>
Τα λόγια του είχαν κάτι το επιτακτικό και της αφόπλισαν τις όποιες αμφιβολίες της. Και τότε χωρίς δισταγμό σηκώθηκε και με μια χορευτική κίνηση βρέθηκε να κάθεται κοντά του.
Ο άντρας ένιωσε πολύ ευτυχής. Προσπάθησε να το κρύψει αλλά δεν μπόρεσε. Έτσι χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση εξεδήλωσε τα ευχάριστα συναισθήματά του, λέγοντάς της, χαμηλόφωνα και γλυκά:
<< Είσαι ευπρεπής! Είσαι ένα κομμάτι χρυσός που λάμπει!>>
Στην αρχή ο καθωσπρεπισμός ήταν ψεύτικος. Σαν όμως τα γεμάτα ποτήρια επαναλήφθηκαν πολλές φορές, το χτήνος που ζούσε μέσα τους, άρχισε να μιλάει ελεύθερα. Έτσι είπαν πολλά και διάφορα, Άλλα ενδιαφέροντα κι άλλα φθηνά. Ώσπου ο άντρας της αποκάλυψε την ιδιότητα του ναυτικού.
<< Ώστε είσαι, ναυτικός;>> του έκανε με έκπληξη η γυναίκα και κρέμασε στα σαρκώδη χείλη της το τσιγάρο, έτοιμη να το ανάψει. Εκείνος της έγνεψε <<ναι>> κι έπιασε σφιχτά το ποτήρι του.
<<Τότε θα ΄χεις γνωρίσει πολλές γυναίκες;>> τον ρώτησε με χαμηλή κι απαλή φωνή κι άναψε το τσιγάρο.
<<Έχω, αλλά δε μου λέει, τίποτα αυτό!>> της έκανε αδιάφορα κι απόμεινε για λίγο σιωπηλός και σκεφτικός. Και σε λίγο με μια ρομαντική κίνηση, ακούμπησε τα δάχτυλά του στο μπράτσο της και την άγγιξε με την ίδια τρυφερότητα που δείχνει ο μουσικός στα πλήκτρα του πιάνου του.
<< Γιατί; >> τον ρώτησε με περιέργεια και τον κοίταξε με κυνικότητα σαν να τον μισούσε που ψευδόταν.
<< Γιατί, θέλω να τις ξεχάσω λίγο πριν γίνω εραστής σου!>> της σιγοψιθύρισε και της έσφιξε το μπράτσο.
Στη μικρή σιωπή που ακολούθησε η γυναίκα ετοιμάστηκε ν’ ανοίξει τις πύλες της καρδιάς και του κορμιού της και να τον βάλει μέσα. Για τον άντρα η είσοδος ήταν ζήτημα χρόνου. Ήδη το γλυκό του τραγούδι που της είχε πει και την είχε μαγέψει, κάνοντάς την να τον ποθήσει αυτό το σκοπό είχε.
<< Θα γίνεις εραστής μου, αλλά τους κανόνες του παιχνιδιού θέλω να τους ορίσω εγώ!>> του ‘κανε η γυναίκα, τονίζοντας την εγωιστική της διάθεση.
Ρόδισε το πρόσωπο του άντρα και χαμογέλασε. << Με τύλιξε με ατόφιο χρυσάφι, έτσι που μου μίλησε >> σκέφτηκε και αυθόρμητα άφησε να φύγει από τα χείλη του ένα άτονο << εντάξει>>.
<< Η κάμαρά μου, στο σπίτι, είναι άδεια και με πληγώνει η μοναξιά. Έτσι το αγκάθι της κάθε βράδυ αγγίζει το κορμί και την καρδιά μου και μου τα τρυπάει. Υποφέρω! Χάρισέ μου, σε παρακαλώ μια όμορφη βραδιά να βγάλω έστω και για λίγο τη ζωή μου από τα συντρίμμια >>.
Η χαρούμενη μουσική που έπαιζε εκείνη τη στιγμή, έδρασε σαν ηρεμιστικό στην ψυχή του άντρα που τον έκανε να προσέξει ακόμη πιο πολύ τη γυναίκα. Έτσι πριν της απαντήσει, την κοίταξε πιο επίμονα, πράγμα που δεν είχε κάνει ως εκείνη την ώρα για να την βρει αρκετά θηλυπρεπή και του γούστου του.
Τα μαλλιά της μαύρα και σγουρά, τα χείλη της κόκκινα σαν του ροδιού το χρώμα και τα μάτια της λαμπερά κι ονειροπόλα. << Είναι κι αυτή η λευκή της επιδερμίδα που με αναστατώνει και δεν μπορώ να αντισταθώ >> μονολόγησε και σύρθηκε κοντά της. Εκεί αφού την κοίταξε κατάματα, τη ρώτησε:
<< Ποιοι είναι οι κανόνες του παιχνιδιού; Δε μου τους λες;>>
<< Το σπίτι μου, είναι μια μονοκατοικία στα Ανατολικά και στην άκρη της πόλης με κήπο και περίφραξη. Δύσκολα θα μας αντιληφθεί ανθρώπινο μάτι και η είσοδός μας θα είναι ασφαλής. Σαν μπούμε μέσα και κλειδώσουμε την πόρτα θα σερβιριστούμε ένα δυνατό ποτό και θα το πιούμε καθισμένοι στον καναπέ του σαλονιού, ο ένας απέναντι στον άλλο. Το πικάπ ύστερα θα μας παίξει μια ρομαντική χαβανέζικη μουσική κι εμείς θα σηκωθούμε και θα χορέψουμε σαν να είμαστε σε πάρτι. Έτσι ξετρελαμένη απ’ τα στριφογυρίσματα που θα κάνει το κορμί μου σπρωγμένο απ ΄τα απαλά και τρυφερά σου χέρια, θα σε παρασύρω στο τέλος σε μια γλυκιά κι ερωτική κουβέντα >>.
<< Είναι σαφείς οι κανόνες σου και δε συγχωρούν απόκλιση >> της ψιθύρισε ο άντρας και της ζήτησε να συνεχίσει.
<< Κι αφού σε πάω και καθίσουμε στην άκρη του κρεβατιού, λόγο το λόγο, κουβέντα την κουβέντα, θα ξυπνήσουμε τα άγρια ένστιχτά μας και με τη φωτιά τους που θα ‘ναι έτοιμη να μας κάψει τα κορμιά, θα ξαπλώσουμε σαν γνώριμοι από παλιά να ονειρευτούμε! >>
<< Και μετά; >>
<< Μετά σαν το μελένιο φεγγάρι θα κρέμεται στον σκουρόχρωμο ουρανό, θ’ αρχίσεις να με γδύνεις με επιδεξιότητα, χωρίς να μ’ αγγίζεις, ρούχο το ρούχο, σπιθαμή προς σπιθαμή, όπως ακριβώς να ξεφλουδίζεις κρεμμύδι! Κι αφού το κάνεις τότε, θα πάρεις αυτό που θέλεις! Την ασύλληπτη ευχαρίστηση του κορμιού μου!>>
Το ρολόι της πόλης χτύπησε πέντε το πρωί σαν περπατούσαν αγκαζέ στον κεντρικό δρόμο με τον πλούσιο φωτισμό που θα τους οδηγούσε στο σπίτι της γυναίκας. Στη νυχτερινή σιωπή ακούγονταν μόνο ο μονότονος και άχρωμος ήχος που άφηναν πάνω στη σκληρή άσφαλτο τα βήματά τους. Στον ουρανό η σελήνη δεν είχε ακόμη τελειώσει το ταξίδι της και το συνέχιζε καθισμένη μεγαλόπρεπα στο μαργαριταρένιο άρμα της.
Σαν έφτασαν κάτω από τους πέντε ευκαλύπτους, η γυναίκα έκανε μια χαριτωμένη γκριμάτσα σαν κοίταξε το μικρό δασάκι που απλωνόταν μπροστά τους και του είπε:
<< Εδώ στρίβουμε! Λίγο πιο πέρα είναι το σπίτι μου >> και τραβώντας τον με μια μεγαλόπρεπη κίνηση τον πήρε μαζί της στο χωματόδρομο.
Περπάτησαν άλλα δυο λεπτά κι έφτασαν στην εξώπορτα. Ο λιγοστός φωτισμός τους προφύλαξε αρκετά έτσι που η είσοδός τους έγινε απαρατήρητη.
Διάβηκαν ύστερα το λιθόστρωτο διάδρομο ανάμεσα από τις πυκνές και φροντισμένες πορτοκαλιές και σταμάτησαν κάτω απ’ το βορινό ξύλινο χαγιάτι. Η θέα του όμορφου κατάλευκου σπιτιού που φάνηκε σαν πίνακας ζωγραφικής μπροστά τους, έκανε τον άντρα να βγάλει ένα έντονο επιφώνημα θαυμασμού. Ύστερα αγκάλιασε τη γυναίκα και την έσφιξε τρυφερά πάνω του.
Κι εκείνη τότε κούρνιασε για λίγο στην αγκαλιά του όπως το κυνηγημένο πουλί στη φωλιά του κι ανάσαινε γρήγορα, δείχνοντας φοβισμένη. Ανάγειρε σε λίγο το κεφάλι της προς τα αριστερά και κοίταξε το παράθυρο της κάμαράς της. Έβγαλε το κλειδί από την τσάντα, ξεκλείδωσε και γλίστρησαν μέσα.
Στο κρεβάτι μετά έκανε όπως του είπε. Την έγδυσε επιδέξια σαν να καθάρισε κρεμμύδι και μέσα σε ασύλληπτη ηδονή την έκανε δική του.