Εκεί
που το κλαρίνο και οι μελωδίες του έρχονται να δέσουν το τότε με το
τώρα.
Γιατί όση ανάγκη είχε για γλέντι ο Έλληνας της υπαίθρου τις
δεκαετίες του ’50 και του ’60, με τα τόσα βάσανα που κουβαλούσε η
μεταπολεμική Ελλάδα, άλλο τόσο έχει και σήμερα – σε καθεστώς οικονομικής
στενότητας και δεκάδων άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην
καθημερινότητά του.....
Με θυμάμαι κάθε χρόνο το καλοκαίρι να ξεσηκώνω φίλους και γνωστούς για να πάμε σε κάποιο πανηγύρι στα χωριά της Μεσσηνίας
Όχι βέβαια ότι κι αυτοί δεν ήθελαν – απλά δεν παραδέχονταν (για διάφορους λόγους) ότι τους αρέσει αυτή η μορφή διασκέδασης, άσχετα αν στο τέλος όλοι φεύγαμε ευχαριστημένοι.
Και η αλήθεια είναι ότι σε μια γενιά που γαλουχήθηκε με ελαφρολαϊκά, ποπ, χιπ χοπ, μέταλ κλπ η μουσική του κλαρίνου και τα δημοτικά τραγούδια φαντάζουν πολύ ξενικά στα αυτιά της.
Είναι όμως μόνο αυτό ένα πανηγύρι – όπως κάποιοι ρηχά θέλουν να αποδομήσουν, έχοντας ως επιχείρημα το «απαπά δεν τα αντέχω τα κλαρίνα»;
Το ελληνικό πανηγύρι λοιπόν είναι η γέφυρα του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον.
Εκεί που το κλαρίνο και οι μελωδίες του έρχονται να δέσουν το τότε με το τώρα. Γιατί όση ανάγκη είχε για γλέντι ο Έλληνας της υπαίθρου τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με τα τόσα βάσανα που κουβαλούσε η μεταπολεμική Ελλάδα, άλλο τόσο έχει και σήμερα – σε καθεστώς οικονομικής στενότητας και δεκάδων άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του.
Το ελληνικό πανηγύρι λοιπόν – είναι τα άδεια μπουκάλια μπύρας ή κρασιού πάνω στο τραπέζι και η προτροπή στον σερβιτόρο να φέρει κι άλλα…
Είναι η λαδόκολλα με την ψητή γουρνοπούλα ή τα σουβλάκια και οι τεράστιες ουρές που δημιουργούνται στην αναμονή τους…
Είναι το να κοιτάς την ώρα και να μη πιστεύεις ότι περνάει τόσο γρήγορα καθώς έρχεται το ξημέρωμα…
Είναι οι παιδικές αναμνήσεις που έχεις κρατημένες καi ξέρεις πως είναι αδύνατο να γυρίσουν πίσω καθώς περιλαμβάνουν πρόσωπα που δεν είναι πια στη ζωή (ή έστω στη ζωή σου)…
Οι πατεράδες μας, οι παππούδες μας, οι συγγενείς μας που μας έμαθαν ότι κάποιες γιορτές ταυτίζονται με πανηγύρια…
Είναι οι άνδρες που φοράνε τα καλά τους ρούχα, πάντα περιποιημένοι, πάντα καλογυαλισμένοι – μια φορά το χρόνο γιορτάζει το χωριό μας…
Οι γυναίκες με το καινούριο τους φόρεμα και το μαλλί «γκαρμπολάχανο» που ψάχνουν την πρώτη αφορμή να σηκωθούν για χορό – γιατί δηλαδή οι άλλες καλύτερες ή πιο ωραίες είναι;
Είναι οι στιγμές – όπως τότε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, που περίμενες να δεις τις κοπέλες που σου άρεσαν στα διπλανά τραπέζια και κατάστρωνες σχέδιο για το πώς θα τις πλησιάσεις και θα τις μιλήσεις…
Βέβαια – τώρα που το ξανασκέφτομαι – η παραπάνω συνήθεια δεν έφυγε μαζί με την εφηβεία μας…
Ελληνικό πανηγύρι τέλος – είναι το να είσαι κάτω από τα αστέρια και τον γλυκό καλοκαιρινό ουρανό και να περνάς καλά ακούγοντας από το «ρίξε μου το ραβασάκι» μέχρι το «πως το τρίβουν το πιπέρι», ως και το Despacito με κλαρίνο…
Γιατί ο Έλληνας θα είναι πάντα γλεντζές, εφευρετικός και δε πρόκειται να ξεχάσει ποτέ τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του.
Όχι βέβαια ότι κι αυτοί δεν ήθελαν – απλά δεν παραδέχονταν (για διάφορους λόγους) ότι τους αρέσει αυτή η μορφή διασκέδασης, άσχετα αν στο τέλος όλοι φεύγαμε ευχαριστημένοι.
Και η αλήθεια είναι ότι σε μια γενιά που γαλουχήθηκε με ελαφρολαϊκά, ποπ, χιπ χοπ, μέταλ κλπ η μουσική του κλαρίνου και τα δημοτικά τραγούδια φαντάζουν πολύ ξενικά στα αυτιά της.
Είναι όμως μόνο αυτό ένα πανηγύρι – όπως κάποιοι ρηχά θέλουν να αποδομήσουν, έχοντας ως επιχείρημα το «απαπά δεν τα αντέχω τα κλαρίνα»;
Το ελληνικό πανηγύρι λοιπόν είναι η γέφυρα του παρελθόντος με το παρόν και το μέλλον.
Εκεί που το κλαρίνο και οι μελωδίες του έρχονται να δέσουν το τότε με το τώρα. Γιατί όση ανάγκη είχε για γλέντι ο Έλληνας της υπαίθρου τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με τα τόσα βάσανα που κουβαλούσε η μεταπολεμική Ελλάδα, άλλο τόσο έχει και σήμερα – σε καθεστώς οικονομικής στενότητας και δεκάδων άλλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του.
Το ελληνικό πανηγύρι λοιπόν – είναι τα άδεια μπουκάλια μπύρας ή κρασιού πάνω στο τραπέζι και η προτροπή στον σερβιτόρο να φέρει κι άλλα…
Είναι η λαδόκολλα με την ψητή γουρνοπούλα ή τα σουβλάκια και οι τεράστιες ουρές που δημιουργούνται στην αναμονή τους…
Είναι το να κοιτάς την ώρα και να μη πιστεύεις ότι περνάει τόσο γρήγορα καθώς έρχεται το ξημέρωμα…
Είναι οι παιδικές αναμνήσεις που έχεις κρατημένες καi ξέρεις πως είναι αδύνατο να γυρίσουν πίσω καθώς περιλαμβάνουν πρόσωπα που δεν είναι πια στη ζωή (ή έστω στη ζωή σου)…
Οι πατεράδες μας, οι παππούδες μας, οι συγγενείς μας που μας έμαθαν ότι κάποιες γιορτές ταυτίζονται με πανηγύρια…
Είναι οι άνδρες που φοράνε τα καλά τους ρούχα, πάντα περιποιημένοι, πάντα καλογυαλισμένοι – μια φορά το χρόνο γιορτάζει το χωριό μας…
Οι γυναίκες με το καινούριο τους φόρεμα και το μαλλί «γκαρμπολάχανο» που ψάχνουν την πρώτη αφορμή να σηκωθούν για χορό – γιατί δηλαδή οι άλλες καλύτερες ή πιο ωραίες είναι;
Είναι οι στιγμές – όπως τότε στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, που περίμενες να δεις τις κοπέλες που σου άρεσαν στα διπλανά τραπέζια και κατάστρωνες σχέδιο για το πώς θα τις πλησιάσεις και θα τις μιλήσεις…
Βέβαια – τώρα που το ξανασκέφτομαι – η παραπάνω συνήθεια δεν έφυγε μαζί με την εφηβεία μας…
Ελληνικό πανηγύρι τέλος – είναι το να είσαι κάτω από τα αστέρια και τον γλυκό καλοκαιρινό ουρανό και να περνάς καλά ακούγοντας από το «ρίξε μου το ραβασάκι» μέχρι το «πως το τρίβουν το πιπέρι», ως και το Despacito με κλαρίνο…
Γιατί ο Έλληνας θα είναι πάντα γλεντζές, εφευρετικός και δε πρόκειται να ξεχάσει ποτέ τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του.