Της Νάντιας Γιαννακοπούλου
Είναι γεγονός ότι κάθε κρίση επιφέρει μια περίοδο ανακατατάξεων. Η αναζήτηση των αιτίων της κρίσης, η επεξεργασία τους και η ανεύρεση και εφαρμογή των φερόμενων ως λύσεων δημιουργούν ένα νέο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Το νέο καθεστώς τείνει να γίνει η μελλοντική καθημερινότητα, το νέο πλαίσιο λειτουργίας, τα χρηστά ήθη της εποχής που θα ακολουθήσει και, εν πολλοίς, το περίγραμμα που θα οριοθετήσει το επίπεδο διαβίωσης και θα διαμορφώσει την νέα κοινωνική πραγματικότητα της νέας εποχής, μέχρι την επόμενη.
Μία κρίση επιδέχεται πολλών ερμηνειών, άλλωστε πολλές έχουμε ακούσει και διαβάσει αυτήν την περίοδο. Η κάθε ερμηνεία, όπως είναι εύκολα κατανοητό, αποδίδει την κρίση σε διαφορετικά αίτια και, ως αποτέλεσμα, φέρνει στο προσκήνιο διαφορετικές λύσεις. Η ανάλυση της κρίσης, επομένως, είναι αυτή που θα διαμορφώσει τη νέα πραγματικότητα και, στην περίπτωσή μας, θα μετασχηματίσει μια νέα Ευρώπη, μια νέα Ελλάδα. Στην πραγματικότητα συνεπάγεται ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, από τις αναπτυξιακές δυνατότητες και τις εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα, μέχρι παραδείγματος χάριν το επίπεδο αστυνόμευσης στην Κορώνη και την παροχή υπηρεσιών υγείας στην Τριφυλία.
Η αλήθεια είναι ότι το σημείο μέχρι το οποίο θα έφταναν οι αλλαγές αυτές, ήταν ένα ερωτηματικό ακόμη και μέχρι τον προθάλαμο της κρίσης. Και, πλέον, στο ναδίρ (;) της ύφεσης είναι από όλους απόλυτα αντιληπτό ότι οι αλλαγές αγγίζουν, μετατρέπουν και, πολλές φορές, ανατρέπουν τόσο τον μικρόκοσμό μας όσο και το παγκόσμιο «status quo». Εν ολίγοις, βρισκόμαστε καταμεσής σε μία από αυτές τις περιόδους, όπου οι αλλαγές θα διαμορφώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των επόμενων γενεών. Συνεπώς, όχι μόνο δεν πρέπει να λαμβάνονται αψήφιστα, αλλά πρέπει να είναι προϊόν ενδελεχούς και λεπτομερούς πολιτικής διερεύνησης. Με άλλα λόγια, απαιτείται η μέγιστη δυνατή πολιτική υπευθυνότητα στη λήψη αποφάσεων. Υπευθυνότητα, η οποία θα προκύπτει πρώτα και κύρια από τη λαϊκή εντολή και βούληση, η οποία με τη σειρά της αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Αυτές τις στιγμές, ο γνώμονας και ο στόχος σύμφωνα με τον οποίο θα ληφθούν οι αποφάσεις πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Η ευρεία μάζα, η εκτενής πλειοψηφία των πολιτών πρέπει να είναι η πηγή και η κατάληξη των αλλαγών. Η πολιτική και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, άλλωστε, δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν εάν δεν ανταποκρίνονται στην δεδηλωμένη εντολή του λαού. Μία εντολή που για να είναι ξεκάθαρη, πρέπει προεκλογικά να βασίζεται σε σαφείς πολιτικές κατευθύνσεις και μετεκλογικά να ανταποκρίνεται σε πολιτικές δεσμεύσεις. Αφενός, δεσμεύσεις οι οποίες λαμβάνονται σε αναλογία με το παρελθόν, και αφετέρου κατευθύνσεις μακρόπνοες, των οποίων η στόχευση περνάει από ένα πλέγμα βραχυπρόθεσμων πολιτικών μέτρων που θα ενισχύουν το «τώρα», αλλά και θα επενδύουν στο μέλλον.
Σε αυτό το κάδρο της λήψης των πολιτικών αποφάσεων, θα χάναμε μεγάλο μέρος εάν δεν αναλογιζόμασταν ότι το ελληνικό κράτος είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και κατευθύνσεων αιώνων, ή για την ακρίβεια από την ίδρυσή του. Πέρα, λοιπόν, από τα μύρια όσα έχουμε κληρονομήσει και για τα οποία μπορεί να αισθανόμαστε περήφανοι σαν Έλληνες, παράλληλα έχουμε κληρονομήσει και ένα τεράστιο, δυσανάλογο με τις δυνατότητές μας, χρέος. Χρέος, το οποίο μας επηρεάζει βαθύτατα σήμερα και αποτελεί σημαντική αρνητική παρακαταθήκη για το μέλλον, όχι μόνο του ελληνικού κράτους αλλά και των επόμενων γενεών των Ελλήνων πολιτών. Συνεπώς, η κυβέρνηση αυτήν τη στιγμή καλείται να κρατήσει μια ιδιότυπη ισορροπία ανάμεσα στην επένδυση στον πολίτη και στην επένδυση για την αποπληρωμή του χρέους, το οποίο πλέον έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη, την μετατρέπει και, όπως προανέφερα, πολλές φορές την ανατρέπει.
Αυτές τις στιγμές, ωστόσο, η στόχευση όλων μας οφείλει να παραμένει ο άνθρωπος. Ο παράγοντας ‘‘χρέος’’ είναι πολύ σημαντικός για την επίτευξη του στόχου, αλλά επ’ ουδενί δεν πρέπει να μετατραπεί στον ίδιο τον στόχο. Οι προτάσεις όλων μας οφείλουν να είναι όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερες, αλλά η πολιτική μας δραστηριότητα πρέπει να συνεχίσει να υπηρετεί και να λειτουργεί προς την επίτευξη του βέλτιστου δυνατού επιπέδου διαβίωσης για τον Έλληνα πολίτη. Η πίεση προς την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία της χώρας πρέπει να ασκείται από τους βουλευτές, να είναι στοχευμένη και να βασίζεται τόσο σε βραχυπρόθεσμους όσο και σε μακροπρόθεσμους στόχους. Από μέρους της, η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο οφείλουν να κρίνουν τις προτάσεις, να τις αξιολογούν και άλλες φορές να τις κάνουν δεκτές και άλλες όχι. Άλλωστε, κανείς πολίτης ή ακόμη και βουλευτής δε γνωρίζει, και δε μπορεί να γνωρίζει, ανά πάσα στιγμή την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και τις καθημερινές επιδιώξεις του οικονομικού επιτελείου. Και σε αυτόν τον επίλογο, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι πολλές από τις πιέσεις, τις οποίες κάποιοι βαφτίζουν λαϊκισμό, κατά καιρούς έχουν επαναξιολογηθεί από την κυβέρνηση και έχουν γίνει δεκτές, είτε σε επίπεδο δημόσιων υπηρεσιών, όπως με τη συνέχιση της Διεύθυνσης Γεωργίας Τριφυλίας, την αφύπνιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τον εξορθολογισμό των οικονομικών της ΕΡΤ, την εγκατάσταση του Τμήματος Μεταγωγών στη Μεσσηνία, την αποπληρωμή των χρημάτων για τη λειτουργία των χειρουργείων του νοσοκομείου Κυπαρισσίας κ. α., είτε σε επίπεδο κοινωνικών παροχών, όπως με το πολυτεκνικό επίδομα, τη συνέχιση του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι», τη συνέχιση της ενίσχυσης των πυρόπληκτων περιοχών και των χρημάτων του Ειδικού Ταμείου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών, την καταβολή της Δωρεάν Κρατικής Αρωγής για τους σεισμόπληκτους συμπολίτες μας κ. α. Και, βεβαίως, κι άλλα πολλά τα οποία είναι πέραν από τους σκοπούς αυτού εδώ του άρθρου να αναφερθούν…
Είναι γεγονός ότι κάθε κρίση επιφέρει μια περίοδο ανακατατάξεων. Η αναζήτηση των αιτίων της κρίσης, η επεξεργασία τους και η ανεύρεση και εφαρμογή των φερόμενων ως λύσεων δημιουργούν ένα νέο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι. Το νέο καθεστώς τείνει να γίνει η μελλοντική καθημερινότητα, το νέο πλαίσιο λειτουργίας, τα χρηστά ήθη της εποχής που θα ακολουθήσει και, εν πολλοίς, το περίγραμμα που θα οριοθετήσει το επίπεδο διαβίωσης και θα διαμορφώσει την νέα κοινωνική πραγματικότητα της νέας εποχής, μέχρι την επόμενη.
Μία κρίση επιδέχεται πολλών ερμηνειών, άλλωστε πολλές έχουμε ακούσει και διαβάσει αυτήν την περίοδο. Η κάθε ερμηνεία, όπως είναι εύκολα κατανοητό, αποδίδει την κρίση σε διαφορετικά αίτια και, ως αποτέλεσμα, φέρνει στο προσκήνιο διαφορετικές λύσεις. Η ανάλυση της κρίσης, επομένως, είναι αυτή που θα διαμορφώσει τη νέα πραγματικότητα και, στην περίπτωσή μας, θα μετασχηματίσει μια νέα Ευρώπη, μια νέα Ελλάδα. Στην πραγματικότητα συνεπάγεται ριζικές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας, από τις αναπτυξιακές δυνατότητες και τις εργασιακές σχέσεις στην Ευρώπη και την Ελλάδα, μέχρι παραδείγματος χάριν το επίπεδο αστυνόμευσης στην Κορώνη και την παροχή υπηρεσιών υγείας στην Τριφυλία.
Η αλήθεια είναι ότι το σημείο μέχρι το οποίο θα έφταναν οι αλλαγές αυτές, ήταν ένα ερωτηματικό ακόμη και μέχρι τον προθάλαμο της κρίσης. Και, πλέον, στο ναδίρ (;) της ύφεσης είναι από όλους απόλυτα αντιληπτό ότι οι αλλαγές αγγίζουν, μετατρέπουν και, πολλές φορές, ανατρέπουν τόσο τον μικρόκοσμό μας όσο και το παγκόσμιο «status quo». Εν ολίγοις, βρισκόμαστε καταμεσής σε μία από αυτές τις περιόδους, όπου οι αλλαγές θα διαμορφώσουν τις συνθήκες διαβίωσης των επόμενων γενεών. Συνεπώς, όχι μόνο δεν πρέπει να λαμβάνονται αψήφιστα, αλλά πρέπει να είναι προϊόν ενδελεχούς και λεπτομερούς πολιτικής διερεύνησης. Με άλλα λόγια, απαιτείται η μέγιστη δυνατή πολιτική υπευθυνότητα στη λήψη αποφάσεων. Υπευθυνότητα, η οποία θα προκύπτει πρώτα και κύρια από τη λαϊκή εντολή και βούληση, η οποία με τη σειρά της αποτελεί το θεμέλιο λίθο του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Αυτές τις στιγμές, ο γνώμονας και ο στόχος σύμφωνα με τον οποίο θα ληφθούν οι αποφάσεις πρέπει να είναι ο άνθρωπος. Η ευρεία μάζα, η εκτενής πλειοψηφία των πολιτών πρέπει να είναι η πηγή και η κατάληξη των αλλαγών. Η πολιτική και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, άλλωστε, δεν έχουν τίποτα να προσφέρουν εάν δεν ανταποκρίνονται στην δεδηλωμένη εντολή του λαού. Μία εντολή που για να είναι ξεκάθαρη, πρέπει προεκλογικά να βασίζεται σε σαφείς πολιτικές κατευθύνσεις και μετεκλογικά να ανταποκρίνεται σε πολιτικές δεσμεύσεις. Αφενός, δεσμεύσεις οι οποίες λαμβάνονται σε αναλογία με το παρελθόν, και αφετέρου κατευθύνσεις μακρόπνοες, των οποίων η στόχευση περνάει από ένα πλέγμα βραχυπρόθεσμων πολιτικών μέτρων που θα ενισχύουν το «τώρα», αλλά και θα επενδύουν στο μέλλον.
Σε αυτό το κάδρο της λήψης των πολιτικών αποφάσεων, θα χάναμε μεγάλο μέρος εάν δεν αναλογιζόμασταν ότι το ελληνικό κράτος είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών και κατευθύνσεων αιώνων, ή για την ακρίβεια από την ίδρυσή του. Πέρα, λοιπόν, από τα μύρια όσα έχουμε κληρονομήσει και για τα οποία μπορεί να αισθανόμαστε περήφανοι σαν Έλληνες, παράλληλα έχουμε κληρονομήσει και ένα τεράστιο, δυσανάλογο με τις δυνατότητές μας, χρέος. Χρέος, το οποίο μας επηρεάζει βαθύτατα σήμερα και αποτελεί σημαντική αρνητική παρακαταθήκη για το μέλλον, όχι μόνο του ελληνικού κράτους αλλά και των επόμενων γενεών των Ελλήνων πολιτών. Συνεπώς, η κυβέρνηση αυτήν τη στιγμή καλείται να κρατήσει μια ιδιότυπη ισορροπία ανάμεσα στην επένδυση στον πολίτη και στην επένδυση για την αποπληρωμή του χρέους, το οποίο πλέον έχει μπει για τα καλά στην καθημερινότητα του Έλληνα πολίτη, την μετατρέπει και, όπως προανέφερα, πολλές φορές την ανατρέπει.
Αυτές τις στιγμές, ωστόσο, η στόχευση όλων μας οφείλει να παραμένει ο άνθρωπος. Ο παράγοντας ‘‘χρέος’’ είναι πολύ σημαντικός για την επίτευξη του στόχου, αλλά επ’ ουδενί δεν πρέπει να μετατραπεί στον ίδιο τον στόχο. Οι προτάσεις όλων μας οφείλουν να είναι όσο το δυνατόν ρεαλιστικότερες, αλλά η πολιτική μας δραστηριότητα πρέπει να συνεχίσει να υπηρετεί και να λειτουργεί προς την επίτευξη του βέλτιστου δυνατού επιπέδου διαβίωσης για τον Έλληνα πολίτη. Η πίεση προς την κυβέρνηση και την πολιτική ηγεσία της χώρας πρέπει να ασκείται από τους βουλευτές, να είναι στοχευμένη και να βασίζεται τόσο σε βραχυπρόθεσμους όσο και σε μακροπρόθεσμους στόχους. Από μέρους της, η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο οφείλουν να κρίνουν τις προτάσεις, να τις αξιολογούν και άλλες φορές να τις κάνουν δεκτές και άλλες όχι. Άλλωστε, κανείς πολίτης ή ακόμη και βουλευτής δε γνωρίζει, και δε μπορεί να γνωρίζει, ανά πάσα στιγμή την πορεία των δημοσιονομικών μεγεθών και τις καθημερινές επιδιώξεις του οικονομικού επιτελείου. Και σε αυτόν τον επίλογο, οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι πολλές από τις πιέσεις, τις οποίες κάποιοι βαφτίζουν λαϊκισμό, κατά καιρούς έχουν επαναξιολογηθεί από την κυβέρνηση και έχουν γίνει δεκτές, είτε σε επίπεδο δημόσιων υπηρεσιών, όπως με τη συνέχιση της Διεύθυνσης Γεωργίας Τριφυλίας, την αφύπνιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, τον εξορθολογισμό των οικονομικών της ΕΡΤ, την εγκατάσταση του Τμήματος Μεταγωγών στη Μεσσηνία, την αποπληρωμή των χρημάτων για τη λειτουργία των χειρουργείων του νοσοκομείου Κυπαρισσίας κ. α., είτε σε επίπεδο κοινωνικών παροχών, όπως με το πολυτεκνικό επίδομα, τη συνέχιση του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι», τη συνέχιση της ενίσχυσης των πυρόπληκτων περιοχών και των χρημάτων του Ειδικού Ταμείου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών, την καταβολή της Δωρεάν Κρατικής Αρωγής για τους σεισμόπληκτους συμπολίτες μας κ. α. Και, βεβαίως, κι άλλα πολλά τα οποία είναι πέραν από τους σκοπούς αυτού εδώ του άρθρου να αναφερθούν…