ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΜΕΣΣΗΝΙΑ ,ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ ΕΛΛΑΔΑ ΔΙΕΘΝΗ ΓΕΝΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
23.12.14
Καλαματιανή παραμύθιαζε Ροδίτη και του αποσπούσε χρήματα!
Με την υπ’ αρίθμ. 132/2014 απόφαση του Πολυμελούς
Πρωτοδικείου Ρόδου έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή αποζημίωσης ύψους
150.000 ευρώ σε βάρος μιας Καλαµατιανής, που φέρεται να κατόρθωσε να
αφαιρέσει σηµαντικά ποσά από Ροδίτη, µε τον οποίο είχε σχέση, πείθοντάς
τον ότι εργαζόταν στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) αλλά και ότι ο
αδελφός της είχε… απαχθεί.
Το ποινικό δικαστήριο, που εξέτασε την ίδια υπόθεση σε δεύτερο βαθμό,
μετά την άσκηση έφεσης υπέρ του νόμου κατά της πρωτόδικης καταδίκης της,
και την κατεδίκασε σε ποινή φυλάκισης 3 ετών, με 3ετή αναστολή,
απεφάσισε να επιβάλει βαρύτερη ποινή στην κατηγορούμενη, η οποία
ερημοδικάστηκε και θεωρείται πλέον φυγόποινη.
Εχει ειδικότερα καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης 4 ετών, μετατρέψιμη προς 5 ευρώ ημερησίως.
Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την απόφασή του διατάσσει την
εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα αποζημίωση ύψους 80.800 ευρώ. Εκ
του ποσού αυτού προσδιορίζει προσωρινά εκτελεστό το ποσό των 50.000 ευρώ
και προβλέπει σε περίπτωση μη εκτέλεσης της απόφασης την 6μηνη
προσωπική κράτηση της Καλαματιανής.
Καταδικάζει την εναγόμενη εξάλλου και στη δικαστική δαπάνη του ενάγοντος ύψους 2.450 ευρώ. Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Η κατηγορούµενη και ο µηνυτής γνωρίσθηκαν στη Ρόδο τον Οκτώβριο του
2008. Η κατηγορουµένη φέρεται να ανέφερε ψευδώς στον µηνυτή ότι ήταν
δημόσιος υπάλληλος και ειδικότερα υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισµού,
αποσπασµένη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), ότι ήταν κάτοικος
Αθηνών, ότι διέθετε µεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία στην Αθήνα και στη
Μάνη και ότι ήταν άγαµη.
Περαιτέρω φέρεται να του είπε ότι βρισκόταν στη Ρόδο για υπηρεσιακούς
λόγους αλλά λόγω της σοβαρότητας της αποστολής της, δεν µπορούσε να τους
αποκαλύψει. Η φιλική σχέση εξελίχθηκε σε ερωτική και η κατηγορούµενη
ερχόταν στη Ρόδο για λίγο χρονικό διάστηµα και µετά έφευγε,
προφασιζόµενη ψευδώς “υπηρεσιακούς λόγους”.
Κατά τη διάρκεια της παραµονής της και των σχεδόν καθηµερινών
τηλεφωνικών επαφών που είχαν, ανέφερε ψευδώς κατά διαστήµατα στο µηνυτή
ότι ο πατέρας της είχε ασθενήσει βαριά, ότι ο αδελφός της είχε πέσει
θύµα απαγωγής και ότι οι απαγωγείς ζητούσαν για να τον απελευθερώσουν
1.000.000 ευρώ ως λύτρα και γι’ αυτό είχε άµεση ανάγκη χρηµάτων. Γι’
αυτό ζήτησε από τον µηνυτή να την βοηθήσει δανείζοντάς της ένα ποσό το
οποίο θα του επέστρεφε µόλις πωλούσε ένα ακίνητο, που κατείχε δήθεν στη
Μάνη.
Ο µηνυτής λόγω της σχέσης εµπιστοσύνης που είχε δηµιουργηθεί µεταξύ
τους, αφού η κατηγορούµενη τον διαβεβαίωνε συνεχώς ότι θέλει να είναι
µαζί του, ότι είχε σκοπό να καταλήξει η σχέση τους σε γάµο και ότι
κατέβαλλε απεγνωσµένες προσπάθειες για να καταφέρει να µετατεθεί από την
Κεντρική Υπηρεσία της Ε.Υ.Π. στην Αθήνα, στο τοπικό κλιµάκιο της Ρόδου,
φέρεται να πείσθηκε και της κατέβαλε τµηµατικά 28.800 ευρώ.
Στη συνέχεια η κατηγορούµενη ανέφερε ψευδώς στον µηνυτή ότι ο αδελφός
της ενδιαφερόταν να συστήσει µαζί του µια αφανή εταιρεία µε σκοπό την
πώληση στη Ρόδο τοπικών προϊόντων της Μάνης και της Καλαµάτας, στην
οποία θα συµµετείχε και αυτή. Ο Ροδίτης συµφώνησε και η κατηγορούµενη
µέσα στο εν λόγω χρονικό διάστηµα του δήλωσε ότι όλα τα δικαιολογητικά
είχαν συγκεντρωθεί, ότι η σύσταση ήταν έτοιµη και ότι έπρεπε να
καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ ως συµµετοχή του στην υπό σύσταση
εταιρεία.
Τέλος Μαρτίου του 2010 κατά τη συνάντησή τους στη Ρόδο, η κατηγορούµενη
ανέφερε ψευδώς στον µηνυτή ότι είχε εγγυηθεί για να λάβει δάνειο κάποιος
πολύ γνωστός της από ηθική υποχρέωση και ότι έπρεπε να καταβάλει άµεσα
στην τράπεζα το ποσό των 16.000 ευρώ και τον έπεισε να της καταβάλει
τοις µετρητοίς το ανωτέρω ποσό.
Από το Μάρτιο του 2010 η κατηγορούµενη δεν ήλθε ξανά στη Ρόδο και δεν
απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις του µηνυτή. Όταν, µετά από πολλές
προσπάθειες ο µηνυτής κατάφερε να επικοινωνήσει µαζί της, η
κατηγορούµενη του ανέφερε ότι ο πατέρας της είχε αποβιώσει, ότι ο
αδερφός της, µε τον οποίο επρόκειτο ο µηνυτής να συνεταιρισθεί είχε
αυτοκτονήσει, ότι εξαιτίας αυτών των γεγονότων ήταν σε άσχηµη ψυχολογική
κατάσταση και ότι ήθελε λίγο καιρό να µείνει µόνη της για να συνέλθει.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση που είχε δηµιουργηθεί ο µηνυτής προσπάθησε
να µάθει τι πραγµατικά είχε συµβεί και ανακάλυψε ότι όλα όσα του είχε
διηγηθεί η κατηγορούµενη ήταν ψευδή, αφού δεν ήταν υπάλληλος του
υπουργείου πολιτισµού αποσπασµένη στην ΕΥΠ, αλλά αγρότισσα, είχε τρία
παιδιά, δεν διέθετε ακίνητη περιουσία, δεν είχε ασθενήσει βαριά ούτε
µετέπειτα είχε αποβιώσει ο πατέρας της, δεν είχε αυτοκτονήσει ο αδερφός
της, δεν ήταν έτοιµα τα δικαιολογητικά για τη σύσταση της εταιρείας και
δεν είχε εγγυηθεί για γνωστό της πρόσωπο. Η κατηγορούµενη αρνήθηκε στο πλαίσιο της προανάκρισης την κατηγορία
και ισχυρίζεται ότι ο µηνυτής ήξερε την αλήθεια γι’ αυτήν, αφού ποτέ δεν
του ανέφερε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, ότι τα χρηµατικά ποσά της τα
έστελνε µε σκοπό να την πείσει να γυρίσει πίσω για να συνεχίσουν να
είναι µαζί και ότι την µήνυση την υπέβαλε για λόγους εκδίκησης. Ως
συνήγοροι του θύματος παρέστησαν οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Ταμπάκης και
Πολύβιος Γαλιουδάκης.