Του
Παν. Αντωνόπουλου
Εννιά νύχτες οι άνθρωποι που ζούσαν
κοντά στη λίμνη άκουγαν γεμάτοι οργή και κατάπληξη ένα νυχτοκόρακα να θρηνεί
ακατάπαυστα με κραυγές που πετούσαν φλόγες, καθισμένος στο κυπαρίσσι που έμοιαζε σαν λεπιδωτός
δράκοντας, στα βορινά της συνοικίας.
Κι όσο η ορμητική μανία του αέρα και
το θυελλώδες θρηνητικό τραγούδι του τάραζαν τις άγριες νύχτες και σκορπούσαν
τον τρόμο και τη φρίκη στους κατοίκους, άλλο τόσο και η μαζική υστερία γινόταν
πιο έντονη κι ανυπόφορη.
Έτσι οι περισσότεροι παραμέλησαν ή
ξέχασαν τις καθημερινές τους ασχολίες, τριγύριζαν νευρικά κι άσκοπα από χωράφι
σε χωράφι, η φωνή τους φοβισμένη δεν ακουγόταν πια, η λάμψη των ματιών τους
ξαφνικά έσβησε κι όλα έδειχναν πως το ταραγμένο μυαλό τους το βασάνιζε ο απροσδόκητος αυτός νύχτιος
επισκέπτης που τόσο ανείπωτο τρόμο τους προκαλούσε.
Μια νύχτα που στα σκοτεινά τον
κοιτούσαν κι άκουγαν φοβισμένοι κι απορημένοι τις θρηνητικές κραυγές του,
κάποιος είπε ψιθυριστά στη νεκρική σιωπή τους : << Αχ, ναι ! Μέρες το
στοχάζομαι αυτό! Το ισχνό τούτο κοράκι με την πύρινη ματιά του, κρώζει και
θρηνεί για το θάνατο του ποιητή μας ! >> και κοιτάζοντας τους άλλους
κατάματα με θυμωμένη ματιά, πρόσθεσε
εκνευρισμένος : << Ξεχάσατε την περιφρόνηση που του δείχναμε σαν ζούσε
και την αδιαφορία μας στο ανυπόφορο μαρτύριο της αγωνίας του θανάτου του ;
>>
Δυστυχώς τούτη του η ειλικρίνεια έκανε
πολλούς να στραφούν με δαιμονικό μένος εναντίον του έτοιμοι να τον χτυπήσουν με μια σφηνωμένη γροθιά στο
κρανίο του, αλλά η κραυγή του πουλιού, τους συγκράτησε κι αποσόβησε το συμβάν.
Έτσι με πλήρη επίγνωση πια της αθλιότητας που επιχείρησαν εναντίον του κίνησαν
για τα σπίτια τους με τον απόηχο πάντα
των λόγων του μέσα τους να τους βαραίνει την καρδιά.
Μακριά λοιπόν από τους ανθρώπους όσο
ζούσε ο ποιητής ξεχνούσε το κτήνος που ήταν πλασμένο κατ’ εικόνα του Υψίστου κι
έβρισκε ευλογημένη ανάπαυση στη συντροφιά με τα δημιουργήματα της φύσης. Έτσι
χωρίς να νιώθει σαν εφιάλτης μαζί τους αποφάσισε με απλή κι εύκολη διαδικασία
να γίνει φίλος με το νυχτοκόρακα της λίμνης.
Τον γνώρισε ένα μουντό σούρουπο του
φθινοπώρου, όταν συντριμμένος από τον πνιγμό ενός νέου Άδωνη στα κρύα και
σκοτεινά νερά της λίμνης, περιφερόταν στην ήσυχη όχθη της για να γιατρέψει τον
άγριο πόνο του. Και τότε μέσα στην ποικιλία
της βλάστησης είδε τον όμορφο ερωδιό να έρχεται κατά πάνω του με έναν
αργό βηματισμό και να τον πλησιάζει αρκετά, δείχνοντας πρωτοφανές θάρρος για πελαγόμορφο
πτηνό.
Εντυπωσιακό καθώς ήταν με το παχύ του
σώμα, το κοντό λαιμό, τα κοντά πόδια, το χαρακτηριστικό χρωματισμό με τη μαύρη
ράχη και το μαύρο στέμμα στο κεφάλι, έκανε τον ποιητή αιχμάλωτο του θάμπους
του, που τον καθήλωσε στη θέση του, ακίνητο, να το θαυμάζει. To ίδιο
έκανε και το πουλί. Άνοιξε τα φτερά του,
τα φτερούγισε με πάταγο και σαν τον
χαιρέτησε, τον κοίταξε για μεγάλη διάρκεια με το ισχυρό του ράμφος κατ΄ ευθείαν
στα μάτια. Ύστερα με μια χαρακτηριστική κραυγή που δεν άρεσε στον ποιητή,
πέταξε λίγο πιο πέρα στο έλος για αναζήτηση της τροφής του, ανάμεσα στα αμφίβια
και στα έντομα που φώλιαζαν στα δέντρα και στην πυκνή βλάστηση της λίμνης.
<< Τι διαστροφή κι αυτή της
φύσης, να δίνει σ’ ένα τόσο όμορφο πουλί μια τέτοια φριχτή φωνή ! >>
σκέφτηκε για μια στιγμή σαν είδε το πουλί να χάνεται από μπρος του, κι αμέσως ένιωσε ένα αίσθημα ανάμικτο
από ντροπή και μεταμέλεια για τα λόγια
του. Έτσι αφού απόμεινε εκεί στην άκρη της λίμνης για πολλή ώρα ακόμη,
νιώθοντας αυτή την αντιπάθεια και τη θλίψη του για το μοιραίο νυχτοκόρακα που
ήταν καταδικασμένος να κράζει αντί να κελαηδεί όμορφα, ετοιμάστηκε για την
επιστροφή στο σπίτι του.
Κι εκεί σαν έφτασε τον κυρίευσε μια
ξαφνική επιθυμία να γράψει κι ένας
χείμαρρος από όμορφους στίχους για το χαμένο Άδωνη ο ένας πίσω από τον
άλλο, του πλημμύρισαν τη σκέψη και τον
έκαναν να νιώσει υπέροχα σαν τους
αποτύπωνε στο λευκό χαρτί. Σε λίγο το ποίημα ανέδυε ελεύθερο και μεστό. <<
Τα χρώματα του μικρού Άδωνη >> σκέφτηκε χαρούμενος, << θα είναι ο
τίτλος της συλλογής σαν πάει την οριστική της μορφή >> και βυθίστηκε για λίγο στην ανυπαρξία της
μοναξιάς του και στο σιγανό βογκητό του
εσωτερικού του πόνου.
Ο νυχτοκόρακας από τότε δεν τον
ξεχνούσε. Ερχόταν ταχτικά τις νύχτες του καλοκαιριού στον κήπο του κι αναζητούσε
την τροφή του ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση των δέντρων και των χόρτων. Του
καθάριζε το χώρο από τα σκουλήκια, τα έντομα και τα φίδια και φώλιαζε ώρες-
ώρες σ’ ένα κορμό μιας γριάς βελανιδιάς στην είσοδο του σπιτιού του. Όλα ήταν
καλά κι ωραία μεταξύ τους με εξαίρεση εκείνη τη φρικτή φωνή του νυχτοκόρακα !
Κι όμως τούτο το όμορφο πουλί δεν είχε άλλο τρόπο να τον ευχαριστεί παρά με την
άσχημη φωνή του.
Ξυπνώντας από βαθύ λήθαργο πολλές
φορές ο ποιητής, διαρρήγνυε τα ιμάτιά του, για τη θλιβερή ενόχλησή του, αλλά η
συναίσθηση της φιλίας του και η αγάπη του για τον παραληρηματικό ερωδιό τον
έκανε να αναριγεί και να δέχεται ήπια τον εκκωφαντικό κυματισμό των κραυγών του
!
Η
συναίσθηση εξάλλου πως η πνευματική του διαύγεια αυξήθηκε μετά από τη γνωριμία του με το
πουλί, τον έκανε να μην ξεχωρίζει σκιές
ανάμεσα στον ίδιο και το νυχτοκόρακα και να τον βλέπει πάντα με φιλική και συντροφική διάθεση.
Γιατί διερωτόταν αν χωρίς τη φιλία του
πουλιού θα είχε γράψει τόσα και τόσα ωραία ποιήματα και περισσότερο το θαυμάσιο
ποίημα << Αδαμάντιο τόξο >> που αναφερόταν στο μικρό αγόρι που
κατασπάραξαν δυο πεινασμένα λυκόσκυλα στην αυλή του σπιτιού του και ύστερα
ζαρώνοντας τη μύτη τους σαν να μην
συνέβαινε τίποτα, ξάπλωσαν στα πόδια του πατέρα του και του τα έγλειφαν, ενώ
αυτός χωρίς να ξέρει πως ήταν οι φονιάδες του παιδιού του που πριν από λίγο
είχαν κάνει κομμάτια τις σάρκες του με τα κοφτερά δόντια τους, τα χάιδευε με
στοργή κι αγάπη!
Και τούτο γιατί σαν έμαθε το φριχτό μαντάτο στο σπίτι
του, ένιωσε μια κακή κι αόριστη διάθεση να τον κυριεύει κι ένα καταπιεσμένο
αίσθημα να του σφίγγει την ψυχή.
Έτσι για να ξεφύγει από τη νοσηρή και ενοχλητική σκέψη
που τον βασάνιζε όσο σκεπτόταν το θάνατο του αγοριού, τράβηξε για τη λίμνη για
να ξεχαστεί στα ήσυχα και γαλανά νερά της.
Και τότε όπως κι
άλλες φορές η κομψότητα και η
ομορφιά του ερωδιού τον έκανε να γίνει ανθεκτικός στον πόνο και να εμπνευστεί
το ποίημα για το χαμένο παιδί και να το καταθέσει σαν στεφάνι στον τάφο του.
Έτσι χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο στο νυχτοκόρακα για
τις νύχτιες ενοχλητικές επισκέψεις του και τις άμουσε συναυλίες του, καλοτύχιζε
τον εαυτό του για την απροσδόκητη φιλία μαζί του κι ένιωθε ευτυχισμένος που
μπλέχτηκε στα πόδια του.
Το γεγονός ακόμη πως του έδιωχνε την
απελπισία και κάθε νοσηρή σκέψη για κάποιο επικείμενο κακό που θα του συνέβαινε
από στιγμή σε στιγμή, τον έκανε να τον
επισκέπτεται ταχτικά στο απόμερο έλος του και να τρέφεται από τα δυνατά
σαλπίσματα της ομορφιάς του.
Κι ο ερωδιός όταν άρχιζαν να πέφτουν
τα πρώτα σκοτάδια του σούρουπου, άφηνε τη φωλιά του και διώχνοντας τη
μελαγχολική του διάθεση, περπατούσε ανάμεσα
στα αραιά σχοίνα και τους σάπιους κορμούς των δέντρων και τον αναζητούσε με
επιμονή. Κι ως τον έβλεπε του αρκούσε μια ζεστή αλλά κακόηχη κραυγή να του
εκφράσει τα φιλικά του συναισθήματα.
Και τώρα εννιά νύχτες αυτό έκανε. Τον αναζητούσε και κοίταζε από
την κορυφή του κυπαρισσιού που καθόταν και θρηνούσε, μήπως τον δει από κάποια
χαραμάδα και τον αναγνωρίσει. Ώρες –ώρες άφηνε το κυπαρίσσι και κάνοντας
κύκλους πότε πάνω και πότε γύρω από το σπίτι τον έψαχνε απαρηγόρητο. Που και
που ξεγελασμένο από κάποια χλωμή αχτίδα του φεγγαριού, που άστραφτε ξαφνικά
μέσα στο διαβρωμένο σπίτι, ανοιγόκλεινε τις φτερούγες του και βουτούσε με
δυνατό πλατάγισμα στα τζάμια, αφήνοντας να γλιστρήσει πάνω τους επικίνδυνα το
ισχνό ράμφος του που με ορμή τα είχε χτυπήσει.
Πολλές φορές για αρκετά λεπτά
περπατούσε ψηλαφιστά στο πυκνό σκοτάδι ανάμεσα στις φυλλωσιές του κήπου που σαν τον έβλεπες σου έδινε την
εντύπωσε πως τον έψαχνε στις γωνίες, στις
μικρές εσοχές και στις κόγχες που υπήρχαν εκεί διάσπαρτες σε όλα τα
μέρη.
Όταν πια δεν έβρισκε το χαμένο ποιητή και οι
απειλητικές μορφές των δαιμόνων, τα σκελετωμένα σώματα κι άλλες τρομακτικές και
φοβερές εικόνες ξεπηδούσαν στους τοίχους
του σπιτιού και τους παραμόρφωνε, άρχιζε
το θρήνο του που όσο έπεφτε το σκοτάδι γινόταν κοφτερό ξυράφι και
σφύριζε σαν φίδι καθώς απλωνόταν στον
αέρα και στα αυτιά των ανθρώπων της λίμνης.
<< Η ψυχή του ποιητή από την
πλουτώνια χώρα μας φαιδρύνει με το θρήνο του>> είπε μια νύχτα ένας της
παρέας που διακρινόταν για το θάρρος του για να προσθέσει, δείχνοντας
μεταμέλεια για την κακή τους συμπεριφορά απέναντι στον ποιητή σαν ζούσε:
<< Κι όλα αυτά γιατί τον περιφρονούσαμε όσο ζούσε και το μίσος μας γι’
αυτόν είχε γίνει ρευστό, κακό τραγούδι!
>>
Έτσι
μια μέρα του φθινοπώρου που οι ουρανοί ήταν μαύροι και συννεφιασμένοι,
αποφάσισαν οι άρχοντες για να καταλύσουν τις νύχτιες επισκέψεις του πουλιού και
να απαλλαγούν από τους αστείρευτους θρήνους του να τιμήσουν τον ποιητή για να τον εξευμενίσουν!
Έτσι
σαν ήρθε η μέρα της τιμής ανέβηκε ο
ομιλητής με μάτια λαμπερά στο βήμα κι άρχισε να δείχνει με ουράνια λόγια τα
ποιητικά ύψη του νεκρού ποιητή, ενώ τα αστείρευτα δάκρυα του κόσμου που τον
άκουγε έδειχναν να μην έχουν τελειωμό από τη λύπη του για το χαμένο άστρο του και τα πεσμένα του φτερά στη χώρα
της σιωπής και της λήθης.
Σε
κάποια στιγμή όμως η φωνή του έσβησε γιατί η σκιά που φάνηκε να διαγράφεται στη
τζαμαρία της αίθουσας με τη δυνατή βοή του αέρα που ακούστηκε να κάνει θρύψαλα
τα τζάμια, τον έκανε να τα χάσει και τους καλεσμένους να στρέφουν με φόβο και
αγωνία τα κεφάλια τους προς το μέρος που ξεκίνησε το κακό.
Και
σαν οι πιο πολλοί σηκώθηκαν έντρομοι από τις θέσεις τους και κινήθηκαν να
φύγουν, είδαν με κομμένη αναπνοή το νυχτοκόρακα να χύνεται μέσα με ορμή και να φτερουγίζει
πάνω από τα κεφάλια τους έχοντας τα
άγρια μάτια του και τα γαμψά του νύχια, στραμμένα σ’ αυτούς.
Έτσι
αφού ζυγιάστηκε για λίγο στη μέση της αίθουσας και τους κοίταξε με
περιφρονητικό βλέμμα, τους άφησε και πήγε και κάθισε σε μια μπρούτζινη προτομή
που βρισκόταν στα δεξιά του ομιλητή. Κι εκεί με ανορθωμένο πάντα το κεφάλι του,
τους έδειχνε το παλιό κιτρινισμένο χειρόγραφο που κρατούσε στο ισχνό ράμφος
του. Κι αφού αυτό κράτησε για λίγο
δευτερόλεπτα, άρχισε ύστερα μέσα σ’ ένα
ξέφρενο παραλήρημα να θρηνεί με τις φριχτές κραυγές του. Τότε το χειρόγραφο
ξέφυγε από το ράμφος του και με την ορμή κοφτερού μαχαιριού πήγε κι έπεσε στα
πόδια του ομιλητή. Εκείνος μπροστά στις φωνές, τους βόγκους, τα τριξίματα, τη
βοή και τη σκόνη που άφηναν πίσω τους οι φοβισμένοι καλεσμένοι, σαν
ετοιμάζονταν να φύγουν από την έξοδο, έδειξε κάποια ψυχραιμία και σκύβοντας
πήρε το χειρόγραφο και με χέρια που έτρεμαν το ‘φερε κοντά στα μάτια του.
<<
Χειρόγραφο του ποιητή! >> αναφώνησε ύστερα από λίγο σαν χλωμός και
κουρασμένος, έσκυψε πάνω του και το αναγνώρισε. Και μ’ ένα φόβο στη φωνή του, άρχισε σχεδόν
ψιθυριστά να το διαβάζει ενώ ο στυγνός νυχτοκόρακας, πράος και ήσυχος τον εθώρα
απ’ τη ράχη της προτομής.
<<
Κροκόδειλοι δειλοί και τιποτένιοι! Στη
στερνή και χλωμή μου ώρα, που η φωνή μου κραυγή αγωνίας είχε γίνει, κανείς από
σας δε με λύτρωσε με των ματιών του το μεθυσμένο βλέμμα!
Και
τότε σαν ζούσα και η λάμψη του ονείρου μου για σας λίμναζε στη σκέψη μου, ποτέ
δε ζωγραφίζατε ιδέες από τους στίχους μου.
Ω!
αιώνιοι ψεύτες ! Όσα η ψυχή μου είχε ποθήσει τα βρίσκω τώρα εδώ στο χλοερό νησί
μου. Σ’
αυτό το ακρογιάλι με την μπόρα, τίποτα δε με νοιάζει! Τα κρίνα που
λικνίζουν στο κύμα, αυτά είναι και οι δικοί μου φίλοι!
Τα
αιώνια ψεύτικα δάκρυά σας, κύμβαλα θανάτου που κυλάνε! Δεν τα θέλω. Γυρτός
στον τάφο της
σιωπής μου, αδιάφορα τα βλέπω να μ’
αφήνουν ! >>
Τα
τελευταία λόγια βρήκαν τους καλεσμένους στοιβαγμένους στην έξοδο να την περνάνε
παράφρονες και πίσω τους να τους ακολουθεί σαν μπόρα βροντερή το πέταγμα του
ερωδιού που τραβούσε με φαρμακερή οργή στα φαντάσματα και τις σκιές της λίμνης
και του έλους.