Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Έτσι το ‘φερε η οργή να γίνουμε άλλοι σοφεραίοι,
άλλοι περιπτεράδες και κάποιοι δασκαλάκια.
Αμνοί και όχι κλέφτες, νομοταγείς
χριστιανοί με το μεγαλοσταυρό στο στήθος, οσφυοκάμπτες, λαλίστατοι τραγουδιστές
της χουγιαγμένης μας ζωής, ελληνάρες με περικεφαλαία που τους στραγγάλισαν γενίτσαροι πολιτικοί
πριν λυθούμε ακόμη από το λουρί της μάνας μας.
Ο προπάππος μας είδε το φύτρο του
να μεγαλώνει στο χωριό, ο παππούς συνέχισε το δικό του στο ρεικότοπο, ο
γεννήτορας θαμμένος στην πέτρα και το γαϊδουράγκαθο να ξελογγώνει μια σποριά να
την κάνει γη. Το ψωμί δεν το χορτάσαμε,
τον ύπνο μας τον τυλιγάδιασαν της φτέρης οι κρύες αγκαλιές, το μέλλον μας το
τάξαμε του θανάτου και της φθοράς. Η γιαγιά Σφαδάζω μας τάιζε παπαριασμένο
ψωμί, τραχανά και χυλοπίτες. Κρέας,
οψάριον και οκτάποδα δεν τα βλέπαμε ούτε κατ’ όναρ. Η μάνα το ίδιο. Χόρταινε με
αέρα κοπανιστό, το δικό μας μερτικό απ’ το κομμάτι της μπουκιές το ‘κανε και το
‘χωνε στο στόμα μας να μας τυλώσει.
Τη σωτηρία της δουλειάς
δεόμενοι, τριάντα πέντε συναπτά έτη στον εργοδότη θυσιαστήκαμε, χάσαμε σώμα και
ψυχή και φύγαμε κουρελιασμένοι. Η σύνταξη γλίσχρα και κουτσή δε φτάνει ούτε το
κώνειό μας ν’ αγοράσουμε. Βάζω και σκέφτομαι με τα ελίκια του μυαλού μου
να βρω τι έφταιξε και δεν έχουμε λίγη κόρα ψωμί. Που γίναμε άγνωρα ζούδια και
τρέχουμε στις αναβόλες και στις πλαγιές να μαζέψουμε το ζοχό για να τυλωθούμε.
Δύσκολο πολύ δεν είναι να το βρω, απλά σαν θυμηθώ πόσους αμνούς έφαγαν και
τρώνε οι πορφυρογέννητοι σωτήρες μας, οι
κομματάρχες, τα καραγκιοζάκια οι κοινοτάρχες, οι δήμαρχοι με νοημοσύνη
κολοκυθιού, οι άρπαγες γυπαετοί πολιτικοί που μας ξέκαναν και μας έκαναν από
νοικοκυραίους ζήτουλες και ψιχουλοχάφτες.
Και μείναμε χωρίς χιτώνα, γυρνάμε
με μπουφανάκι εποχής Ούντρας, φορούμε το ίδιο τριμμένο μπλου- τζην παντελόνι,
στο πιάτο μας η ψημένη πατάτα, χρεωμένοι μέχρι τα μπούνια στην εφορεία κυλάμε
σαν την πέτρα και μαζεύουμε μούχλα.
Να ‘ταν και η υγεία καλή θα λέγαμε
ας πάει στα κομμάτια. Μας ζορίζουν τα σπονδύλια και το φάρμακο λείπει, η
δυσκοιλιότητα ξεφράζει και δεν ξεφράζει με το ψύλλιο, η πίεση πάει στα ύψη και
το χάπι να τη ρίξει εμποδίζεται από το μπόγια υπουργό.
Και περιμένουμε. Πότε ο μνησιπήμων
πόνος θα φύγει από τις αποσκευές μας; Πότε;