Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τούτο τ’ ονοματάκι ριζώνει στα στήθια μου όποτε βρεθώ
σε δημόσιο γραφείο, απέναντι σε διορισμένο υπάλληλο αγρίμι ή σε θήλυ καλλονή
που φροντίζει τα σμιχτά της φρύδια και αγνοεί εμένα το δυστυχή φορολογούμενο. Αν καταλάβατε, μιλάω για το κράτος << ντενεκέ
>>, τη σκουριά του και τα κόκαλα που μας ταίζει απ’ το μόσχο το σιτευτό
που εμείς βόσκουμε.
Ήμουν οδοιπόρος στις πρώτες μου μέρες στην
εκπαίδευση όταν άρχισε η φαιδρά μας
γνωριμία. Με φλογισμένη νιότη και ψυχούλα λευκοφόρα αγάλι - αγάλι και φοβισμένος μπήκα στο
γραφείο του επιθεωρητή. Θαμπώθηκα απ’ τα ακριβά του έπιπλα, τα καρυδένια, και
τα γυαλισμένα με λούστρο και ραντισμένα με μυρωδάτο σπρέι. Λαμπερό κιτρινόφεγγο
φως τα έλουζε, χρυσαφένιες ανταύγειες σπαρτάριζαν στις ακριβές κουρτίνες. Ο πολυδιαβασμένος
Σουλτάνος της γνώσης, σκυμμένος κάπνιζε, έγραφε κι έσβηνε σε σωρούς από χαρτιά.
Όταν τον έσφιγγαν οι θλιμμένες λέξεις
άνοιγε το παχύ λεξικό στο γράμμα << ψ >> και κρυφομίλαγε με τη
σκόνη του. Όσο να βρει τη λεξούλα, ανάσαινε σαν κουρασμένος γάτος, έσφιγγε τα
χείλη του σαν μέγγενη, χάιδευε με το στραβό του δεξί δείχτη το αγκαθωτό
μουστάκι του, ένα ομοίωμα τετράγωνης κουτσουλιάς.
Στριμωγμένος στο ράφι της βιβλιοθήκης
τον περίμενα να σηκώσει κεφάλι. Το ‘κανε και τότε είδα το χοντρό του σβέρκο, το
σκιαδερό βλέμμα του, τη δύναμη της επίγειας βασιλείας του.
Οι κουβέντες μας ξερές, σκέτα νέτα υπαλληλικές,
σκορπούσαν σαν αφρικάνικος κουρνιαχτός. Μου εντόπισε στο χάρτη τον τόπο της
εξορίας μου και με απέπεμψε. Το πήρα ποδαρόδρομο σε μια μουλαρίσια στενωπό, με
σωρούς τις πέτρες, τις γράνες να χάσκουν σαν αιμορραγούσες πληγές. Το χωριό
χωμένο σε λασπότοπο με τα βουνά του γύρω του θαμμένα στο στουρνάρι και στα
γαϊδουράγκαθα. Οι γέροι σκάλιζαν στους χερσότοπους, οι νέοι στο καφενείο
έπαιζαν << ξερή >>, ξεχασμένοι μοιραίοι στο μέσα μέρος μεθούσαν με
ούζο και κρασί.
Οι δρόμοι έσφυζαν από γουρούνια,
μαλλιαρόγατους και τράγους. Στις αυλές αγελάδες κοπρισμένες, ερίφια να
βελάζουν, όρνιθες να κακαρίζουν. Στις εισόδους των στάβλων ερωτύλοι κριοί
εναπόθεταν το σπόρο τους ανεβασμένοι σε τετράπαχες προβατίνες.
Το σχολείο ερείπιο. Οι σκισματιές
στους τοίχους αμπάλωτες. Οι πόρτες σάπιες, τα παράθυρα χάρβαλα. Στο περβάζι του γραφείου οικιακά σκεύη,
σχισμένα βιβλία κι ένα ματσάκι ξερού βασιλικού, σου ‘δειχναν το ματωμένο τους δόντι.
Το ‘βαλα στα πόδια. Την άλλη μέρα
μπροστά στον αφέντη Σουλτάνο μου, λόγο εξεστόμισα δίκαιο και τολμηρό: <<
Πού με στείλατε! Στο λάκκο των λεόντων; >>
Ύψωσε το χέρι, και σαν Χίτλερ μου
είπε: << Η πατρίς, όχι εγώ! >>
Έφυγα. Άφησα το σκουριασμένο
υποκείμενο, το σακατεμένο απ΄ το αυλαρχείο της Α.Μ της εξουσίας και τράβηξα για
το στουρναρότοπο.
Ήξερα πως στα καμποχώρια γύρω
τοποθετήθηκαν οι << ημέτεροι
>> συνάδελφοι. Στη στάχτη μου έπρεπε να χτίσω αν ήθελα να ζήσω. Και πήγα. Ξεχασμένος πια εκεί έμεινα τρία χρόνια. Ούτε ο << ντενεκές >> το κράτος με
θυμήθηκε ούτε ο << ντενεκές >> επιθεωρητής. Τρία χρόνια και δε
ρώτησαν αν ζούσα ή αν πέθανα!