Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Σε καιρούς πίσω η γραφίδα, τότε που εύελπις νέος
διορίστηκα γραμματοδιδάσκαλος σε χωριό χωμένο σε λασπότοπο και σκαπετημένο στου
βοδιού το κέρατο. << Συγκοινωνία
δεν έχει >> μου ‘πε ο βούβαλος επιθεωρητής, << κόφτο τώρα
ποδαρόδρομο που είναι ο καιρός καλός γιατί αν βρέξει και φουσκώσει ο χείμαρρος
θ’ αποκλειστείς >>.
Το ‘κοψα με το διοριστήριο στην
κωλότσεπη και ανέβαινα το βουνό, πηδώντας από κοτρόνι σε κοτρόνι και γράνα σε
γράνα, να φτάσω, βλαστημώντας την ώρα και τη στιγμή που έγινα δάσκαλος.
Θα είχα κάνει δυο ώρες ποδαρόδρομο,
αρδεύοντας τον πολιτισμό από τους γύπες και τα ουρλιαχτά των λύκων, όταν ένα
τρακτέρ σταμάτησε και ο οδηγός του άγριος σαν μαλλιαρόγατος, μου ‘κανε νόημα να
ανέβω στην καρότσα. Έφτασα στον προορισμό μου και με την ψυχή στα δόντια από το
ταρακούνημα το σώμα μου εναπόθεσα στο
εκπαιδευτήριο να ξεκουραστώ.
Σχολείο ερείπιο, οι σοβάδες πεσμένοι, οι τοίχοι γκρεμισμένοι, πόρτες και
παράθυρα σάπια, με τον τσίγκινο απόπατο εκατό μέτρα χωμένο στο λόγγο. Το φαγητό
σπαρτιάτικο, κονσέρβα, χόρτα και σάλιαγκοι ψητοί. Χωρίς συντροφιά, γυρνούσα σαν
μαντρόσκυλο στους δρόμους, ζούσα σαν ερημίτης την απελέκητη ζωή του χωριού,
ορφανός από πολιτισμό, φαμελίτης της παρέας της τράπουλας, πότης του ούζου,
ένας μοιραίος πεταμένος σαν σκουπίδι σε χωματερή. Έβλεπα γουρούνια, γάτους,
τράγους, άκουγα γελάδες να μουγκανίζουν,
ερίφια να βελάζουν ερωτύλους κριούς να εναποθέτουν το σπόρο τους σε
τετράπαχες προβατίνες.
Δυο μήνες και δεν το κούνησα ρούπι από
το χτικιασμένο εκείνο τόπο. Έτσι ένα Σάββατο είπα να κατέβω στην πόλη, να φανώ
άνθρωπος κι όχι κλέφτης στα βουνά. Με τι; ποδαρόδρομο, από κοτρόνι σε κοτρόνι
κι από στουρνάρι σε στουρνάρι; Τέσσερις ώρες δρόμο με τα πόδια θα το άντεχα;
Ευτυχώς το πρωί, ένας φίλος ευαίσθητος
σαν χλόη φύλλου, πέρασε έξω από το σχολείο με το αγροτικό. Με είδε στο δρόμο να
περιμένω, εννόησε και μου φώναξε: << Δάσκαλε πήδα πάνω στην καρότσα.
Μπροστά έχω γυναίκα
και πεθερά. Βολέψου όπως - όπως,
με τα πόδια θα σου βγει η γλώσσα >>.
Η
καρότσα ήταν γεμάτη αγγούρια, με το σάλτο που έδωσα βρέθηκα να κάθομαι πάνω
τους! Γέλασα, ύστερα πόνεσα, μετά ντράπηκα και ως τις πρώτες τρεις στροφές
ένιωθα σαν χοίρος σε κουμάσι. << Δάσκαλε δεν πιστεύω να έκατσες πάνω στ΄
αγγούρια; >> ακούστηκε η φωνή του οδηγού, αποχαυνωμένος να κοιτάζει τα
στήθη της γυναίκας του. << Σπάνε! Γι’ αυτό κάτσε στην άκρη της καρότσας,
πιάσου καλά και πρόσεξε να μη φύγεις σε καμιά στροφή! >> ξαναμίλησε και
γλέντησε την ατάκα του μ΄ ένα κλέφτικο που έπιασε.
Υπουργοί, βουλευτές, έμποροι, Νέρωνες πολιτικοί μικρονοϊκοί και λοιποί, χρόνια
έκανα τη διαδρομή αυτή στα χωριά της πατρίδας μας να μάθω γράμματα τα
ελληνόπουλα και τώρα νιώθω πως είμαι χτήνος μ’ αυτά που περνάω! Νιώθω όχι Έλληνας
συνταξιούχος δάσκαλος αλλά νέγρος, ένας
μανιακός, ένας αγριάνθρωπος. Και γι’ αυτό φταίτε εσείς! Εσείς που ρουφήξατε αφορολόγητο
ποτό από το εργοστάσιο του σατανά και με στείλατε στην κόλαση! Με φτωχύνατε
ναι και
γελιέστε αν νομίζετε πως είστε από τη φυλή του ανθρώπου.