Δύο
μήνες μετά την έναρξη των διαπραγματεύσεων, στις 19 Ιουνίου, για τους
όρους του διαζυγίου της Βρετανίας με την Ε.Ε., παραμένει ακόμη θολό το
τοπίο για το τι τελικά θα συμφωνηθεί και αβέβαιο το μέλλον των Ευρωπαίων
ακαδημαϊκών στη Βρετανία. Με εμφανή την τάση για αναζήτηση νέας
επαγγελματικής στέγης, κατά προτίμηση σε χώρα-μέλος της Ε.Ε.,
ακαδημαϊκοί μιλούν στην «Κ» για τα ζητήματα που τίθενται γύρω από τη
χρηματοδότηση των ερευνών τους, το πλήγμα του Brexit στις συνεργασίες με
άλλα πανεπιστήμια, αλλά και τον αριθμό των μελλοντικών σπουδαστών.
Αλλοι πιο αισιόδοξοι, άλλοι πιο ανήσυχοι, βιώνουν τις αλυσιδωτές
επιδράσεις του πολύκροτου διαζυγίου στα πανεπιστήμια και κατ’ επέκταση
στους ίδιους και μιλούν για τον φαύλο κύκλο ανασφάλειας στον οποίο έχουν
εισέλθει.
Συναντικές ευκαιρίες
Σύμφωνα με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Νεόφυτο Λοϊζίδη, η χρηματοδότηση ερευνών μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων στην προ Brexit εποχή ήταν σημαντική, ωστόσο «το κύρος που αποκτούσαν τα πανεπιστήμια μέσω αυτών των προγραμμάτων ήταν πιο σημαντικό». «Δεν είναι μόνον τα λεφτά, είναι και οι ευκαιρίες συνεργασιών», συμπληρώνει από την πλευρά του ο καθηγητής Μηχανολογίας Γεώργιος Γουσέτης. Οι ερευνητές πεδίου δεν γίνεται να χρηματοδοτηθούν με κριτήριο τη χώρα, αλλά την εξειδίκευση και την ανατρεπτική οπτική, εξηγεί ο δρ Λοϊζίδης. Ετσι, επιστήμονες που διεξήγαγαν έρευνα πεδίου, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας επιτρέποντας σε βρετανικά ιδρύματα, συνεργασίες που τα τοποθετούσαν στα καλύτερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στον κόσμο. Εξάλλου, «το πρόβλημα για μένα εντοπίζεται στο ότι η ερευνητική κοινότητα στη Βρετανία είναι μικρή», σημειώνει ο δρ Γουσέτης. «Τα πρότζεκτ που έχουν εκπονηθεί μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων βοηθούν σημαντικά την Αγγλία, γιατί βάσει αυτών των έμμεσων κριτηρίων αξιολόγησης στοιχειοθετείται και η παρουσία της στον κόσμο», προσθέτει ο δρ Λοϊζίδης.
Γι’ αυτή τους την παγκόσμια παρουσία άλλωστε επιλέγονται τα βρετανικά πανεπιστήμια τόσο από σπουδαστές όσο και από ακαδημαϊκούς. «Τα χρήματα που παίρνουμε για την έρευνα είναι μικρό κομμάτι του budget μας», εξηγεί ο δρ Λοϊζίδης τονίζοντας πως τα περισσότερα έρχονται μέσω των διδάκτρων· όμως οι φοιτητές αρχίζουν να μειώνονται λόγω της αύξησης των διδάκτρων και της γραφειοκρατικής εμπλοκής που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιοι εισαχθέντες. Ο λέκτορας Συγκριτικής Πολιτικής Ιωσήφ Κόβρας λέει στην «Κ» ότι «πολλά πανεπιστήμια στη Βρετανία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα δίδακτρα και πολλά από τα δίδακτρά τους προέρχονται από Ευρωπαίους φοιτητές». Ενδεικτικά το 20%-30% των διδάκτρων του City University of London προέρχεται από σπουδαστές χωρών της Ε.Ε., σημειώνει ο δρ Κόβρας και προσθέτει: «Αν μειωθεί έστω και στο μισό, καταλαβαίνετε ότι θα επηρεάσει τους μισθούς ή ακόμη και τις θέσεις μας. Είναι απλά οικονομικά».
Με πεσμένο ηθικό, επιστήμονες που έχουν ήδη τα κονδύλια, αναζητούν επιβεβαίωση ότι τα έργα τους θα είναι ασφαλή ή ότι θα έχουν πρόσβαση σε μελλοντικά ερευνητικά προγράμματα της Ε.Ε. Οι πιο ανήσυχοι προσεγγίζουν αλλά πανεπιστήμια σε Ιρλανδία και Ευρώπη. «Οταν υπάρχει αβεβαιότητα, πολλοί καλοί ή ακόμη και οι καλύτεροι ερευνητές φεύγουν», λέει ο δρ Κόβρας και τονίζει ότι έτσι μεταδίδεται η αβεβαιότητα και στους υπολοίπους. Βασική αρχή για κάποιον μετανάστη –«γιατί μπορεί να είμαστε ακαδημαϊκοί, αλλά δεν παύουμε να είμαστε μετανάστες, πολυτελείας θεωρητικά, αλλά μετανάστες»– είναι να επιλέγει έναν τόπο για τη σταθερότητα που αυτός προσφέρει σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. «Πλέον αυτή η ασφάλεια υποχωρεί με το Brexit», λέει στην «Κ» ο δρ Κόβρας.
Αμφιβολίες
Από την πλευρά της, η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Ευρώπη Χατζηπαναγιωτίδου αναγνωρίζει ναι μεν τη σημασία των ευρωπαϊκών προγραμμάτων επειδή προωθούσαν τις συνεργασίες, ωστόσο αμφιβάλλει για το κατά πόσο, αν αυτά εκλείψουν, η Βρετανία θα αφαιρεθεί και από την ευρύτερη ερευνητική κοινότητα. «Δεν είναι απαραίτητο», σημειώνει, παροτρύνοντάς μας να μην οδηγούμαστε σε θεωρίες πανικού και «θεοποίησης» της Ε.Ε.
Μάχη για φοιτητές
Ωστόσο, κατά κοινή ομολογία η εικόνα στα βρετανικά πανεπιστήμια έχει ανατραπεί. Η τάση των φοιτητών να επιλέγουν άλλες χώρες με αγγλόφωνα τμήματα, όπως Δανία, Σουηδία ακόμη και Ιρλανδία, είναι εμφανής. Στο πλαίσιο αυτό, οι επικεφαλής κορυφαίων βρετανικών πανεπιστημίων προσπαθούν να καθησυχάσουν φοιτητές και προσωπικό από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης πως δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στους όρους εργασίας και παραμονής τους. Την έντονη αντίδραση του πανεπιστημιακού κλάδου στο Brexit σχολίασαν και οι πανεπιστημιακοί που μίλησαν στην «Κ» επισημαίνοντας πως τα βρετανικά πανεπιστήμια έχουν και θα έχουν έντονα ευρωπαϊκό χαρακτήρα και θα συνεχίσουν να αγκαλιάζουν τους Ευρωπαίους φοιτητές.
«Η βρετανική κυβέρνηση δεν θα θυσιάσει τον πιο υγιή τομέα της και, πιστεύω, θα προχωρήσει στις αναγκαίες ρυθμίσεις για να προστατέψει τον ακαδημαϊκό χώρο», εκτιμά ο δρ Λοϊζίδης. Τα λόγια του επιβεβαιώνει ο δρ Γουσέτης, ο οποίος σημειώνει ότι μπορεί να εφαρμοστεί ένα μοντέλο τύπου Ελβετίας στη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης ή ακόμη και ένα ευρωπαϊκό «Horizon 2020» με άλλη μορφή, που ήδη συζητείται. Ολα είναι θέμα πολιτικής βούλησης, τονίζει η δρ Χατζηπαναγιωτίδου.
Μεγάλη επίδραση στον προσωπικό τομέα
«Οι πολύπλοκες γραφειοκρατικές χρονοβόρες διαδικασίες, όπως η έκδοση διαβατηρίου, έχουν επιπτώσεις στην ακαδημαϊκή μας καριέρα», σημειώνει ο δρ Λοϊζίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα την προσωπική του αδυναμία να μεταβεί για τις ανάγκες έρευνας στην Κολομβία την περίοδο του δημοψηφίσματος, καθώς δεν είχε διαβατήριο για έξι μήνες. «Ακόμη και σε εμάς που δικαιούμαστε παροχή συγκεκριμένων δικαιωμάτων» είναι εμφανείς και δυσάρεστες αυτές οι διαδικασίες.
«Βέβαια, πιο πολύ μάς επηρεάζουν σε προσωπικό επίπεδο», λέει χαρακτηριστικά. Εξαιτίας της «μεσογειακής κουλτούρας μου, αυτήν της Νότιας Ευρώπης, θέλω τους γονείς μου κοντά μου τώρα που διαπιστώνω ότι μεγαλώνουν». Με το Brexit «δεν μπορούμε να φέρουμε τους δικούς μας στην Αγγλία, καθώς δεν θα χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων με τον Αγγλο πολίτη, όπως, για παράδειγμα, στο σύστημα υγείας».
To Brexit επηρέασε πιο πολύ προσωπικά από ό,τι επαγγελματικά και τον δρα Γουσέτη. «Ζω 20 χρόνια στη Βρετανία και άλλα 20 στην Ελλάδα, δεν είμαι πουθενά. Είμαι μισός και μισός. Ομως, με την ευρωπαϊκή σημαία ταυτίζομαι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σημαία», εξομολογείται στην «Κ».
Συναντικές ευκαιρίες
Σύμφωνα με τον καθηγητή Διεθνών Σχέσεων Νεόφυτο Λοϊζίδη, η χρηματοδότηση ερευνών μέσω ευρωπαϊκών προγραμμάτων στην προ Brexit εποχή ήταν σημαντική, ωστόσο «το κύρος που αποκτούσαν τα πανεπιστήμια μέσω αυτών των προγραμμάτων ήταν πιο σημαντικό». «Δεν είναι μόνον τα λεφτά, είναι και οι ευκαιρίες συνεργασιών», συμπληρώνει από την πλευρά του ο καθηγητής Μηχανολογίας Γεώργιος Γουσέτης. Οι ερευνητές πεδίου δεν γίνεται να χρηματοδοτηθούν με κριτήριο τη χώρα, αλλά την εξειδίκευση και την ανατρεπτική οπτική, εξηγεί ο δρ Λοϊζίδης. Ετσι, επιστήμονες που διεξήγαγαν έρευνα πεδίου, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν μόνο μέσω ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας επιτρέποντας σε βρετανικά ιδρύματα, συνεργασίες που τα τοποθετούσαν στα καλύτερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια στον κόσμο. Εξάλλου, «το πρόβλημα για μένα εντοπίζεται στο ότι η ερευνητική κοινότητα στη Βρετανία είναι μικρή», σημειώνει ο δρ Γουσέτης. «Τα πρότζεκτ που έχουν εκπονηθεί μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων βοηθούν σημαντικά την Αγγλία, γιατί βάσει αυτών των έμμεσων κριτηρίων αξιολόγησης στοιχειοθετείται και η παρουσία της στον κόσμο», προσθέτει ο δρ Λοϊζίδης.
Γι’ αυτή τους την παγκόσμια παρουσία άλλωστε επιλέγονται τα βρετανικά πανεπιστήμια τόσο από σπουδαστές όσο και από ακαδημαϊκούς. «Τα χρήματα που παίρνουμε για την έρευνα είναι μικρό κομμάτι του budget μας», εξηγεί ο δρ Λοϊζίδης τονίζοντας πως τα περισσότερα έρχονται μέσω των διδάκτρων· όμως οι φοιτητές αρχίζουν να μειώνονται λόγω της αύξησης των διδάκτρων και της γραφειοκρατικής εμπλοκής που αντιμετωπίζουν οι υποψήφιοι εισαχθέντες. Ο λέκτορας Συγκριτικής Πολιτικής Ιωσήφ Κόβρας λέει στην «Κ» ότι «πολλά πανεπιστήμια στη Βρετανία εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα δίδακτρα και πολλά από τα δίδακτρά τους προέρχονται από Ευρωπαίους φοιτητές». Ενδεικτικά το 20%-30% των διδάκτρων του City University of London προέρχεται από σπουδαστές χωρών της Ε.Ε., σημειώνει ο δρ Κόβρας και προσθέτει: «Αν μειωθεί έστω και στο μισό, καταλαβαίνετε ότι θα επηρεάσει τους μισθούς ή ακόμη και τις θέσεις μας. Είναι απλά οικονομικά».
Με πεσμένο ηθικό, επιστήμονες που έχουν ήδη τα κονδύλια, αναζητούν επιβεβαίωση ότι τα έργα τους θα είναι ασφαλή ή ότι θα έχουν πρόσβαση σε μελλοντικά ερευνητικά προγράμματα της Ε.Ε. Οι πιο ανήσυχοι προσεγγίζουν αλλά πανεπιστήμια σε Ιρλανδία και Ευρώπη. «Οταν υπάρχει αβεβαιότητα, πολλοί καλοί ή ακόμη και οι καλύτεροι ερευνητές φεύγουν», λέει ο δρ Κόβρας και τονίζει ότι έτσι μεταδίδεται η αβεβαιότητα και στους υπολοίπους. Βασική αρχή για κάποιον μετανάστη –«γιατί μπορεί να είμαστε ακαδημαϊκοί, αλλά δεν παύουμε να είμαστε μετανάστες, πολυτελείας θεωρητικά, αλλά μετανάστες»– είναι να επιλέγει έναν τόπο για τη σταθερότητα που αυτός προσφέρει σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο. «Πλέον αυτή η ασφάλεια υποχωρεί με το Brexit», λέει στην «Κ» ο δρ Κόβρας.
Αμφιβολίες
Από την πλευρά της, η καθηγήτρια Ανθρωπολογίας Ευρώπη Χατζηπαναγιωτίδου αναγνωρίζει ναι μεν τη σημασία των ευρωπαϊκών προγραμμάτων επειδή προωθούσαν τις συνεργασίες, ωστόσο αμφιβάλλει για το κατά πόσο, αν αυτά εκλείψουν, η Βρετανία θα αφαιρεθεί και από την ευρύτερη ερευνητική κοινότητα. «Δεν είναι απαραίτητο», σημειώνει, παροτρύνοντάς μας να μην οδηγούμαστε σε θεωρίες πανικού και «θεοποίησης» της Ε.Ε.
Μάχη για φοιτητές
Ωστόσο, κατά κοινή ομολογία η εικόνα στα βρετανικά πανεπιστήμια έχει ανατραπεί. Η τάση των φοιτητών να επιλέγουν άλλες χώρες με αγγλόφωνα τμήματα, όπως Δανία, Σουηδία ακόμη και Ιρλανδία, είναι εμφανής. Στο πλαίσιο αυτό, οι επικεφαλής κορυφαίων βρετανικών πανεπιστημίων προσπαθούν να καθησυχάσουν φοιτητές και προσωπικό από χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης πως δεν θα υπάρξουν σημαντικές αλλαγές στους όρους εργασίας και παραμονής τους. Την έντονη αντίδραση του πανεπιστημιακού κλάδου στο Brexit σχολίασαν και οι πανεπιστημιακοί που μίλησαν στην «Κ» επισημαίνοντας πως τα βρετανικά πανεπιστήμια έχουν και θα έχουν έντονα ευρωπαϊκό χαρακτήρα και θα συνεχίσουν να αγκαλιάζουν τους Ευρωπαίους φοιτητές.
«Η βρετανική κυβέρνηση δεν θα θυσιάσει τον πιο υγιή τομέα της και, πιστεύω, θα προχωρήσει στις αναγκαίες ρυθμίσεις για να προστατέψει τον ακαδημαϊκό χώρο», εκτιμά ο δρ Λοϊζίδης. Τα λόγια του επιβεβαιώνει ο δρ Γουσέτης, ο οποίος σημειώνει ότι μπορεί να εφαρμοστεί ένα μοντέλο τύπου Ελβετίας στη συμμετοχή σε ευρωπαϊκά προγράμματα χρηματοδότησης ή ακόμη και ένα ευρωπαϊκό «Horizon 2020» με άλλη μορφή, που ήδη συζητείται. Ολα είναι θέμα πολιτικής βούλησης, τονίζει η δρ Χατζηπαναγιωτίδου.
Μεγάλη επίδραση στον προσωπικό τομέα
«Οι πολύπλοκες γραφειοκρατικές χρονοβόρες διαδικασίες, όπως η έκδοση διαβατηρίου, έχουν επιπτώσεις στην ακαδημαϊκή μας καριέρα», σημειώνει ο δρ Λοϊζίδης, φέρνοντας ως παράδειγμα την προσωπική του αδυναμία να μεταβεί για τις ανάγκες έρευνας στην Κολομβία την περίοδο του δημοψηφίσματος, καθώς δεν είχε διαβατήριο για έξι μήνες. «Ακόμη και σε εμάς που δικαιούμαστε παροχή συγκεκριμένων δικαιωμάτων» είναι εμφανείς και δυσάρεστες αυτές οι διαδικασίες.
«Βέβαια, πιο πολύ μάς επηρεάζουν σε προσωπικό επίπεδο», λέει χαρακτηριστικά. Εξαιτίας της «μεσογειακής κουλτούρας μου, αυτήν της Νότιας Ευρώπης, θέλω τους γονείς μου κοντά μου τώρα που διαπιστώνω ότι μεγαλώνουν». Με το Brexit «δεν μπορούμε να φέρουμε τους δικούς μας στην Αγγλία, καθώς δεν θα χαίρουν των ίδιων δικαιωμάτων με τον Αγγλο πολίτη, όπως, για παράδειγμα, στο σύστημα υγείας».
To Brexit επηρέασε πιο πολύ προσωπικά από ό,τι επαγγελματικά και τον δρα Γουσέτη. «Ζω 20 χρόνια στη Βρετανία και άλλα 20 στην Ελλάδα, δεν είμαι πουθενά. Είμαι μισός και μισός. Ομως, με την ευρωπαϊκή σημαία ταυτίζομαι περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη σημαία», εξομολογείται στην «Κ».
kathimerini.gr