Ο Μιχάλης Κοσμόπουλος, αρχαιολόγος και καθηγητής του
πανεπιστημίου του Σεν Λιούις του Μιζούρι, θα επιστρέψει στη Μεσσηνία την
πινακίδα που ανακάλυψε στην Ίκλαινα, 14 χλμ. βορειοανατολικά της Πύλου,
το 2010 και η οποία θεωρείται ότι φέρει γραμμένη την αρχαιότερη ελληνική - και κατά συνέπεια ευρωπαϊκή – γραφή, γράφει το Greek Reporter.
Η πήλινη πινακίδα της Μυκηναϊκής εποχής είναι πολύ μικρή - στην πραγματικότητα είναι ένα θραύσμα, διαστάσεων περίπου 2,5 εκ. ύψος και 4 εκ. πλάτος - αλλά το σημαντικό είναι η χρονολόγησή της, που τοποθετείται μεταξύ του 1400 και 1450 π. Χ.
Δηλαδή είναι πολύ πρωιμότερη από όλες τις ανάλογες γνωστές πινακίδες. Η γραφή στην οποία είναι γραμμένο το μικρό κείμενο που σώζεται, είναι η Γραμμική Β και περιλαμβάνει από τη μία πλευρά τον σχηματισμό ρήματος που σχετίζεται με την κατασκευή και από την άλλη ονόματα και αριθμούς, που πιθανότατα αντιστοιχούν σε κάποιον κατάλογο ιδιοκτησίας. (Η Γραμμική Β γραφή αποκρυπτογραφήθηκε στην δεκαετία του ΄50 από τον βρετανό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις).
Πινακίδες σε Γραμμική Β, την πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, έχουν έρθει στο φως και τις Μυκήνες, την Πύλο, την Θήβα και άλλα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα, αλλά η χρονολόγησή τους είναι μεταγενέστερη. Όπως πιστεύει λοιπόν ο κ, Κοσμόπουλος η συγκεκριμένη πινακίδα αλλάζει τις έως τώρα γνώσεις μας για τη χρήση της Γραμμικής Β αλλά ενδεχομένως και για την εξάπλωση της γραφής. «Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, η πινακίδα δεν έπρεπε να είναι εκεί», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ Μιχάλης Κοσμόπουλος, ο οποίος έχει αποκαλύψει στην Ικλαινα ένα μυκηναϊκό ανάκτορο με πελώριους αναλημματικούς τοίχους, τοιχογραφίες και εξελιγμένο αποχετευτικό σύστημα.
Το ανάκτορο χρονολογείται στην πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο, ωστόσο την εποχή που κατασκευάσθηκε αυτή η πινακίδα, ο οικισμός ήταν ένας απλός δορυφόρος της πόλης της Πύλου, έδρας του βασιλιά Νέστορα. Δημιουργείται επομένως το ερώτημα μήπως η γραφή ήταν περισσότερο διαδεδομένη από ο, τι θεωρούνταν ως σήμερα και έτσι αρχεία πινακίδων δεν υπήρχαν μόνον στα μεγάλα κέντρα αλλά και σε δευτερεύοντα.
Να σημειωθεί ότι οι πινακίδες αυτές ήταν ένα είδος αρχείων για την καταγραφή προϊόντων και την διάθεσή τους στο εμπόριο, αφορούσε δηλαδή οικονομικά και λογιστικά θέματα της άρχουσας τάξης. Η διατήρησή τους ήταν για περιορισμένο χρονικό διάστημα γι΄ αυτό ο πηλός δεν ψηνόταν αλλά στέγνωνε στον ήλιο. Αυτές που έχουν διασωθεί λοιπόν ως σήμερα οφείλουν την διατήρησή τους στις πυρκαϊές που κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα «ψήνοντας» ταυτόχρονα τις πινακίδες.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως μπορεί να υπάρχει άλλη αιτιολογία: «Προφανώς την εποχή εκείνη κάποιος πέταξε την πινακίδα σε κάποιο λάκκο και ύστερα έκαψε τα σκουπίδια του. Μετά η φωτιά τη σκλήρυνε και τη διατήρησε», λέει ο κ. Κοσμόπουλος που βρίσκεται που άρχισε το 1999 αλλά από το 2008 διεξάγεται υπό την Αρχαιολογική Εταιρεία.
Η πήλινη πινακίδα της Μυκηναϊκής εποχής είναι πολύ μικρή - στην πραγματικότητα είναι ένα θραύσμα, διαστάσεων περίπου 2,5 εκ. ύψος και 4 εκ. πλάτος - αλλά το σημαντικό είναι η χρονολόγησή της, που τοποθετείται μεταξύ του 1400 και 1450 π. Χ.
Δηλαδή είναι πολύ πρωιμότερη από όλες τις ανάλογες γνωστές πινακίδες. Η γραφή στην οποία είναι γραμμένο το μικρό κείμενο που σώζεται, είναι η Γραμμική Β και περιλαμβάνει από τη μία πλευρά τον σχηματισμό ρήματος που σχετίζεται με την κατασκευή και από την άλλη ονόματα και αριθμούς, που πιθανότατα αντιστοιχούν σε κάποιον κατάλογο ιδιοκτησίας. (Η Γραμμική Β γραφή αποκρυπτογραφήθηκε στην δεκαετία του ΄50 από τον βρετανό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις).
Πινακίδες σε Γραμμική Β, την πρώτη γραφή της ελληνικής γλώσσας, έχουν έρθει στο φως και τις Μυκήνες, την Πύλο, την Θήβα και άλλα μεγάλα μυκηναϊκά κέντρα, αλλά η χρονολόγησή τους είναι μεταγενέστερη. Όπως πιστεύει λοιπόν ο κ, Κοσμόπουλος η συγκεκριμένη πινακίδα αλλάζει τις έως τώρα γνώσεις μας για τη χρήση της Γραμμικής Β αλλά ενδεχομένως και για την εξάπλωση της γραφής. «Σύμφωνα με όσα γνωρίζουμε, η πινακίδα δεν έπρεπε να είναι εκεί», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Δρ Μιχάλης Κοσμόπουλος, ο οποίος έχει αποκαλύψει στην Ικλαινα ένα μυκηναϊκό ανάκτορο με πελώριους αναλημματικούς τοίχους, τοιχογραφίες και εξελιγμένο αποχετευτικό σύστημα.
Το ανάκτορο χρονολογείται στην πρώιμη Μυκηναϊκή περίοδο, ωστόσο την εποχή που κατασκευάσθηκε αυτή η πινακίδα, ο οικισμός ήταν ένας απλός δορυφόρος της πόλης της Πύλου, έδρας του βασιλιά Νέστορα. Δημιουργείται επομένως το ερώτημα μήπως η γραφή ήταν περισσότερο διαδεδομένη από ο, τι θεωρούνταν ως σήμερα και έτσι αρχεία πινακίδων δεν υπήρχαν μόνον στα μεγάλα κέντρα αλλά και σε δευτερεύοντα.
Να σημειωθεί ότι οι πινακίδες αυτές ήταν ένα είδος αρχείων για την καταγραφή προϊόντων και την διάθεσή τους στο εμπόριο, αφορούσε δηλαδή οικονομικά και λογιστικά θέματα της άρχουσας τάξης. Η διατήρησή τους ήταν για περιορισμένο χρονικό διάστημα γι΄ αυτό ο πηλός δεν ψηνόταν αλλά στέγνωνε στον ήλιο. Αυτές που έχουν διασωθεί λοιπόν ως σήμερα οφείλουν την διατήρησή τους στις πυρκαϊές που κατέστρεψαν τα μυκηναϊκά ανάκτορα «ψήνοντας» ταυτόχρονα τις πινακίδες.
Στην προκειμένη περίπτωση όμως μπορεί να υπάρχει άλλη αιτιολογία: «Προφανώς την εποχή εκείνη κάποιος πέταξε την πινακίδα σε κάποιο λάκκο και ύστερα έκαψε τα σκουπίδια του. Μετά η φωτιά τη σκλήρυνε και τη διατήρησε», λέει ο κ. Κοσμόπουλος που βρίσκεται που άρχισε το 1999 αλλά από το 2008 διεξάγεται υπό την Αρχαιολογική Εταιρεία.