Γράφει η φιλόλογος - ποιήτρια
Νανά Στ. Παπαϊωάννου
Άνοιξαν τα πορτοπαράθυρα της καρδιάς, φωτίστηκαν τα εσώψυχά μας από τον ήλιο της ανθρωπιάς . Βγήκαμε από τα σπίτια μας σπάζοντας το κέλυφος της απομόνωσης και της μοναχικής πορείας.Χρόνια εγκλωβισμένοι (χωρίς να το ξέρουμε πολλές φορές) στα ποικίλα συστήματα κάναμε τον κόσμο μας απάνθρωπο, με το « Εγώ » σε υπεροπτική θέση, πλημμυρισμένοι από λόγια, που έχουν χάσει το νόημα και τη δύναμη τους .Ξεγελαστήκαμε από φρούδες απολαύσεις, από τυπωμένα προγράμματα για το κυνήγι της ευτυχίας, αλλά προς λανθασμένες κατευθύνσεις, με κυρίαρχη την υλιστική αντίληψη, που εμμέσως πλην σαφώς μας σέρβιραν και μας σερβίρουν τα ποικίλα κέντρα εξουσίας καθώς και τα μέσα επικοινωνίας.
Έτσι, αδειάσαμε τις εσωτερικές μας δεξαμενές από τους πνευματικούς χείμαρρους, ξεχάσαμε πως είμαστε ελεύθερες προσωπικότητες, που αναζητάμε το φως, τη χαρά, το βάθος, την αγάπη, τη σοβαρότητα, τους αληθινούς καρπούς της ανθρώπινης σκέψης.
Μας κατάντησαν « λάχανα », κολλημένα σε πολυθρόνες, παθητικά προσηλωμένα στα τηλεοπτικά «σκουπίδια», χωρίς προσωπικές επιλογές.
Και ξαφνικά μια αλλαγή σκηνικού στην καθημερινότητα μας ! Βγήκαμε στις πλατείες, κοιταχτήκαμε χωρίς προκατάληψη στα μάτια κι ας μην γνωριζόμασταν από πριν, απλώσαμε τα χέρια με εμπιστοσύνη στο διπλανό μας, μιλήσαμε απλά με τη γλώσσα της καρδιάς, τη γλώσσα της αλήθειας .
Κι ενώ τα μαύρα κοράκια του «Μνημονίου» σκιάσαν τον καταγάλανο ουρανό της Πατρίδας μας, στρέφοντας κατ7 επάνω μας τα αιμοσταγή τους ράμφη, εμείς στρώσαμε στο τραπέζι της επικοινωνίας τα προβλήματα, τα ερωτηματικά, τις έγνοιες, που μας ταλανίζουν ασφυκτικά τον τελευταίο καιρό.
Διαπιστώσαμε πως μας ενώνουν πολλά και μας χωρίζουν ελάχιστα.
Αναλογιστήκαμε τον πολύτιμο χρόνον που χάσαμε, βουτηγμένοι στην τύρβη της σκληρής καθημερινότητας. Θυμηθήκαμε τις πατροπαράδοτες αξίες, τα ιδανικά, τα οράματα και τις προσδοκίες, που μεθοδευμένα έχουν «εκπέσει», προπάντων από τα « πιστεύω » των νέων μας. Οι αντιφάσεις των μεγάλων και ο υπερβολικός βερμπαλισμός τους, που δε συνάδει με τα έργα τους, οδήγησαν τους νέους σε αρνητικές στάσεις, σε αμφισβητήσεις ακόμα και παραδεδομένων αξιών, σε μια απαισιόδοξη στάση ζωής.
Έτσι, οι πλατείες έγιναν αφορμή για την ενεργοποίηση της σκέψης μας, την έκφραση των ποικίλων προβληματισμών και συναισθημάτων μας, την αναθεώρηση της μέχρι τούδε λανθασμένης συμπεριφοράς μας.
Καθισμένοι σε τσιμεντένια σκαλοπάτια, μακριά από τη νωθρότητα του βελούδινου καναπέ , ήρθαμε πιο κοντά, νιώσαμε τη ζεστασιά του γνήσιου χαμόγελου , αγκαλιάσαμε τα προβλήματα μας με διαφορετική πια θεώρηση και με τη θεραπευτική αγωγή της μετάγγισης, της συλλογικής συνείδησης .
«Ουδέν κακόν αμειγές καλού» έλεγαν οι αρχαίοι μας πρόγονοι. Το ρητό παίρνει σάρκα και οστά στις μέρες μας . Μέρες που έγιναν για τους περισσότερους από εμάς εφιαλτικές, εξαιτίας του περιβόητου «Μνημονίου». Όμως, κερδίσαμε τις χαμένες ανθρώπινες σχέσεις, την ουσιαστική και αληθινή επικοινωνία, φορτώσαμε τις αποθήκες της καρδιάς μας με αγωνιστικότητα και αισιοδοξία, προδιαγράφοντας κοινή πορεία στα στενά καλντερίμια του Αύριο.
Συζητώντας και τραγουδώντας, κάτω από τ’ ασημένιο φως του φεγγαριού, θυμηθήκαμε τους στίχους του μεγάλου μας ποιητή, Γιάννη Ρίτσου.
«Και να αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα-ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα – δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη…».
Από το «ΚΑΠΝΙΣΜΕΝΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ»