Μαρτυρία-ντοκουμέντο για τα πρώτα χρόνια της μαζικής μεταπολεμικής
μετανάστευσης στην Αυστραλία χαρακτηρίστηκε το νέο βιβλίο της Λίτσας
Γκόγκα «Μερικές Αλήθειες» που παρουσιάστηκε στη Μελβούρνη.
Η Λίτσα Γκόγκα ήταν μια από τις χιλιάδες «νύφες» που μετανάστευσαν στην Αυστραλία για να παντρευτούν έναν άνδρα που δεν γνώρισαν ποτέ τους…
Το βιβλίο της είναι μια αυθόρμητη αφήγηση, μια κατάθεση γεγονότων και προβολή εικόνων αρετουσάριστων, με χρώματα φυσικά, ζωηρά, αυθεντικά, ατόφια, λες και δεν πέρασε ο χρόνος από πάνω τους και το ταξίδι στο χρόνο που επιχειρεί η ίδια, αν και οδυνηρό, με απρόβλεπτες κακοτοπιές, δεν φαίνεται να την ταράζει. Είναι μια ενδιαφέρουσα, όσο και ψύχραιμη αφηγήτρια που δεν έχει επιφυλάξεις ούτε και δισταγμούς αναφορικά μ' αυτά που εξιστορεί. Βέβαια, προέχουν εκείνα που την έχουν πληγώσει περισσότερο μιας και όπως θα πει η ίδια τα σημάδια που γίνονται στην τρυφερή παιδική ηλικία δε φεύγουν ποτέ.
Όπως γράφει ο «Νέος Κόσμος» το βιβλίο της Λίτσας Γκόγκα, σκιαγραφεί με έναν συγκεκριμένο, ακριβή και ευανάγνωστο τρόπο τη ζωή ενός μεγάλου αριθμού ομογενών την περίοδο της κατοχής, του εμφυλίου και των μεταπολεμικών χρόνων, καθώς και των περισσότερων γυναικών που πήγαν στην Αυστραλία την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης με τη ΔΕΜΕ, ως νύφες ή ως συγγενείς με απώτερο σκοπό να δραπετεύσουν από τον εφιάλτη της προίκας την εποχή εκείνη -αναγκαίο κακό τότε- και να μπορέσουν επίσης - σημαντικό αυτό - να στηρίξουν και εκείνους που άφησαν πίσω τους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου περιγράφονται οι συνθήκες που μετανάστευσε η ίδια, οι καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει, ο γάμος της πολύ χαρακτηριστικός του τρόπου που παντρεύονταν τότε οι νεομετανάστριες Ελληνίδες, αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τους ερευνητές της περιόδου αυτής.
Αρραβωνιάστηκε κάποιον από αποστάσεως με μια φωτογραφία. Όταν έφτασε στην Αυστραλία διαπίστωσε πως «δεν ταίριαζαν» και παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
Δε διστάζει να αναφέρει ότι ο άνδρας της επέμεινε να εργάζεται στο εργοστάσιο μέχρι τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα να γεννήσει τη μέρα που πήγαινε στη δουλειά.
«Έτσι πηγαινοερχόμουν έως την ημέρα που μέσα στο τραμ μ' έπιασε κρύος ιδρώτας , ανυπόφοροι πόνοι κι αντί να πάω στο εργοστάσιο, πήγα στο Queen Victoria Hospital, κι εκεί το απόγευμα έφερα στον κόσμο το παιδί μου, έφερα μια καινούρια ζωή».
Θέτει πολλά ερωτήματα που σίγουρα θα προβληματίσουν, όπως για παράδειγμα ‘πώς είναι δυνατόν αυτά τα ίδια κορίτσια που όταν ήταν στον τόπο τους δεν τολμούσαν ούτε καν να κοιτάξουν το παλικάρι που τους άρεσε ή που μιλούσε στην καρδιά τους', «τώρα που η κάθε θυγατέρα, αδερφή μπήκε στο πλοίο να ξενιτευτεί δεν τους ενδιαφέρει πού πάει, τι θα συναντήσει, σε τι δρόμο θα πέσει…»
Στην ειλικρινή αυτή κατάθεση, η αφηγήτρια, αφήνει χώρο και για τη δεύτερη γενιά για την οποία φαίνεται και η ίδια να πονά για όσα στερήθηκαν πολλά παιδιά της γενιάς αυτής στα παιδικά τους χρόνια. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αιχμηρή αναφορά που αφορά, δυστυχώς, πάρα πολλούς ομογενείς της περιόδου αυτής.
«Τα δικά μας παιδιά -των μεταναστών- της δικής μας γενιάς στερήθηκαν στα παιδικά τους χρόνια και πρέπει να το παραδεχτούμε. Εμείς κυνηγούσαμε το δολάριο, πού καιρός να αφοσιωθούμε στα παιδιά μας που τόσο το είχαν ανάγκη και η καρδούλα τους πόναγε όταν άκουγαν τα Αυστραλεζάκια να διηγούνται πώς πέρασαν στο «talking time».
Η Λίτσα Γκόγκα ήταν μια από τις χιλιάδες «νύφες» που μετανάστευσαν στην Αυστραλία για να παντρευτούν έναν άνδρα που δεν γνώρισαν ποτέ τους…
Το βιβλίο της είναι μια αυθόρμητη αφήγηση, μια κατάθεση γεγονότων και προβολή εικόνων αρετουσάριστων, με χρώματα φυσικά, ζωηρά, αυθεντικά, ατόφια, λες και δεν πέρασε ο χρόνος από πάνω τους και το ταξίδι στο χρόνο που επιχειρεί η ίδια, αν και οδυνηρό, με απρόβλεπτες κακοτοπιές, δεν φαίνεται να την ταράζει. Είναι μια ενδιαφέρουσα, όσο και ψύχραιμη αφηγήτρια που δεν έχει επιφυλάξεις ούτε και δισταγμούς αναφορικά μ' αυτά που εξιστορεί. Βέβαια, προέχουν εκείνα που την έχουν πληγώσει περισσότερο μιας και όπως θα πει η ίδια τα σημάδια που γίνονται στην τρυφερή παιδική ηλικία δε φεύγουν ποτέ.
Όπως γράφει ο «Νέος Κόσμος» το βιβλίο της Λίτσας Γκόγκα, σκιαγραφεί με έναν συγκεκριμένο, ακριβή και ευανάγνωστο τρόπο τη ζωή ενός μεγάλου αριθμού ομογενών την περίοδο της κατοχής, του εμφυλίου και των μεταπολεμικών χρόνων, καθώς και των περισσότερων γυναικών που πήγαν στην Αυστραλία την περίοδο της μαζικής μετανάστευσης με τη ΔΕΜΕ, ως νύφες ή ως συγγενείς με απώτερο σκοπό να δραπετεύσουν από τον εφιάλτη της προίκας την εποχή εκείνη -αναγκαίο κακό τότε- και να μπορέσουν επίσης - σημαντικό αυτό - να στηρίξουν και εκείνους που άφησαν πίσω τους.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου όπου περιγράφονται οι συνθήκες που μετανάστευσε η ίδια, οι καταστάσεις που είχε να αντιμετωπίσει, ο γάμος της πολύ χαρακτηριστικός του τρόπου που παντρεύονταν τότε οι νεομετανάστριες Ελληνίδες, αποτελεί ένα πολύτιμο ντοκουμέντο για τους ερευνητές της περιόδου αυτής.
Αρραβωνιάστηκε κάποιον από αποστάσεως με μια φωτογραφία. Όταν έφτασε στην Αυστραλία διαπίστωσε πως «δεν ταίριαζαν» και παντρεύτηκε κάποιον άλλο.
Δε διστάζει να αναφέρει ότι ο άνδρας της επέμεινε να εργάζεται στο εργοστάσιο μέχρι τον τελευταίο μήνα της εγκυμοσύνης, με αποτέλεσμα να γεννήσει τη μέρα που πήγαινε στη δουλειά.
«Έτσι πηγαινοερχόμουν έως την ημέρα που μέσα στο τραμ μ' έπιασε κρύος ιδρώτας , ανυπόφοροι πόνοι κι αντί να πάω στο εργοστάσιο, πήγα στο Queen Victoria Hospital, κι εκεί το απόγευμα έφερα στον κόσμο το παιδί μου, έφερα μια καινούρια ζωή».
Θέτει πολλά ερωτήματα που σίγουρα θα προβληματίσουν, όπως για παράδειγμα ‘πώς είναι δυνατόν αυτά τα ίδια κορίτσια που όταν ήταν στον τόπο τους δεν τολμούσαν ούτε καν να κοιτάξουν το παλικάρι που τους άρεσε ή που μιλούσε στην καρδιά τους', «τώρα που η κάθε θυγατέρα, αδερφή μπήκε στο πλοίο να ξενιτευτεί δεν τους ενδιαφέρει πού πάει, τι θα συναντήσει, σε τι δρόμο θα πέσει…»
Στην ειλικρινή αυτή κατάθεση, η αφηγήτρια, αφήνει χώρο και για τη δεύτερη γενιά για την οποία φαίνεται και η ίδια να πονά για όσα στερήθηκαν πολλά παιδιά της γενιάς αυτής στα παιδικά τους χρόνια. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα αιχμηρή αναφορά που αφορά, δυστυχώς, πάρα πολλούς ομογενείς της περιόδου αυτής.
«Τα δικά μας παιδιά -των μεταναστών- της δικής μας γενιάς στερήθηκαν στα παιδικά τους χρόνια και πρέπει να το παραδεχτούμε. Εμείς κυνηγούσαμε το δολάριο, πού καιρός να αφοσιωθούμε στα παιδιά μας που τόσο το είχαν ανάγκη και η καρδούλα τους πόναγε όταν άκουγαν τα Αυστραλεζάκια να διηγούνται πώς πέρασαν στο «talking time».