Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Τότε τα καλοκαίρια μας ήτανε
φίνα. Με τα πόδια μας γρατσουνισμένα, τις ρόγες των βυζιών τον κοριτσιών
τσιμπημένες από το Ζέφυρο, τη μουσική συμφωνία της αηδόνας να χαϊδεύει τα ώτα
μας, τις μυρωδιές του υάκινθου να μας τέρπουν την όσφρηση και στην πισωτσέπη ο
ελύτειος λόγος σε χαρτί κιτρινισμένο να λέει: << Πάει καιρός που
ακούστηκε η τελευταία βροχή πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες. Τώρα ο
ουρανός καίει απέραντος, τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους, της γης οι πόροι
ανοίγουνται σιγά – σιγά και πλάι απ΄ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας ένα πελώριο
φυτό κοιτάει κατάματα
τον ήλιο… >>
Μόλις τα σχολεία έκλειναν αμπαρώναμε τα
σπίτια και γινόμαστε Λούηδες. << Φορτώστε τα στο γάιδαρο >> έλεγε ο
αφέντης πατέρας χαϊδεύοντας το ακάνθινο γένι του.
Προορισμός μας το χτήμα για τις καλοκαιρινές
μας διακοπές, σε χώρο άνυδρο και ξερό, ζωσμένο τριγύρω από την αφαλαρίδα και
την αφάνα. Φέρναμε τον όνο σηκωτό. << Τις κότες, εκεί >> πρόσταζε η
μάνα. Έδειχνε με το στραβό της δείκτη τα κολιτσάκια του σαμαριού και τις
φορτώναμε δεμένες από τα πόδια κατωκέφαλα. Μετά φορτώναμε το τεντζεράδικο της
κουζίνας.
Απάνω σε τούτα, παγούρια, βίκες, καρδάρες, βελέντζες, το πανί για τη
σταφίδα να την σκεπάσουμε όταν θα έπιανε μπόρα,
φαλτσέτες, δρεπάνια, κόσες. Τα βότανα μετά στο σακούλι για το άσθμα, το
σμόλακα για τα στραμπουλίσματα, φιδόχορτο για το δάγκωμα της οχιάς, σπόρους
ψύλλιου για το γαστρεντερικό μας σύστημα.
Στρατοπεδεύαμε στο αιωνόβιο
πουρνάρι.
Το φαγητό μας
μπαμπανάτσα, οι μέρες μας φυματικές από τη σκόνη, της όχθης της δίναμε και
καταλάβαινε, κάνοντας τον Ταρζάν με τις αναρριχήσεις και τις καθόδους μας.
Θερίζαμε το ξανθό στάχυ, τρυγούσαμε τις σταφίδες, μαζεύαμε αγκαλιές το κίτρινο
μελισσόχορτο.
Γυμνοί, άσωτοι, γαμπροί αμούστακοι, τον πρώιμο έρωτά μας
εναποθέταμε στη διχάλα του ηλιοψημένου στήθους της Αρετούσας μας.
Από τότε ο χρόνος ροκανίστηκε και
φτάσαμε εδώ που φτάσαμε.
Το χτήμα λόγγωσε, οι δραγάτες πέθαναν, εμείς όσοι
ζούμε, πληγωμένοι από το χρόνο και διαμελισμένοι από τον τροχό της κρίσης
βαρύθυμοι ζαρώνουμε κατ’ οίκον, το ψωμί μας εκεί που δαγκώνουμε στάζει αίμα, ο
χιτώνας μας ένα κουρέλι, σκεπάζει δε σκεπάζει τα στραπατσαρισμένα μέλη μας.
Και για να μην ξεχαστούν τα περασμένα
τα αναμιμνήσκομε και τα λέμε σε ώτα ακουόντων και μη: << Ήταν ωραία η ζωή
στη μακρότητα εκείνη των ημερών, το δε ποτήριό της να μεθύσκεις γενόμενος
κράτιστος και πολυέλαιος δεν ήταν άλλο από ένα αγέρι που όταν φυσάει σηκώνει το
φαρδύ φουστάνι μιας γόησσας γυναίκας.