Ο παραγωγικός Ροδίτης, είναι η ποικιλία που κατά κανόνα προτιμούν να φυτεύουν οι αμπελουργοί στο πλαίσιο των προγραμμάτων αναδιάρθρωσης των αμπελώνων την τελευταία δεκαετία (2006-2015), με το Σαββατιανό να ακολουθεί-μακράν-δεύτερο. Σύμφωνα με την Κεντρική Συνεταιριστική Ένωση Αμπελοοινικών Προϊόντων (ΚΕΟΣΟΕ) την εν λόγω χρονική περίοδο συνολικά αναδιαρθρώθηκαν 50.728 στρέμματα, δηλαδή περίπου 5.000 στρέμματα κατ’ έτος και εάν συνυπολογισθούν οι νέες φυτεύσεις βάσει των Αδειών Φύτευσης (6.500 στρέμματα ανά έτος), ο ελληνικός αμπελώνας ανανεώνει το ποικιλιακό του δυναμικό με ρυθμό 2% κατ’ έτος. Πρωταθλήτρια ποικιλία στις προτιμήσεις των αμπελουργών αναδεικνύεται ο παραγωγικός Ροδίτης με 11.420 στρέμματα και ποσοστό 22,51% και μακράν δεύτερο το Σαββατιανό με 3.467 στρέμματα και ποσοστό 6,83%. Ακολουθούν οι ποικιλίες Ασύρτικο, Καμπερνέ Σωβινιόν, Μερλό, Μαλαγουζιά, Συράχ, Μοσχοφίλερο, Σωβινιόν Μπλανκ και Αγιωργίτικο.
Οι ξενικές ποικιλίες στο σύνολό τους φυτεύθηκαν σε 14.030 στρέμματα με ποσοστό 27,66%, διαψεύδοντας, όπως αναφέρει η ΚΕΟΣΟΕ, εν μέρει την εικόνα που είχε σχηματισθεί ότι οι Έλληνες παραγωγοί είναι πλήρως προσανατολισμένοι στις γηγενείς ποικιλίες και στη δυναμική τους, ενώ εντύπωση προκαλεί η χαμηλή δυναμική αναδιάρθρωσης των δυο βασικών ερυθρών ελληνικών ποικιλιών, αφού το Αγιωργήτικο αναδιαρθρώθηκε σε 1.624 στρέμματα (3,20%) και το Ξυνόμαυρο σε 1.267 στρέμματα (2,50%).
Αντίθετα, σύμφωνα με την ΚΕΟΣΟΕ, προφανής είναι η προτίμηση των παραγωγών στο Ασύρτικο με 3.034 στρέμματα (5,98%) στην Μαλαγουζιά με 2.783 στρέμματα (5,49%) και στο Μοσχοφίλερο με 2.333 στρέμματα (4,60%). Στην κατάταξη των 20 πρώτων ποικιλιών (87,02% του συνόλου) σε έκταση αναδιαρθρώθηκαν 29.664 στρέμματα με λευκές ποικιλίες και ποσοστό 67,15% και 14.575 στρέμματα με ερυθρές ποικιλίες και ποσοστό 32,85%, αντικατοπτρίζοντας περίπου και το γενικό ποσοστό σύνθεσης του ελληνικού αμπελώνα σε λευκές και ερυθρές ποικιλίες. Οι υπόλοιπες ποικιλίες μετά τις πρώτες είκοσι αναδιαρθρώθηκαν σε έκταση κάτω των 400 στρεμμάτων η κάθε μία την προηγούμενη δεκαετία και σε ποσοστά κατώτερα του 0,80%, γεγονός που σημαίνει ότι η τάση για αναδιάρθρωση με «αναδυόμενες» ή «ξεχασμένες» ποικιλίες δεν είναι ισχυρή.