Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δεκαετία του ’60. Ένας γαμψονύχης
δράκος μας έσπρωχνε στο γκρεμό, ένα ζαβό ριζικό βράδιαζε τη βιασμένη μέρα μας.
Εκείνη μας έστελνε νηστικούς στο κρεβάτι με το αίμα ξεραμένο στα πόδια μας, μ’
ένα τρίμμα φόβου στα σπλάχνα που έσκαβε το λαγούμι μας να κρυφτούμε μέσα. Ουδέ διασκέδαση, ουδέ διεφθαρμένα σήριαλ, ουδέ
κινητό αφής που να μας μεταδίδει το φωτισμό της γνώσης. Τη βγάζαμε με
αναρριχήσεις στα βουνά, με κλωτσιές σε τόπια από κουρέλια, πηδούσαμε φράχτες,
μαργαρίτες μαδούσαμε, ψελλίζοντας ασθμαίνοντες: << Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει! Μ’ αγαπάει δεν μ’ αγαπάει! >>
Έρχονταν και μέρες ποτισμένες με
βάλσαμο που τις πονεμένες καρδιές μας, γιάτρευαν. Μας λυπόταν ο Θεός των φτωχών,
βαρούσε το σήμαντρό του, μάζευε τους
αγίους και τους έστελνε στα πανηγύρια. Ουρές οι πιστοί, σωροί το κερί στα
μανουάλια, το χρήμα με τη σέσουλα στο παγκάρι και το πρόσφορο μοιρασμένο να μας
τυλώνει.
Του δε Σεπτεμβρίου μεσούντος, εκ
κοιλίας καλής μητρός, γεννιόταν και το
πανηγύρι της Αρκαδιάς, πάμφωτης και περικαλλούς πόλης. Μας έβαφε με χρώματα, γλιστρούσε στα χέρια
μας παστέλια, στα πόδια μας φορούσε καινούριο υπόδημα, το γυμνό καμένο σώμα
μας, έντυνε με ρούχο ραμμένο σε ραφτάδικο μόδας.
Στα νοικοκυριά προμήθευε <<
προικώα >>, τσίτια, μαξιλάρια, κουβέρτες, προσόψια, χράμια, εσώρουχο
μοντέρνο της νύφης, κουστούμι φίνο από κασμίρι του γαμπρού. Κουζινικά σ’ όλα τα μεγέθη, στο χέρι σφυρηλατημένα
από τεχνίτη μάστορα, κατσαρόλια, ταψιά,
πυροστιές, μαγκάλια, γουδιά, κουτάλες, μαχαιροπίρουνα, << ων ουκ έστιν αριθμός >>.
Νότια στον ελαιώνα το ζωοπάζαρο,
ακριβό βλαστάρι του πανηγυριού, μια ολάνοιχτη αγκαλιά για όλους τους θρήσκους
επισκέπτες. Ο καρπερός κάμπος γέμιζε
άλογα, πουλάρια, γαϊδουράκια, μουλάρια, γαλιά, όρνιθες, χοίρους και θρεμμένα
αμνοερίφια.
Εδώ και τα υπαίθρια ταβερνεία με τη
γουρνοπούλα. Ο μεζές πιπεράτος, αλατισμένος, το κρασί ηδύγευστο, ο λόγος απ’ τα
χείλη να βγαίνει πονεμένος, το μάτι δακρυσμένο για τον κούκο που δεν έφερνε την άνοιξη. Ο σκαφτιάς να μιλάει για τ’ απλήρωτα κόπια του, ο χαμάλης για την ανεργία,
ο καραγωγέας για το κουτσαμένο άτι του,
ο εργάτης για το ραγισμένο σπόνδυλο στη μέση του.
Πιτσιρικάδες των δέκα και των
δώδεκα, δαγκώναμε το ξεροκόμματο και ο ουρανός που μας έβλεπε έσταζε δάκρυ.
Για
να δούμε το << γύρω του θανάτου >> κάναμε ρεφενέ, μαζεύαμε το
εισιτήριο και από το διάζωμα σκυφτοί στην κοιλιά του βαρελιού κολλάγαμε το μάτι
μας στον αναρριχώμενο μοτοσυκλετιστή.
Η μηχανή μούγκριζε στους γύρους της
ανηφόρας, το βαρέλι έτριζε συθέμελο, τα χέρια με το τιμόνι, έσονται σε σάρκα
μία. Μας έπιανε ντελίριο, λεπίδι ξέσχιζε την καρδιά μας, το ζεστό χειροκρότημα στην τελευταία κατάβαση στον πάτο
του βαρελιού δεν είχε τέλος.
Από κει ο καλός Θεός μάς κατέτασσε
στους παραδείσους της σκοποβολής, στις κούνιες, στα ποδοσφαιράκια, στο χώρο με
το << μαλλί της γριάς >> και όπου η πανήγυρη μας αγάθυνε με τις
παράγκες που ‘χαν στήσει οι μελαψοί σγουρομάλληδες πραματευτάδες.