του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Υπουργέ επί των οικονομικών
χαίρομαι που είσαι ακμαίος και κουβαλάς τα μνημόνια με το σακίδιο στην πλάτη
σου. Ένα τέτοιο είχα κι εγώ έφηβος. Μόνο
που ήταν παλιό, λερωμένο και ραμμένο με σπάρτο και παραμάνες. Ο πάτος του λιωμένος με δυο τρύπες που
‘μοιαζαν με μάτια κουκουβάγιας.
Το φορτωνόμουν στην πλάτη και ανέβαινα το
βουνό, τον Άι- Βλάση και το γέμιζα σαλιγκάρια, οβριές και κούμαρα. Από τα
ποτιστικά περιβόλια κουβάλαγα στο σπίτι απίδια, καλαμπόκια και αγγούρια εύγεστα
που μοσχομύριζαν αρώματα της φύσης. Στις πάψεις των Χριστουγέννων έβαζα μέσα
τους κοκκινολαίμηδες, τις τσίχλες και τα κοτσύφια, κυνήγι που αποκόμιζα με τις
θηλιές. Το καλοκαίρι τους αϊτομάχους που
έπιανα στις πλακοπαίδες και τα συκοπούλια που έφερνα κάτω από τις κοκορεβιθιές
με τη σφενδόνα.
Στο γυμνάσιο κουβαλούσα μ’ αυτό τα
βιβλία μου. Ένα Μαρτιάτικο πρωινό με πρόδωσε, όταν η βροχή με τάραξε κι αυτό
έγινε μούσκεμα. Μαζεμένοι στο προαύλιο οι σοφοί μας καθηγητές και οι εφτακόσιοι μαθητές κάναμε προσευχή,
όταν η φιλία μας διολίσθησε. Είχε φτάσει ο απαγγέλων μαθητής στο << … και
μη εισενέγκης ημάς εις πειρασμόν… >> όταν ο πάτος του ραμμένος με σύρματα
που διακτινίζονταν σαν κλωστικοί φαρμπαλάδες σχίστηκε και τα βιβλία χωρίς αιδώ
έπεσαν κάτω στα νερά της βροχής μ’ ένα << πλατς, πλουτς >> που
ξάφνιασε μικρούς και μεγάλους. Εκπαιδευτές
και μαθητευόμενοι στράφηκαν και κοιτούσαν λες και ανίχνευαν αόρατο τάφο. Δευτερόλεπτα σιωπής και ύστερα ένα ξέσπασμα
γέλιου, νεανικού και αντιχριστιανικού έκανε τους πεπαιδευμένους μας να
σταυροκοπηθούν και το γυμνασιάρχη να βλαστημήσει χαμηλόφωνα.
Στο τέλος της προσευχής το όργανο
της τάξης και της ασφάλειας του σχολείου, υπεύθυνο και για τη σωματική μας
άθληση, με παρουσίασε μπροστά του. Ο γυμνασιάρχης, βασανιστής περιωπής με
πλάκωσε στα χαστούκια, μ’ έβρισε και μου πέταξε το σακίδιο στον κάδο. Ύστερα μ’
έσπρωξε και κουτούλησα στον τοίχο.
Μου θυμίζεις τα εφηβικά μου, πέτρινα
χρόνια, υπουργέ του σακιδίου. Όμως και κάτι άλλο. Όταν σε βλέπω με το σακίδιο
στην πλάτη, σε περνάω για σαλίγκαρο, έτσι που υψώνεται σαν όστρακο και θυμάμαι
τα λόγια που είπε όταν τον ρώτησαν, πως ανέβηκε στην κορυφή του βουνού, ενώ δεν
έχει πόδια κι εκείνος απάντησε:
Έρποντας, γλείφοντας και με τα κέρατά μου!