Το χαμένο ποσό για την Αιγιάλεια υπολογίζεται στις 500.000 ευρώ/έτος
Τον
κώδωνα του κινδύνου για το μέλλον της σταφιδοκαλλιέργειας στην Ελλάδα, η
τιμή/κιλό της οποίας την τελευταία τριετία αυξάνει σημαντικά και φέτος
αναμένεται να κινηθεί σε 1 ευρώ και πλέον, έκρουσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο
πρόεδρος της Παναιγιάλειου Ένωσης Συνεταιρισμών, Θανάσης Σωτηρόπουλος.
Τόνισε: «Η κλιματική αλλαγή δεν ευνοεί την καλλιέργεια, αλλά με τον Θεό δεν μπορούμε να τα βάλουμε».
Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, οι παραγωγοί μπορούν να στηριχθούν και να μην εγκαταλείψουν τα χωράφια τους, με την ένταξη του προϊόντος στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης αμπέλων, ώστε να ενισχυθούν και να προχωρήσουν σε νέες φυτεύσεις.
Επίσης, ζήτησε να βρεθεί λύση για τις ανακτήσεις στους υγιείς συνεταιρισμούς (παλιές επιδοτήσεις που ζητάει την επιστροφή τους η ΕΕ), καθώς και για τις μισθωμένες εκτάσεις που χάνουν τις επιδοτήσεις για πέντε χρόνια (πχ ο πατέρας, όταν ενοικιάζει στο παιδί του ή σε τρίτο, το κτήμα για καλλιέργεια, χάνεται η επιδότηση).
Το χαμένο ποσό για την Αιγιάλεια υπολογίζεται στις 500.000 ευρώ/έτος.
Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, με την κορινθιακή σταφίδα υπολογίζεται ότι απασχολούνται πανελλαδικά 17.000 οικογένειες και καλλιεργούνται 100.000 στρέμματα σε Κόριθνο, Αχαϊα, Ηλεία, Μεσσηνία και Ζάκυνθο, όταν προ 15ετίας, ο αριθμός τους υπερέβαινε τα 150.000 στρέμματα.
Η ετήσια παραγωγή στην Ελλάδα κυμαίνεται σε 18-24.000 τόνους και η απόδοση ανά στρέμμα υπολογίζεται σε κατά μέσο όρο 350-500 κιλά.
Σχετικά με την τιμή της σταφίδας, ο κ. Σωτηρόπουλος τόνισε ότι την τελευταία τριετία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά και από 0,75 ευρώ το 2015, έφτασε στα 0,90 ευρώ πέρυσι και φέτος θα ξεπεράσει το 1 ευρώ.
Σημειώνεται ότι η σταφίδα είναι εξαγώγιμο προϊόν και -σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο- η ελληνική αγορά δεν απορροφά ούτε το 2% της συνολικής παραγωγής.
Όμως, όπως επισήμανε ο ίδιος, οι εξαγωγές της παραγωγής εξακολουθούν να κερδίζουν έδαφος και, παρά τον διεθνή ανταγωνισμό, ανοίγονται νέες αγορές.
Αγγλία, Ολλανδία, Αυστρία και Γαλλία, αλλά και ΗΠΑ, Ρωσία, Αυστραλία και Καναδάς, είναι μερικές από τις συνολικά 40 παγκοσμίως αγορές εξαγωγής της ελληνικής σταφίδας.
Το κόστος παραγωγής για την καλλιέργεια σταφίδας είναι πολύ υψηλό. Πρόκειται για ευαίσθητο προϊόν και ο παραγωγός 10 μήνες τον χρόνο πρέπει να «βρίσκεται επί ποδός στο χωράφι».
Το ελληνικό «μαύρο» χρυσάφι
Μπορεί η Ελλάδα να μην έχει ακόμη καταφέρει να βρει πετρέλαιο σε μεγάλες ποσότητες κάτω από τη γη ή τη θάλασσα, αλλά ο ελληνικός «μαύρος χρυσός» η σταφίδα,έχει υπάρξει στο παρελθόν, εξίσου προσοδοφόρος και πολύ πιο εύγευστος.
Σταφίδα καλλιεργούσαν τα παλαιότερα χρόνια, στην Πελοπόννησο και η κορινθιακή σταφίδα, δηλαδή η μαύρη, έγινε τόσο διάσημη, ώστε σχεδόν ταυτίστηκε με τη σταφίδα και γλωσσικά.
Η λέξη currant, που σημαίνει στα αγγλικά την κορινθιακή μαύρη σταφίδα, έχει την αρχή της στην Κόρινθο.
Από τα γαλλικά, raisins de Corinthe, ή μάλλον raisins de Corauntz, όπως ήταν στα γαλλικά της εποχής, πέρασε τον 14ο αι. και στα αγγλικά, όπου σιγά-σιγά το raisins παραλείφθηκε.
Στα κείμενα της εποχής τη λέξη συναντά κανείς γραμμένη σε πάμπολλες παραλλαγές, corentes, corauntz, currents, currence, corans κτλ.
Μάλιστα, όταν τον 16ο αιώνα άρχισαν να καλλιεργούνται στην Αγγλία τα φραγκοστάφυλα, ο κόσμος νόμισε ότι αυτός ο καρπός είναι η νωπή μορφή της σταφίδας και τα αποκάλεσε κι αυτά currant.
Το λάθος επισημάνθηκε αμέσως, αλλά όπως συχνά συμβαίνει ρίζωσε. Έτσι σήμερα currants λέγονται και τα φραγκοστάφυλα και οι σταφίδες. Στην Αμερική, για να ξεδιαλύνει η σύγχυση, τις σταφίδες τις λένε Zante currants, δηλαδή ζακυνθινές.
Η Ζάκυνθος ήταν σημαντική πηγή εισαγωγών σταφίδας στη Βρετανία. Μια λέξη ξεχασμένη σχεδόν για την κορινθιακή σταφίδα είναι κουρεντί, αντιδάνειο από το currant.
Όταν η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της, η σταφίδα ήταν το μοναδικό αξιόλογο εξαγωγικό προϊόν του νέου κράτους.
Δεδομένου ότι έφτασε να αντιπροσωπεύει το 50%-75% της αξίας του συνόλου των ευρωπαϊκών εξαγωγών, δεν είναι υπερβολική η ρήση του Ξ. Ζολώτα, ότι η σταφίδα για την Ελλάδα ήταν «ό,τι και ο καφές για τη Βραζιλία».
Τότε η σταφίδα ονομάστηκε «χρυσός της Κορινθίας», αν και καλλιεργήθηκε σε πολύ ευρύτερη ζώνη, σε όλη τη δυτική και βορειοδυτική Πελοπόννησο και στα Επτάνησα, όπου οι αγρότες επέκτειναν δυσανάλογα τις αμπελοφυτείες σε βάρος των ελαιώνων και των άλλων καλλιεργειών.
Πολλές οικογένειες που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή σχηματίστηκαν με άξονα τις λωρίδες Κόρινθο-Πάτρα και Πύργο-Καλαμάτα και συνδέθηκαν με το εμπόριο της σταφίδας.
Ενδεικτικοί είναι οι στίχοι για τη σταφίδα του Κλεάνθη Τριανταφύλλου (1850-1889), εκδότη της εφημερίδας «Ραμπαγάς»:
Απ’ το τσαμπί σου κρέμεται, γλυκιά μου μαυρομάτα, το έθνος…
Σένα θρέφουμε μονάκριβη ελπίδα,
χλωρή, όσο ξεραίνεσαι, συ κάνεις την πατρίδα,
είν’ από σένα τάλαρο τ’ αλώνια μας γεμάτα,
μικρή, γλυκομελάχρινη, κοπέλα μου σταφίδα!
Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής σταφίδας εξαγόταν. Αρχικά ο μεγάλος πελάτης ήταν η Αγγλία. Η σταφίδα χρησιμοποιείτο στην παρασκευή της πουτίγκας, που ήταν βασικό είδος διατροφής των λαϊκών στρωμάτων.
Καθώς, η τιμή της σταφίδας ανεβοκατέβαινε, οι σταφιδοπαραγωγοί, που ήταν μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ευημερούσαν ή πεινούσαν.
Μετά το 1880 η ζήτηση του προϊόντος από την Αγγλία άρχισε να φθίνει και να πέφτει η τιμή της, αλλά ένα τυχαίο γεγονός της έδωσε δεκαετή παράταση: τα γαλλικά αμπέλια καταστράφηκαν από επιδημία φυλλοξήρας και οι Γάλλοι οινοπαραγωγοί στράφηκαν στην ελληνική σταφίδα κι έκαναν μαζικές εισαγωγές που υπεραναπλήρωσαν τη μείωση της αγγλικής ζήτησης.
Αποτέλεσμα ήταν να εκτοξευθούν στα ύψη η τιμή της σταφίδας και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις.
Έτσι, ενώ το 1860 καλλιεργούνταν 220.000 στρέμματα που παρήγαγαν 50.000 τόνους σταφίδας (όλοι σχεδόν εξάγονταν), το 1891 η καλλιέργεια είχε φτάσει στα 670.000 στρέμματα και η παραγωγή στους 165.000 τόνους.
Όμως, κάθε τι ωραίο, τελειώνει κάποτε και απότομα. Από το 1889 οι γαλλικές αμπελοφυτείες άρχισαν να αναρρώνουν, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να πέσουν κατακόρυφα, από 69.500 βαρέλια το 1889 σε 21.700 το 1892 και σε μόλις 3.100 το 1893.
Εξίσου δραματική και η πτώση της τιμής: από 625 φράγκα ο τόνος το 1890, έπεσε σε 92 το 1893. Το κράτος παρενέβη με τρόπο που ικανοποιούσε τους σταφιδεμπόρους και όχι τους σταφιδοπαραγωγούς.
Αγόραζε ποσότητες σταφίδας από τους παραγωγούς, που τις χρησιμοποιούσε για οινοπνευματοποίηση, ώστε να μην πέσει πολύ η τιμή του προϊόντος.
Η κρίση της σταφίδας είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την πτώχευση της Ελλάδας επί Τρικούπη. Επίσης, «γέννησε» τα πρώτα κοινωνικά κινήματα, αρχικά μεταξύ των σταφιδοπαραγωγών.
Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτοι σοσιαλιστές και αναρχικοί εμφανίστηκαν όχι στην Αθήνα, αλλά στην Πάτρα και τον Πύργο.
Η σταφιδική κρίση πυροδότησε, άλλωστε, τη μαζική μετανάστευση στην Αμερική, από την τελευταία δεκαετία του 1890 και μετά, όταν μετανάστευσαν, κυρίως από την Πελοπόννησο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες.
Ο Γ. Σουρής έγραψε για τη σταφιδική κρίση:
Κι αν λείψει κάθε φόρος της, κι ας βάλουν πιο μεγάλο
εγώ ποτέ στο στόμα μου σταφίδα δεν θα βάλω
και ούτε θέλω να την δω ποτέ μου σε τραπέζι
κι ας κάνουν μόνο με αυτήν πουτίγκες οι Εγγλέζοι
Η σταφίδα ποτέ δεν ξαναβρήκε τη δόξα του 1880 και ποτέ δεν ξεπέρασε τη χρόνια κρίση της. Στην Κατοχή όμως, και για κάμποσο διάστημα μετά, έσωσε και έθρεψε πολύ κόσμο.
Σταφίδα μοίραζε ο στρατός στους φαντάρους και σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης, για το κρύο της νυχτερινής σκοπιάς.
Τόνισε: «Η κλιματική αλλαγή δεν ευνοεί την καλλιέργεια, αλλά με τον Θεό δεν μπορούμε να τα βάλουμε».
Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, οι παραγωγοί μπορούν να στηριχθούν και να μην εγκαταλείψουν τα χωράφια τους, με την ένταξη του προϊόντος στο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης αμπέλων, ώστε να ενισχυθούν και να προχωρήσουν σε νέες φυτεύσεις.
Επίσης, ζήτησε να βρεθεί λύση για τις ανακτήσεις στους υγιείς συνεταιρισμούς (παλιές επιδοτήσεις που ζητάει την επιστροφή τους η ΕΕ), καθώς και για τις μισθωμένες εκτάσεις που χάνουν τις επιδοτήσεις για πέντε χρόνια (πχ ο πατέρας, όταν ενοικιάζει στο παιδί του ή σε τρίτο, το κτήμα για καλλιέργεια, χάνεται η επιδότηση).
Το χαμένο ποσό για την Αιγιάλεια υπολογίζεται στις 500.000 ευρώ/έτος.
Σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο, με την κορινθιακή σταφίδα υπολογίζεται ότι απασχολούνται πανελλαδικά 17.000 οικογένειες και καλλιεργούνται 100.000 στρέμματα σε Κόριθνο, Αχαϊα, Ηλεία, Μεσσηνία και Ζάκυνθο, όταν προ 15ετίας, ο αριθμός τους υπερέβαινε τα 150.000 στρέμματα.
Η ετήσια παραγωγή στην Ελλάδα κυμαίνεται σε 18-24.000 τόνους και η απόδοση ανά στρέμμα υπολογίζεται σε κατά μέσο όρο 350-500 κιλά.
Σχετικά με την τιμή της σταφίδας, ο κ. Σωτηρόπουλος τόνισε ότι την τελευταία τριετία βρίσκεται σε ανοδική τροχιά και από 0,75 ευρώ το 2015, έφτασε στα 0,90 ευρώ πέρυσι και φέτος θα ξεπεράσει το 1 ευρώ.
Σημειώνεται ότι η σταφίδα είναι εξαγώγιμο προϊόν και -σύμφωνα με τον κ. Σωτηρόπουλο- η ελληνική αγορά δεν απορροφά ούτε το 2% της συνολικής παραγωγής.
Όμως, όπως επισήμανε ο ίδιος, οι εξαγωγές της παραγωγής εξακολουθούν να κερδίζουν έδαφος και, παρά τον διεθνή ανταγωνισμό, ανοίγονται νέες αγορές.
Αγγλία, Ολλανδία, Αυστρία και Γαλλία, αλλά και ΗΠΑ, Ρωσία, Αυστραλία και Καναδάς, είναι μερικές από τις συνολικά 40 παγκοσμίως αγορές εξαγωγής της ελληνικής σταφίδας.
Το κόστος παραγωγής για την καλλιέργεια σταφίδας είναι πολύ υψηλό. Πρόκειται για ευαίσθητο προϊόν και ο παραγωγός 10 μήνες τον χρόνο πρέπει να «βρίσκεται επί ποδός στο χωράφι».
Το ελληνικό «μαύρο» χρυσάφι
Μπορεί η Ελλάδα να μην έχει ακόμη καταφέρει να βρει πετρέλαιο σε μεγάλες ποσότητες κάτω από τη γη ή τη θάλασσα, αλλά ο ελληνικός «μαύρος χρυσός» η σταφίδα,έχει υπάρξει στο παρελθόν, εξίσου προσοδοφόρος και πολύ πιο εύγευστος.
Σταφίδα καλλιεργούσαν τα παλαιότερα χρόνια, στην Πελοπόννησο και η κορινθιακή σταφίδα, δηλαδή η μαύρη, έγινε τόσο διάσημη, ώστε σχεδόν ταυτίστηκε με τη σταφίδα και γλωσσικά.
Η λέξη currant, που σημαίνει στα αγγλικά την κορινθιακή μαύρη σταφίδα, έχει την αρχή της στην Κόρινθο.
Από τα γαλλικά, raisins de Corinthe, ή μάλλον raisins de Corauntz, όπως ήταν στα γαλλικά της εποχής, πέρασε τον 14ο αι. και στα αγγλικά, όπου σιγά-σιγά το raisins παραλείφθηκε.
Στα κείμενα της εποχής τη λέξη συναντά κανείς γραμμένη σε πάμπολλες παραλλαγές, corentes, corauntz, currents, currence, corans κτλ.
Μάλιστα, όταν τον 16ο αιώνα άρχισαν να καλλιεργούνται στην Αγγλία τα φραγκοστάφυλα, ο κόσμος νόμισε ότι αυτός ο καρπός είναι η νωπή μορφή της σταφίδας και τα αποκάλεσε κι αυτά currant.
Το λάθος επισημάνθηκε αμέσως, αλλά όπως συχνά συμβαίνει ρίζωσε. Έτσι σήμερα currants λέγονται και τα φραγκοστάφυλα και οι σταφίδες. Στην Αμερική, για να ξεδιαλύνει η σύγχυση, τις σταφίδες τις λένε Zante currants, δηλαδή ζακυνθινές.
Η Ζάκυνθος ήταν σημαντική πηγή εισαγωγών σταφίδας στη Βρετανία. Μια λέξη ξεχασμένη σχεδόν για την κορινθιακή σταφίδα είναι κουρεντί, αντιδάνειο από το currant.
Όταν η Ελλάδα κέρδισε την ανεξαρτησία της, η σταφίδα ήταν το μοναδικό αξιόλογο εξαγωγικό προϊόν του νέου κράτους.
Δεδομένου ότι έφτασε να αντιπροσωπεύει το 50%-75% της αξίας του συνόλου των ευρωπαϊκών εξαγωγών, δεν είναι υπερβολική η ρήση του Ξ. Ζολώτα, ότι η σταφίδα για την Ελλάδα ήταν «ό,τι και ο καφές για τη Βραζιλία».
Τότε η σταφίδα ονομάστηκε «χρυσός της Κορινθίας», αν και καλλιεργήθηκε σε πολύ ευρύτερη ζώνη, σε όλη τη δυτική και βορειοδυτική Πελοπόννησο και στα Επτάνησα, όπου οι αγρότες επέκτειναν δυσανάλογα τις αμπελοφυτείες σε βάρος των ελαιώνων και των άλλων καλλιεργειών.
Πολλές οικογένειες που έπαιξαν ηγετικό ρόλο στην ελληνική πολιτική σκηνή σχηματίστηκαν με άξονα τις λωρίδες Κόρινθο-Πάτρα και Πύργο-Καλαμάτα και συνδέθηκαν με το εμπόριο της σταφίδας.
Ενδεικτικοί είναι οι στίχοι για τη σταφίδα του Κλεάνθη Τριανταφύλλου (1850-1889), εκδότη της εφημερίδας «Ραμπαγάς»:
Απ’ το τσαμπί σου κρέμεται, γλυκιά μου μαυρομάτα, το έθνος…
Σένα θρέφουμε μονάκριβη ελπίδα,
χλωρή, όσο ξεραίνεσαι, συ κάνεις την πατρίδα,
είν’ από σένα τάλαρο τ’ αλώνια μας γεμάτα,
μικρή, γλυκομελάχρινη, κοπέλα μου σταφίδα!
Σχεδόν το σύνολο της παραγωγής σταφίδας εξαγόταν. Αρχικά ο μεγάλος πελάτης ήταν η Αγγλία. Η σταφίδα χρησιμοποιείτο στην παρασκευή της πουτίγκας, που ήταν βασικό είδος διατροφής των λαϊκών στρωμάτων.
Καθώς, η τιμή της σταφίδας ανεβοκατέβαινε, οι σταφιδοπαραγωγοί, που ήταν μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, ευημερούσαν ή πεινούσαν.
Μετά το 1880 η ζήτηση του προϊόντος από την Αγγλία άρχισε να φθίνει και να πέφτει η τιμή της, αλλά ένα τυχαίο γεγονός της έδωσε δεκαετή παράταση: τα γαλλικά αμπέλια καταστράφηκαν από επιδημία φυλλοξήρας και οι Γάλλοι οινοπαραγωγοί στράφηκαν στην ελληνική σταφίδα κι έκαναν μαζικές εισαγωγές που υπεραναπλήρωσαν τη μείωση της αγγλικής ζήτησης.
Αποτέλεσμα ήταν να εκτοξευθούν στα ύψη η τιμή της σταφίδας και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις.
Έτσι, ενώ το 1860 καλλιεργούνταν 220.000 στρέμματα που παρήγαγαν 50.000 τόνους σταφίδας (όλοι σχεδόν εξάγονταν), το 1891 η καλλιέργεια είχε φτάσει στα 670.000 στρέμματα και η παραγωγή στους 165.000 τόνους.
Όμως, κάθε τι ωραίο, τελειώνει κάποτε και απότομα. Από το 1889 οι γαλλικές αμπελοφυτείες άρχισαν να αναρρώνουν, με αποτέλεσμα οι εισαγωγές να πέσουν κατακόρυφα, από 69.500 βαρέλια το 1889 σε 21.700 το 1892 και σε μόλις 3.100 το 1893.
Εξίσου δραματική και η πτώση της τιμής: από 625 φράγκα ο τόνος το 1890, έπεσε σε 92 το 1893. Το κράτος παρενέβη με τρόπο που ικανοποιούσε τους σταφιδεμπόρους και όχι τους σταφιδοπαραγωγούς.
Αγόραζε ποσότητες σταφίδας από τους παραγωγούς, που τις χρησιμοποιούσε για οινοπνευματοποίηση, ώστε να μην πέσει πολύ η τιμή του προϊόντος.
Η κρίση της σταφίδας είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνη για την πτώχευση της Ελλάδας επί Τρικούπη. Επίσης, «γέννησε» τα πρώτα κοινωνικά κινήματα, αρχικά μεταξύ των σταφιδοπαραγωγών.
Δεν είναι τυχαίο που οι πρώτοι σοσιαλιστές και αναρχικοί εμφανίστηκαν όχι στην Αθήνα, αλλά στην Πάτρα και τον Πύργο.
Η σταφιδική κρίση πυροδότησε, άλλωστε, τη μαζική μετανάστευση στην Αμερική, από την τελευταία δεκαετία του 1890 και μετά, όταν μετανάστευσαν, κυρίως από την Πελοπόννησο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες.
Ο Γ. Σουρής έγραψε για τη σταφιδική κρίση:
Κι αν λείψει κάθε φόρος της, κι ας βάλουν πιο μεγάλο
εγώ ποτέ στο στόμα μου σταφίδα δεν θα βάλω
και ούτε θέλω να την δω ποτέ μου σε τραπέζι
κι ας κάνουν μόνο με αυτήν πουτίγκες οι Εγγλέζοι
Η σταφίδα ποτέ δεν ξαναβρήκε τη δόξα του 1880 και ποτέ δεν ξεπέρασε τη χρόνια κρίση της. Στην Κατοχή όμως, και για κάμποσο διάστημα μετά, έσωσε και έθρεψε πολύ κόσμο.
Σταφίδα μοίραζε ο στρατός στους φαντάρους και σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης, για το κρύο της νυχτερινής σκοπιάς.