Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος
γεννήθηκε το 1784 στη Νέδουσα (Μεγάλη Αναστάσοβα) ένα μικρό χωριό που
βρίσκεται στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 χλμ από την πόλη της Καλαμάτας
και πέθανε πάμφτωχος στις 25 Σεπτεμβρίου 1849 στον Πειαραιά.Καταγόταν
από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης.
Ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Υπόγραφε και με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης
και μ΄ αυτό αναφέρεται σε μερικά δημοτικά τραγούδια.
Τελικά όμως
επικράτησε το επώνυμο Σταματελόπουλος από το βαπτιστικό όνομα του πατέρα
του (Σταματέλος). Υπηρέτησε όπως και ο Κολοκοτρώνης στον αγγλικό
στρατό, στα Επτάνησα. Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της
Επανάστασης του 1821.
Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από
διάφορα μέρη της Ελλάδας.Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην πρώτη μάχη
που δόθηκε στο Βαλτέτσι της Αρκαδίας στις 12 – 13 Μαΐου 1821 (είχε
προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς που κρατούσε
με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που
επιτίθεντο με πυροβολικό.
Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ' εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο.
Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με τον
θείο του, κυρίως δε στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης. Νικηταρά –
Νικηταρά πού'χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά ατσάλι Όταν η
Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δεν ζήτησε κανένα λάφυρο για τον
εαυτό του κι όταν τον πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο
στην προσωρινή κυβέρνηση.
Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των
Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τον Δημήτριο Υψηλάντη και τον
Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει την χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ' όπου
θα περνούσαν οι Τούρκοι, τους προκάλεσε δε μεγάλη καταστροφή.
Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την
οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να
διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης,
υφιστάμενος πανωλεθρία. Στην μάχη αυτή πήρε και το όνομα τουρκοφάγος
καθώς σύμφωνα με ιστορικές πηγές έσπασε τρεις πάλες με την δύναμη με την
οποία χτυπούσε .
Στο τέλος της μάχης το χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να
αφήσει την πάλα.(26 – 28 Ιουλίου 1822).Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές
ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα.
Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η
ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να
αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε τον
Νικηταρά το 1839 και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση
χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας.
Όταν αποφυλακίστηκε ήταν σχεδόν τυφλός.
Έζησε λίγα ακόμη χρόνια με
μια μηδαμινή (άλλες πηγές αναφέρουν καμία σύνταξη) σύνταξη και πέθανε το
1849 στον Πειραιά. Ήταν μάλιστα τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα
σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε πόστα είχε ορίσει
μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά
στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε (!) να επαιτεί κάθε
Παρασκευή!
Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη της Μεγάλης Δύναμης, αυτός
απεστάλθη από την κυβέρνηση του στο πόστο όπου επαιτούσε ο μεγάλος
οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το
απλωμένο χέρι του.
„Τι κάνετε στρατηγέ μου;" ρώτησε ο ξένος„ Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα" απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
„Μα εδώ την απολαμβάνετε καθισμένος στον δρόμο;" επέμενε ο ξένος. „Η
πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για
να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος" απήντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα
πουγκί με χρυσές λίρες. Ο Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και
φώναξε στον ξένο:" Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας
και το χάσεις!!!"
Στις 25 του Σεπτέμβρη του 1849, ο γενναιότερος των γενναίων,
πεθαίνει ξεχασμένος, τυφλός και πάμφτωχος.
Αυτή ήταν η Ελληνική
υπερηφάνεια που έκανε την Ελλάδα ελεύθερη.