Τα τεχνητά γλυκαντικά μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο ανάπτυξης διαβήτη τύπου 2, σύμφωνα με τα αποτελέσματα νέας έρευνας.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων γλυκαντικών, οι οποίες περιέχονται σε light αναψυκτικά, δημητριακά πρωινού κα., αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται το σώμα στη ζάχαρη.
Οι απότομες αυξομειώσεις που προκαλούν στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, που είναι και το βασικό χαρακτηριστικό του διαβήτη, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για την υγεία.
Σε ένα υγιές άτομο το σώμα επιβραδύνει φυσιολογικά τον ρυθμό με τον οποίο απορροφάται η ζάχαρη στο αίμα μετά από ένα γεύμα.
Οι ειδικοί διαπίστωσαν όμως, ότι όσοι κατανάλωναν πολλά τεχνητά γλυκαντικά επί δύο εβδομάδες -αντιστοιχούν σε πέντε αναψυκτικά διαίτης καθημερινά- είχαν σημαντικά μειωμένη ικανότητα να ελέγχουν την απορρόφηση γλυκόζης στο αίμα.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2, προειδοποιούν οι ειδικοί.
Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας στην Αυστραλία, με επικεφαλής τον καθηγητή Richard Young, παρακολούθησαν 27 υγιείς εθελοντές, στους οποίους δόθηκε ένα γλυκαντικό -σουκραλόζη ή ακεσουλφάμη Κ- ή ένα «εικονικό φάρμακο».
Οι εθελοντές λάμβαναν τα γλυκαντικά σε μορφή καψουλών τρεις φορές την ημέρα πριν από τα γεύματα για δύο εβδομάδες. Η ποσότητα των γλυκαντικών αντιστοιχούσε σε αυτή που περιέχει 1,5 λίτρο αναψυκτικού διαίτης.
Στο τέλος των δύο εβδομάδων, οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης, υπολογισμό των επιπέδων σακχάρου και ινσουλίνης και υπολογισμό των πεπτιδίων στο έντερο.
Οι εθελοντές που λάμβαναν γλυκαντικά είχαν αξιοσημείωτα αυξημένη ανταπόκριση στη γλυκόζη. Η απορρόφηση γλυκόζης και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ήταν υψηλότερα, ενώ τα πεπτίδια του εντέρου που περιορίζουν την αύξηση της γλυκόζης στον αίμα μετά τα γεύματα, μειώθηκαν.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην ομάδα που λάμβανε το εικονικό φάρμακο.
Οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αρκούν δύο εβδομάδες κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας γλυκαντικών για να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο το σώμα αντιδρά στη ζάχαρη, σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2.
Σύμφωνα με την Ines Cebola από το Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου, η μελέτη αντιμετωπίζει ένα πολύ σημαντικό θέμα παγκόσμιας υγείας, καθώς τα τεχνητά γλυκαντικά είναι πρόσθετα τροφίμων που χρησιμοποιούνται ευρέως όχι μόνο από διαβητικούς ασθενείς αλλά και από υγιή άτομα με στόχο τη διαχείριση της πρόσληψης ζάχαρης.
«Παρόλο που γενικά θεωρείται ασφαλής, ακόμη και ευεργετική, η κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών έχει συνδεθεί σε προηγούμενες μελέτες με την αύξηση του σωματικού βάρους και την ανάπτυξη δυσανεξίας στη γλυκόζη, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2» πρόσθεσε.
Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD), στη Λισαβόνα.
Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων γλυκαντικών, οι οποίες περιέχονται σε light αναψυκτικά, δημητριακά πρωινού κα., αλλάζει τον τρόπο με τον οποίο ανταποκρίνεται το σώμα στη ζάχαρη.
Οι απότομες αυξομειώσεις που προκαλούν στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα, που είναι και το βασικό χαρακτηριστικό του διαβήτη, είναι εξαιρετικά επικίνδυνες για την υγεία.
Σε ένα υγιές άτομο το σώμα επιβραδύνει φυσιολογικά τον ρυθμό με τον οποίο απορροφάται η ζάχαρη στο αίμα μετά από ένα γεύμα.
Οι ειδικοί διαπίστωσαν όμως, ότι όσοι κατανάλωναν πολλά τεχνητά γλυκαντικά επί δύο εβδομάδες -αντιστοιχούν σε πέντε αναψυκτικά διαίτης καθημερινά- είχαν σημαντικά μειωμένη ικανότητα να ελέγχουν την απορρόφηση γλυκόζης στο αίμα.
Με την πάροδο του χρόνου, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2, προειδοποιούν οι ειδικοί.
Οι επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Αδελαΐδας στην Αυστραλία, με επικεφαλής τον καθηγητή Richard Young, παρακολούθησαν 27 υγιείς εθελοντές, στους οποίους δόθηκε ένα γλυκαντικό -σουκραλόζη ή ακεσουλφάμη Κ- ή ένα «εικονικό φάρμακο».
Οι εθελοντές λάμβαναν τα γλυκαντικά σε μορφή καψουλών τρεις φορές την ημέρα πριν από τα γεύματα για δύο εβδομάδες. Η ποσότητα των γλυκαντικών αντιστοιχούσε σε αυτή που περιέχει 1,5 λίτρο αναψυκτικού διαίτης.
Στο τέλος των δύο εβδομάδων, οι εθελοντές υποβλήθηκαν σε δοκιμασία ανοχής της γλυκόζης, υπολογισμό των επιπέδων σακχάρου και ινσουλίνης και υπολογισμό των πεπτιδίων στο έντερο.
Οι εθελοντές που λάμβαναν γλυκαντικά είχαν αξιοσημείωτα αυξημένη ανταπόκριση στη γλυκόζη. Η απορρόφηση γλυκόζης και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ήταν υψηλότερα, ενώ τα πεπτίδια του εντέρου που περιορίζουν την αύξηση της γλυκόζης στον αίμα μετά τα γεύματα, μειώθηκαν.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη στην ομάδα που λάμβανε το εικονικό φάρμακο.
Οι συγγραφείς της μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αρκούν δύο εβδομάδες κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας γλυκαντικών για να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο το σώμα αντιδρά στη ζάχαρη, σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2.
Σύμφωνα με την Ines Cebola από το Βασιλικό Κολλέγιο του Λονδίνου, η μελέτη αντιμετωπίζει ένα πολύ σημαντικό θέμα παγκόσμιας υγείας, καθώς τα τεχνητά γλυκαντικά είναι πρόσθετα τροφίμων που χρησιμοποιούνται ευρέως όχι μόνο από διαβητικούς ασθενείς αλλά και από υγιή άτομα με στόχο τη διαχείριση της πρόσληψης ζάχαρης.
«Παρόλο που γενικά θεωρείται ασφαλής, ακόμη και ευεργετική, η κατανάλωση τεχνητών γλυκαντικών έχει συνδεθεί σε προηγούμενες μελέτες με την αύξηση του σωματικού βάρους και την ανάπτυξη δυσανεξίας στη γλυκόζη, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη διαβήτη τύπου 2» πρόσθεσε.
Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας για τη Μελέτη του Διαβήτη (EASD), στη Λισαβόνα.