16.7.18

Χρονογράφημα - Τα χαράρια

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

              Εμβληματικοί και οι δυο. Ο μπάρμπα  Γιάννης μπεσαλής, με το πλατύ χαμόγελο να φωτίζει το πρόσωπό του, μυθοπλάστης δεινός και κρασοπότης. Ο ιερέας  Δημήτρης, πάπαρος, βλέμμα φωτεινό, μορφή ασκητική, αγιορείτικη, που δεν το ‘χε σε τίποτα να ξεσπάσει σε γαμοσταυρούς με το παραμικρό.
           Ο βίος του μπάρμπα  Γιάννη πολυτάραχος στο άστυ όταν ήταν νέος, στην επιστροφή του στο χωριό καλλιεργούσε λίγες άγονες αναβόλες, κατέληγε για να τα βγάζει πέρα φαμελικώς να κάνει το επάγγελμα του νεροφύλακα τους μήνες του καλοκαιριού. Οιονεί όμηρος της φτώχειας περιέβαλλε για το συμφέρον του με σεβασμό την άρχουσα τάξη του χωριού, που και ο  παπα - Δημήτρης αριθμούσε αλλά και υποχθονίως  την πολεμούσε με την αντιστασιακή δύναμη της ψυχής του.
         Ο παπα  Δημήτρης φλογερός ανταρτόπαπας στην καθημερινότητά του, τον μυούσε στην ορθοδοξία με τον τρόπο του, στα φυσεκλίκια του λόγου του μπάρμπα  Γιάννη απαντούσε με δυο τρία πρόσφορα που φορτικώς  και επιμόνως του τα καταχωρούσε παραμάσχαλα. Τον καταπράυνε έτσι πότε με λειτουργιές, πότε με ένα μπότη κρασί και πότε με κανένα ρουσφέτι ως ισχυρός.
         ‘Έναν Αλωνάρη βρίσκονταν και οι δυο στο σωρό με τα άχυρα και γέμιζαν τα χαράρια   { χαράργια ]. Γύρω κόσμος, κοιτούσε, έκανε το ίδιο, περίμενε τον παπα  Δημήτρη να πάρει την ευχή του. Μέσα στο χαράρι του ο παπάς πατούσε το άχυρο που του ‘ριχνε ο γιος του, χοροπηδούσε και ασκοφυσούσε σαν ζουλάπι κυνηγημένο στο δάσος. Το ίδιο έκανε και ο μπάρμπα  Γιάννης ασκώντας συνάμα και την πάγια τακτική του να τραγουδά στη δουλειά του.
       Σε ανύπαρκτο χρόνο  ο παπα  Δημήτρης του είπε χωμένος σχεδόν ο μισός μέσα στα άχυρα: << Θα μου ξεραθεί ότι έχω φυτέψει, Γιάννη, δώσ’ μου  ακόμη  δυο  τέταρτα γιατί  δε μου φτάνουν οι ώρες να ποτίσω >>.  << Δεν μπορώ, παππούλη! Μου ζητάς να αυθαιρετήσω; >> του αποκρίθηκε εκείνος και συνέχισε το πάτημα.  << Μπορείς! >>  << Δεν μπορώ! >>  << Μπορείς! >>   << Δεν μπορώ! >> συνεχίστηκε έντονος ο διάλογος, ώσπου ξέσπασε ο μπάρμπα  Γιάννης και πηδώντας κάτω από το χαράρι, του είπε σε φωνή τενόρου: << Αφού μπορώ, έλα κάτω να λογαριαστούμε σαν ίσος προς ίσον >>. Πέταξε το σκούφο και το αντερί ο παπα  Δημήτρης, πήδησε κάτω και αρπάχτηκαν.
         Η ομήγυρη λύθηκε στα γέλια. Το χειροκρότημα  θυελλώδες που σκόρπισε μερικές τούφες στα πέριξ. Οι δυο αντίπαλοι, χαλάρωσαν, κοιτάχτηκαν κι αγκαλιάστηκαν με θέρμη. Ίσαμε εδώ! Γρι πιο πέρα η αξιοπρέπειά τους. Αποχωρούντος του μπάρμπα  Γιάννη ο σεμνός εφημέριος του σφύριξε στ’ αυτί: <<Ηρέμησε τέκνον μου, Ιωάννη, δόσμου  τα δυο τέταρτα κι έλα να σου τρατάρω τον οίνο μου τον εύοσμον και να σε φιλέψω και δυο εκ σίτου λειτουργιές >>.

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου