Πόσους «καπετάν Βασίληδες» έχουμε την πολυτέλεια να διαθέτουμε; Πόσους «τρελούς» που θα τα βάλουν με αυτό το απροσδιόριστο, κρατικό, πολυπλόκαμο «τέρας» που φαίνεται να απεχθάνεται το επιχειρείν;
Η περίπτωση του καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλου είναι, ίσως, η πιο
χαρακτηριστική.
Ενα φτωχόπαιδο από το Διαβολίτσι Μεσσηνίας που στα
δεκατρία του ήρθε χωρίς δεύτερο ρούχο στη μετακατοχική Αθήνα, στα
δεκαοκτώ του μπάρκαρε, δέκα χρόνια αργότερα αγόρασε, με δάνειο, το πρώτο
του πλοίο και στη συνέχεια εξελίχθηκε εντυπωσιακά στον χώρο της
ναυτιλίας.
Η βαθιά αγάπη του για τον γενέθλιο τόπο ήταν το καύσιμο
που τον έκανε να επενδύσει σε αυτό που ο ίδιος έλεγε «όραμα ζωής». Το
Costa Navarino (κάτι πολύ περισσότερο από ένα συγκρότημα ξενοδοχείων)
που αναβάθμισε την περιοχή, την έβαλε στον τουριστικό χάρτη και
δημιούργησε εκατοντάδες θέσεις εργασίας.
Ο καπετάν Βασίλης όμως
ήταν ένας πείσμων Μεσσήνιος που, μαθημένος στα τερτίπια των ωκεανών, δεν
πτοήθηκε ούτε από τη γραφειοκρατία ούτε από τις χιλιάδες υπογραφές
εκατοντάδων «αρμοδίων» που έπρεπε να συγκεντρώσει προκειμένου να
προχωρήσει σε αυτήν την επένδυση.
Πόσους όμως «καπετάν Βασίληδες»
έχουμε την πολυτέλεια να διαθέτουμε; Πόσους «τρελούς» που θα τα βάλουν
με αυτό το απροσδιόριστο, κρατικό, πολυπλόκαμο «τέρας» που φαίνεται να
απεχθάνεται το επιχειρείν; Και που ούτε αυτή η κυβέρνηση, τη στιγμή που η
χώρα διψάει για επενδύσεις, προσπάθησε να πατάξει. Ή, έστω, να
κουμαντάρει;
Ο καπετάν Βασίλης ωστόσο είχε να αντιμετωπίσει
επιπλέον τη δυσπιστία και την αντίδραση μιας μερίδας ντόπιων και
οργανώσεων που θεωρούσαν την επένδυση οικολογική απειλή ενώ, ουσιαστικά,
αναβάθμιζε και ως προς αυτό την περιοχή.
Υπάρχει, βλέπετε, αυτή η διάχυτη στην κοινωνική συνείδηση αντίληψη
ότι οι «αδίστακτοι» επιχειρηματίες ρουφάνε το αίμα του λαού με το μπουρί
της σόμπας και θέλουν να πάρουν μπιρ παρά το βίος μας.
Κάτι σαν
τον Χρήστο Τσαγανέα στο «Ενας μάγκας στα σαλόνια» που ρωτούσε αν
υπάρχουν τίποτε οικόπεδα φτωχών για να κτίσει ξενοδοχεία. Ομως το 2018,
σε μια χώρα που ασφυκτιά από οικονομική δυσπραγία, όταν κυριαρχούν
ιδεοληψίες της δεκαετίας του 1960 δεν γίνονται δουλειές.