<< Τι
ωραία που μαραθήκαν τα λουλούδια τι
τέλεια που μαραθήκαν κι αυτός ο τρελός
να τρέχει στους δρόμους με μια φοβισμένη
καρδιά χελιδονιού, χειμώνιασε και
φύγανε τα χελιδόνια, γέμισαν οι δρόμοι
λάκκους με νερά, δυο μαύρα σύννεφα στον
ουρανό κοιτάζονται στα μάτια αγριεμένα,
αύριο θα βγει στους δρόμους και η βροχή
απελπισμένη μοιράζοντας τις ομπρέλες
της … >> λέει ο ποιητής για το χειμώνα
που η καρδιά του είναι ο Γενάρης ο γατομηνάς
ο επονομαζόμενος και κρυαρίτης.
Εκείνος ο Γενάρης ο δικός μας και των πατεράδων
μας κι όχι ο σημερινός που θρέφει ημερομηνίες
με διαπλοκές, συμφωνίες οικονομικών λωποδυτών,
υπογραφές για εμπορία όπλων, ανταλλάγματα
για σφαγές αμάχων, φόρους, υπεξαιρέσεις,
θαλασσοδάνεια, ανήκεστη παρακμή και πολιτικό
πρωτογονισμό. Εκείνος ο Γενάρης ήταν
αφέντης, έδινε τα στραγγερά του χώματα
να σπείρουν τριφύλλι οι παππούδες μας,
νοιαζόταν για τα κακοχειμωνιασμένα φυτά
να αδελφώσουν, χόντρυνε τα ισχνά βλαστάρια
τους ταϊζοντάς τα άζωτο και νίτρο.
Έριχνε κάτω με τον αέρα τα ξερόκλαδα και
καθάριζε τις ελιές, τα κουκουλωμένα
κλαράκια έσκαζε δίνοντάς τους ένα φιλί
που το ‘παιρνε από τον ήλιο.
Άφηνε τους κηπουρούς να ψεκάζουν με
χειμερινό πολτό τα φύλλα της μηλιάς, κάθε
ζελζεβούλη έντομο στα καρπερά φυλλοβόλα
με το ίδιο φάρμακο το εξολόθρευε, λίπασμα
φωσφοροκαλιούχο ζητούσε να ταϊσουν τα
φυλλοβόλα, το κάθε νέο δεντράκι να περιποιηθούν
χτενίζοντας τις χλοερές πλεξούδες του.
Οι πιτσιρικάδες με τα εύθραυστ α χέρια κάναμε ένα σωρό πράματα το Γενάρη
των παππούδων μας. Κρυμμένοι στις κουμαριές
παίζαμε κλέφτες και αστυνόμοι, τρώγαμε
κούμαρα, στήναμε πλακοπαϊδες, πιάναμε
τους τσιπουργιάννους του στα σκίνα, στα
πουρνάρια με τις θηλιές αιχμαλωτίζαμε
τσίχλες και κοτσύφια. Στα σπίτι το
λιόγερμα ξαπλωμένοι στο ντιβάνι παίζαμε
ξερή, γράφαμε στίχους, διαβάζαμε καζαμία
και μαθαίναμε τα παρατσούκλια του: <<
καλαντάρης, μαγαλομηνάς, κρυαρίτης, γατομηνάς,
ψοφόμηνας, χειμωνιάρης, ξυλιάρης >>.
Έπειτα το ρίχναμε στο θρησκευτικό και
μελετούσαμε τις άγνωστες γιορτές του.
<< Γορδίου μάρτυρος, Σιλβέστρου Ρώμης,
Μαλαχίου προφήτου, Ερμίλου και Στρατονίκου
μαρτύρων, Βαβύλα ιερομάρτυρος, Αγνής
Οσίας, Άμμωνα μάρτυρος.
Πάει
εκείνος ο Γενάρης ο παιδικός, ο εφηβικός,
ο φιλικός. Έγινε μπαλωματής που ράβει
τα κουρέλια μας. Αλί! Οι αστροφεγγιές
του ξέθωρες σκιές, οι τρελές ομορφιές
του πνιγμένες από το βρόχι ενός κρυφού
μαραζιού. Μόνο στα όνειρά μας τον βλέπουμε
και για λίγο. Χάνεται σαν αστραπή και
στη λήθη ρίχνει τις μνήμες σαν λιθάρια.