Ο κόσμος πορεύεται
προς ένα «κλιματικό απαρτχάιντ», όπου οι πλούσιοι πληρώνουν για να
γλιτώσουν από τα χειρότερα αποτελέσματα της παγκόσμιας υπερθέρμανσης ενώ
οι φτωχοί επηρεάζονται στον μεγαλύτερο βαθμό, σύμφωνα με μια έκθεση του
ΟΗΕ που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ από τον ειδικό εισηγητή του διεθνούς οργανισμού για την ακραία φτώχεια, Φίλιπ Άστον, αναφέρει πως οι επιχειρήσεις υποτίθεται ότι θα έπαιζαν έναν κρίσιμο ρόλο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται σε αυτές ότι θα φροντίσουν τους φτωχούς.
«Μια υπερβολική εξάρτηση από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να οδηγήσει σε ένα σενάριο κλιματικού απαρτχάιντ στο οποίο οι πλούσιοι πληρώνουν για να γλιτώσουν την υπερθέρμανση, την πείνα, και τις συγκρούσεις, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αφήνεται να υποφέρει», έγραψε.
Αναφέρθηκε στους ευάλωτους κατοίκους της Νέας Υόρκης που έμειναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή παροχή υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας όταν χτύπησε ο τυφώνας Σάντι το 2012, ενώ «τα κεντρικά γραφεία της Goldman Sachs προστατεύονταν από δεκάδες χιλιάδες δικούς της αμμόσακους και ηλεκτρικό ρεύμα από τη γεννήτριά της».
Η εξάρτηση αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα για την προστασία από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την αύξηση της στάθμης της θάλασσας «θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τους πλούσιους να επωφελούνται και τους πιο φτωχούς να μένουν πίσω», έγραψε.
«Ακόμη και με το καλύτερο σενάριο, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν διατροφική ανασφάλεια, αναγκαστική μετανάστευση, αρρώστιες, και θάνατο.»
Στην έκθεσή του διατυπώνει επικρίσεις για τις κυβερνήσεις λέγοντας ότι δεν κάνουν τίποτε παραπάνω από το να στέλνουν αξιωματούχους σε διασκέψεις για να εκφωνούν «σοβαρές ομιλίες», αν και επιστήμονες και ακτιβιστές για το κλίμα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου από τη δεκαετία του 1970.
«Τριάντα χρόνια συμβάσεων μοιάζουν να έχουν κάνει πολύ λίγα. Από το Τορόντο στο Νόρντβεϊκ κι από το Ρίο στο Κιότο και στο Παρίσι, η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι εντυπωσιακά παρόμοια καθώς οι χώρες συνεχίζουν να πετάνε την μπάλα στην εξέδρα», έγραψε ο Άλστον.
«Οι χώρες αγνόησαν κάθε επιστημονική προειδοποίηση και όριο και αυτό που θεωρείτο κάποτε καταστροφική υπερθέρμανση μοιάζει τώρα το καλύτερο σενάριο».
Από το 1980, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν 241 καιρικές και κλιματικές καταστροφές που κόστισαν ένα δισεκατομμύριο δολάρια ή και παραπάνω, με σωρευτικό κόστος 1,6 τρισεκ. δολάρια.
Υπήρξαν κάποιες θετικές εξελίξεις, με τις τιμές της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές να πέφτουν, τον άνθρακα να γίνεται μη ανταγωνιστικός, τις εκπομπές να μειώνονται σε 49 χώρες, και 7.000 πόλεις, 245 περιοχές και 6.000 εταιρίες να δεσμεύονται για έναν μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο παρότι σταματά την εξάρτησή της από τον άνθρακα, η Κίνα εξακολουθεί να ‘εξάγει’ εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα και απέτυχε να περιορίσει τις δικές της εκπομπές μεθανίου. Από την πλευρά του, ο Ζαΐχ Μπολσονάρου της Βραζιλίας σχεδιάζει να επιτρέψει τις εξορύξεις στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, να τερματίσει την οριοθέτηση των εδαφών των αυτοχθόνων και να εξασθενίσει την περιβαλλοντική προστασία.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες,, που ήταν μέχρι πρόσφατα η χώρα με τις μεγαλύτερες εκπομπές στον κόσμο, ο πρόεδρος (Ντόναλντ) Τραμπ έχει βάλει πρώην λομπίστες σε ρόλους εποπτείας, υιοθέτησε θέσεις της βιομηχανίας, επέβλεψε μια επιθετική απόσυρση περιβαλλοντικών κανονισμών και φιμώνει και αναστατώνει την επιστήμη του κλίματος», σύμφωνα με την έκθεση του ειδικού εσηγητή του ΟΗΕ.
Η έκθεση, που υποβλήθηκε στο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ από τον ειδικό εισηγητή του διεθνούς οργανισμού για την ακραία φτώχεια, Φίλιπ Άστον, αναφέρει πως οι επιχειρήσεις υποτίθεται ότι θα έπαιζαν έναν κρίσιμο ρόλο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, αλλά δεν μπορεί κανείς να στηρίζεται σε αυτές ότι θα φροντίσουν τους φτωχούς.
«Μια υπερβολική εξάρτηση από τον ιδιωτικό τομέα μπορεί να οδηγήσει σε ένα σενάριο κλιματικού απαρτχάιντ στο οποίο οι πλούσιοι πληρώνουν για να γλιτώσουν την υπερθέρμανση, την πείνα, και τις συγκρούσεις, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος αφήνεται να υποφέρει», έγραψε.
Αναφέρθηκε στους ευάλωτους κατοίκους της Νέας Υόρκης που έμειναν χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα ή παροχή υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας όταν χτύπησε ο τυφώνας Σάντι το 2012, ενώ «τα κεντρικά γραφεία της Goldman Sachs προστατεύονταν από δεκάδες χιλιάδες δικούς της αμμόσακους και ηλεκτρικό ρεύμα από τη γεννήτριά της».
Η εξάρτηση αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα για την προστασία από τα ακραία καιρικά φαινόμενα και την αύξηση της στάθμης της θάλασσας «θα οδηγούσε σχεδόν σίγουρα σε μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με τους πλούσιους να επωφελούνται και τους πιο φτωχούς να μένουν πίσω», έγραψε.
«Ακόμη και με το καλύτερο σενάριο, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα αντιμετωπίσουν διατροφική ανασφάλεια, αναγκαστική μετανάστευση, αρρώστιες, και θάνατο.»
Στην έκθεσή του διατυπώνει επικρίσεις για τις κυβερνήσεις λέγοντας ότι δεν κάνουν τίποτε παραπάνω από το να στέλνουν αξιωματούχους σε διασκέψεις για να εκφωνούν «σοβαρές ομιλίες», αν και επιστήμονες και ακτιβιστές για το κλίμα κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου από τη δεκαετία του 1970.
«Τριάντα χρόνια συμβάσεων μοιάζουν να έχουν κάνει πολύ λίγα. Από το Τορόντο στο Νόρντβεϊκ κι από το Ρίο στο Κιότο και στο Παρίσι, η γλώσσα που χρησιμοποιούν είναι εντυπωσιακά παρόμοια καθώς οι χώρες συνεχίζουν να πετάνε την μπάλα στην εξέδρα», έγραψε ο Άλστον.
«Οι χώρες αγνόησαν κάθε επιστημονική προειδοποίηση και όριο και αυτό που θεωρείτο κάποτε καταστροφική υπερθέρμανση μοιάζει τώρα το καλύτερο σενάριο».
Από το 1980, μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες υπέστησαν 241 καιρικές και κλιματικές καταστροφές που κόστισαν ένα δισεκατομμύριο δολάρια ή και παραπάνω, με σωρευτικό κόστος 1,6 τρισεκ. δολάρια.
Υπήρξαν κάποιες θετικές εξελίξεις, με τις τιμές της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές να πέφτουν, τον άνθρακα να γίνεται μη ανταγωνιστικός, τις εκπομπές να μειώνονται σε 49 χώρες, και 7.000 πόλεις, 245 περιοχές και 6.000 εταιρίες να δεσμεύονται για έναν μετριασμό των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής.
Ωστόσο παρότι σταματά την εξάρτησή της από τον άνθρακα, η Κίνα εξακολουθεί να ‘εξάγει’ εργοστάσια παραγωγής ενέργειας που λειτουργούν με άνθρακα και απέτυχε να περιορίσει τις δικές της εκπομπές μεθανίου. Από την πλευρά του, ο Ζαΐχ Μπολσονάρου της Βραζιλίας σχεδιάζει να επιτρέψει τις εξορύξεις στο τροπικό δάσος του Αμαζονίου, να τερματίσει την οριοθέτηση των εδαφών των αυτοχθόνων και να εξασθενίσει την περιβαλλοντική προστασία.
«Στις Ηνωμένες Πολιτείες,, που ήταν μέχρι πρόσφατα η χώρα με τις μεγαλύτερες εκπομπές στον κόσμο, ο πρόεδρος (Ντόναλντ) Τραμπ έχει βάλει πρώην λομπίστες σε ρόλους εποπτείας, υιοθέτησε θέσεις της βιομηχανίας, επέβλεψε μια επιθετική απόσυρση περιβαλλοντικών κανονισμών και φιμώνει και αναστατώνει την επιστήμη του κλίματος», σύμφωνα με την έκθεση του ειδικού εσηγητή του ΟΗΕ.