ΕΡΩΤΗΣΗ
Προς τους Υπουργούς
α) Οικονομικών
β) Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
γ) Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τιμοληψίες του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η «ψαλίδα» ανάμεσα στις τιμές παραγωγού - καταναλωτή φτάνει μέχρι 169% στα καρότα, ενώ η εξήγηση που δίνεται έχει να κάνει αφενός με την πτώση της καταναλωτικής ζήτησης και αφετέρου με την κατάργηση των ελεγχόμενων περιθωρίων κέρδους στη χονδρική και τη λιανική.
Πέραν από τους μεσάζοντες, ένας άλλος σημαντικός λόγος που ανεβάζει τις τιμές των κηπευτικών και φρούτων είναι το κόστος των μεταφορικών. Οι τιμές των καυσίμων και των μεταφορικών, γενικότερα, βρίσκονται στα ύψη με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το κόστος διάθεσης των αγροτικών προϊόντων και ο μικρός παραγωγός να μην μπορεί να διαθέσει αυτόνομα την παραγωγή του στα σημεία πώλησης, καθώς είναι λογικό ότι για να πουλήσει μια μικρή παραγωγή, δεν μπορεί να πηγαίνει από την Καλαμάτα ή την Κρήτη στη Θεσ/νίκη ή την Αθήνα για να βρει σουπερμάρκετ να πουλήσει. Η λύση στο ζήτημα αυτό βρίσκεται, για άλλη μία φορά, στην δημιουργία δυνατών συνεταιρισμών με ισχυρά δίκτυα πωλήσεων που θα πιέσουν τους μεσάζοντες.
Ωστόσο, η διαφορά που αποτυπώνεται οφείλεται, σε πολλές περιπτώσεις, και σε ένα επιπλέον λόγο, καθώς μία από τις διαχρονικές παθογένειες της αγροτικής παραγωγής είναι τα παραποιημένα τιμολόγια των μεσαζόντων, σε συνεργασία με μια μικρή μερίδα αγροτών. Συγκεκριμένα, το φορολογητέο εισόδημα των αγροτών προσδιορίζεται με βάση τις τιμές που καθορίζονται κάθε χρόνο, για κάθε προϊόν, και όχι με βάση τα καθαρά έσοδα που έχουν από την πώληση των προϊόντων τους, με αποτέλεσμα ο τρόπος φορολόγησής των αγροτών να δίνει τη δυνατότητα εκτεταμένης φοροδιαφυγής σε όσους συνεργάζονται μαζί τους. Για παράδειγμα, πωλούνται στον χονδρέμπορο ντομάτες προς 20 λεπτά το κιλό, αλλά υπογράφεται παραστατικό πώλησης αξίας 1 ευρώ, αφού έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να φορολογηθεί για εισόδημα ενός ευρώ το κιλό. Στη συνέχεια, ο χονδρέμπορος προσθέτει το ποσοστό κέρδους του και πουλάει π.χ. 1,20 ευρώ. Έτσι, εμφανίζεται να έχει κέρδος και να πληρώνει φόρο για 20 λεπτά, ενώ το πραγματικό κέρδος του είναι 1 ευρώ. Στα χαρτιά, λοιπόν, η τιμή παραγωγού εμφανίζεται λίγο χαμηλότερη από την τιμή στο ράφι, όπως ακριβώς και στα τιμολόγια των χονδρεμπόρων. Ως αποτέλεσμα, η φοροδιαφυγή διογκώνεται και ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά για ένα προϊόν το οποίο ο αγρότης πουλάει φθηνά.
Εν ολίγοις η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αποτυπώνεται ως εξής: Οι αγρότες από τη μια πλευρά είναι αντιμέτωποι με το αυξανόμενο κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων τους, το οποίο αναγκάζονται να απορροφήσουν, τα νοικοκυριά από την άλλη έχουν να «παλέψουν» με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους και την ανεργία και οι μεσάζοντες απολαμβάνουν δυσθεώρητα κέρδη.
Ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί
1. Προτίθεται η κυβέρνηση να οργανώσει θεσμικά την αγορά αγροτικών προϊόντων, ώστε
α) να διευκολύνει την άμεση συναλλαγή παραγωγού – λιανέμπορων, παρέχοντας κίνητρα στους ιδιοκτήτες σημείων πώλησης αγροτικών προϊόντων που θα καθιστούν επικερδέστερη την απευθείας συναλλαγή με τον αγρότη και
β) να θεσμοθετήσει επιπλέον κίνητρα στους παραγωγούς ή τους συνεταιρισμούς για την απευθείας διάθεση των αγροτικών προϊόντων τους στην αγορά;
2. Με ποιο τρόπο προτίθεται η κυβέρνηση να δώσει λύση στο ζήτημα των παραποιημένων παραστατικών πωλήσεων στα αγροτικά προϊόντα;
Η ερωτώσα βουλευτής,
Νάντια Ι. Γιαννακοπούλου
Προς τους Υπουργούς
α) Οικονομικών
β) Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας
γ) Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων
«Απευθείας συναλλαγή παραγωγού – λιανικής και κερδοσκοπία στα αγροτικά προϊόντα»
Με υπερδιπλάσιες τιμές φτάνουν στους πάγκους των λαϊκών αγορών και των οπωροπωλείων βασικά κηπευτικά, φρούτα και άλλα αγροτικά προϊόντα, με αποτέλεσμα οι μεσάζοντες να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη και οι καταναλωτές να πληρώνουν πανάκριβα τα προϊόντα. Από την άλλη πλευρά, οι παραγωγοί διαπιστώνουν ότι τα προϊόντα τους φτάνουν σε απλησίαστες τιμές στον καταναλωτή, που βλέπει τους τελευταίους μήνες τον μισθό του να μειώνεται, και ταυτόχρονα εκβιάζονται από τους χονδρεμπόρους, ώστε να τους πουλήσουν ακόμη φθηνότερα.Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τιμοληψίες του υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, η «ψαλίδα» ανάμεσα στις τιμές παραγωγού - καταναλωτή φτάνει μέχρι 169% στα καρότα, ενώ η εξήγηση που δίνεται έχει να κάνει αφενός με την πτώση της καταναλωτικής ζήτησης και αφετέρου με την κατάργηση των ελεγχόμενων περιθωρίων κέρδους στη χονδρική και τη λιανική.
Πέραν από τους μεσάζοντες, ένας άλλος σημαντικός λόγος που ανεβάζει τις τιμές των κηπευτικών και φρούτων είναι το κόστος των μεταφορικών. Οι τιμές των καυσίμων και των μεταφορικών, γενικότερα, βρίσκονται στα ύψη με αποτέλεσμα να ανεβαίνει το κόστος διάθεσης των αγροτικών προϊόντων και ο μικρός παραγωγός να μην μπορεί να διαθέσει αυτόνομα την παραγωγή του στα σημεία πώλησης, καθώς είναι λογικό ότι για να πουλήσει μια μικρή παραγωγή, δεν μπορεί να πηγαίνει από την Καλαμάτα ή την Κρήτη στη Θεσ/νίκη ή την Αθήνα για να βρει σουπερμάρκετ να πουλήσει. Η λύση στο ζήτημα αυτό βρίσκεται, για άλλη μία φορά, στην δημιουργία δυνατών συνεταιρισμών με ισχυρά δίκτυα πωλήσεων που θα πιέσουν τους μεσάζοντες.
Ωστόσο, η διαφορά που αποτυπώνεται οφείλεται, σε πολλές περιπτώσεις, και σε ένα επιπλέον λόγο, καθώς μία από τις διαχρονικές παθογένειες της αγροτικής παραγωγής είναι τα παραποιημένα τιμολόγια των μεσαζόντων, σε συνεργασία με μια μικρή μερίδα αγροτών. Συγκεκριμένα, το φορολογητέο εισόδημα των αγροτών προσδιορίζεται με βάση τις τιμές που καθορίζονται κάθε χρόνο, για κάθε προϊόν, και όχι με βάση τα καθαρά έσοδα που έχουν από την πώληση των προϊόντων τους, με αποτέλεσμα ο τρόπος φορολόγησής των αγροτών να δίνει τη δυνατότητα εκτεταμένης φοροδιαφυγής σε όσους συνεργάζονται μαζί τους. Για παράδειγμα, πωλούνται στον χονδρέμπορο ντομάτες προς 20 λεπτά το κιλό, αλλά υπογράφεται παραστατικό πώλησης αξίας 1 ευρώ, αφού έτσι κι αλλιώς δεν πρόκειται να φορολογηθεί για εισόδημα ενός ευρώ το κιλό. Στη συνέχεια, ο χονδρέμπορος προσθέτει το ποσοστό κέρδους του και πουλάει π.χ. 1,20 ευρώ. Έτσι, εμφανίζεται να έχει κέρδος και να πληρώνει φόρο για 20 λεπτά, ενώ το πραγματικό κέρδος του είναι 1 ευρώ. Στα χαρτιά, λοιπόν, η τιμή παραγωγού εμφανίζεται λίγο χαμηλότερη από την τιμή στο ράφι, όπως ακριβώς και στα τιμολόγια των χονδρεμπόρων. Ως αποτέλεσμα, η φοροδιαφυγή διογκώνεται και ο καταναλωτής πληρώνει ακριβά για ένα προϊόν το οποίο ο αγρότης πουλάει φθηνά.
Εν ολίγοις η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί αποτυπώνεται ως εξής: Οι αγρότες από τη μια πλευρά είναι αντιμέτωποι με το αυξανόμενο κόστος παραγωγής των αγροτικών προϊόντων τους, το οποίο αναγκάζονται να απορροφήσουν, τα νοικοκυριά από την άλλη έχουν να «παλέψουν» με τη συρρίκνωση των εισοδημάτων τους και την ανεργία και οι μεσάζοντες απολαμβάνουν δυσθεώρητα κέρδη.
Ερωτώνται οι αρμόδιοι Υπουργοί
1. Προτίθεται η κυβέρνηση να οργανώσει θεσμικά την αγορά αγροτικών προϊόντων, ώστε
α) να διευκολύνει την άμεση συναλλαγή παραγωγού – λιανέμπορων, παρέχοντας κίνητρα στους ιδιοκτήτες σημείων πώλησης αγροτικών προϊόντων που θα καθιστούν επικερδέστερη την απευθείας συναλλαγή με τον αγρότη και
β) να θεσμοθετήσει επιπλέον κίνητρα στους παραγωγούς ή τους συνεταιρισμούς για την απευθείας διάθεση των αγροτικών προϊόντων τους στην αγορά;
2. Με ποιο τρόπο προτίθεται η κυβέρνηση να δώσει λύση στο ζήτημα των παραποιημένων παραστατικών πωλήσεων στα αγροτικά προϊόντα;
Η ερωτώσα βουλευτής,
Νάντια Ι. Γιαννακοπούλου