Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μόλις ο κρουπιέρης φώναξε
<< κόκκινο! >> ο άντρας με το ακριβό κουστούμι και το νεανικό
πρόσωπο, πάγωσε ολάκερος κι άρχισε να τρέμει ασταμάτητα. Και τούτο γιατί συνειδητοποίησε
με φρίκη πως δεν του είχε απομείνει ούτε ένα λεπτό στην τσέπη σαν έχανε και τα τελευταία του πέντε χιλιάδες
ευρώ που ποντάρισε στο καταραμένο μαύρο και δεν του βγήκε.
Έτσι σαν πήρε μια βαθιά ανάσα
για να συνέλθει από το σοκ που πέρασε,
άφησε πίσω του τη ρουλέτα και τους παίχτες της και σαν μανιακός κατευθύνθηκε
στο μπαρ του καζίνου.
<< Και το μόνο που
μπορώ να θυμηθώ >> σιγοψιθύρισε σαν κάθισε << είναι ότι στην αρχή και για μια ώρα,
μάζευα χιλιάδες ευρώ, έχοντας την τύχη μαζί μου και στο τέλος μέσα σε τρία λεπτά, έπαθα καταστροφή! Αν το μαύρο… Αν το μαύρο λέω, ξανάβγαινε δε
θα ήμουν έτσι τώρα! Και το κόκκινο; Είχε αργήσει να βγει… Έπρεπε να το προσέξω…
Αχ, αυτά τα καπρίτσια της τύχης, κανείς δεν μπορεί να τα προβλέψει… >>
Έκανε ύστερα μια κουρασμένη κίνηση με
το χέρι του και δείχνοντας στο γκαρσόνι ένα από τα μπουκάλια με το ουίσκι του
ζήτησε ένα ποτήρι.
<< Τι να ‘κανα; Δέκα τρεις φορές
είχε έρθει το μαύρο, έπρεπε να το προτιμήσω >> ψιθύρισε μετά από λίγο κι
έφερε το ποτήρι στα χείλη. <<
Πρώτη μου φορά, έπαιζα; Αλλά και
με τους αριθμούς δεν τα πήγα καλά! Σ’ αυτούς που επέμενα, τους άφηνα που
και που και ποντάριζα στην τύχη σ’ άλλους. Πρέπει να ήμουν πολύ αφηρημένος,
πολύ… >>
Η είσοδος όμως της νέας γυναίκας που
μπήκε εκείνη τη στιγμή στο μπαρ και διέγραψε με το εντυπωσιακό σώμα της ένα
ημικύκλιο στο διπλανό τραπέζι τον έβγαλε απ’ τις βασανιστικές του σκέψεις και
τον έβαλε στην πραγματικότητα που παρουσιαζόταν μπροστά του.
Έτσι θωρώντας σπουδαία τη στιγμή αυτή,
μονολόγησε σιγανά: << Φαίνεται,
σπουδαία γυναίκα! Θα μου την
έστειλε ο Θεός του κέρδους Ερμής για
συμπαράσταση στην αποψινή μου οικονομική αποτυχία! Ας φανώ φιλικός μαζί της κι
ας της ζητήσω μια σοβαρή προσέγγιση με τον προσήκοντα σεβασμό που της αξίζει!
>> και με μια ασυνήθιστη τρυφερότητα, σηκώθηκε απ’ τη θέση του και αφού
υποκλίθηκε σαν την πλησίασε μ’ ένα μεγάλο βήμα, της είπε με εγκαρδιότητα στη
φωνή του: << Σε βρίσκω πολύ ευχάριστη! Θα ‘θελες να καθίσεις μαζί μου και
να τα πούμε, πίνοντας ένα ποτό; >>
Η
γυναίκα ξαφνιάστηκε αλλά δεν πτοήθηκε.
Απλά ζάρωσε τα φρύδια και τον κοίταξε με μεγάλη ευγένεια κι αβρότητα. Και αφού
άνοιξε ανεπαίσθητα τα σαρκώδη χείλη της, του ψιθύρισε: << Πόσο γοητευμένη
είμαι που σε συναντώ! >>
<<
Πώς είπες; >> της ψιθύρισε απορημένος και την κοίταξε με υπερβολική ζωντάνια. << Αυτό, που άκουσες! >> του επανέλαβε τρυφερά εκείνη και ακουμπώντας
τη δερμάτινη τσάντα της πάνω στο τραπέζι, κάθισε κοντά του.
<<
Η αλήθεια είναι πως στο πρόσωπό σου, βλέπω μια χαριτωμένη γυναίκα >> συμπλήρωσε με λίγο τρακ εκείνος << αλλά πριν δεχτώ ν’ ασχοληθώ με
την σπουδαιότητά σου θα ήθελα να σε
ρωτήσω: με γνωρίζεις; >>
Τον
κοίταξε με αγωνία και η αλλαγή της στην έκφραση των ματιών της, τον γέμισε
ικανοποίηση. Έτσι με μια ευχάριστη διάθεση και προφορά του είπε: << Καθόμαστε στο ίδιο τραπέζι της ρουλέτας αλλά η παθιασμένη σου επιθυμία
στο κέρδος, προκαθόρισε φαίνεται την άγνοιά σου για μένα! Έτσι ούτε με είδες, αλλά και ούτε κάποιο έστω
και ανεπαίσθητο χαμόγελό σου δε μου
τάραξε το αναπόφευκτο ενδιαφέρον μου, για σένα! Εσύ εκείνη τη στιγμή το μόνο
που σκεφτόσουν ήταν πως θα πάρεις τα λεφτά… Ενώ εγώ… >>
<<
Ενώ εσύ, τι; >>
<<
Ενώ, εγώ σε παρακολουθούσα και σε θαύμαζα! >> Η φωνή της ήταν τόσο συγκινημένη και χλιαρή
που μόλις ακούστηκε.
Ο
άντρας άπλωσε τα δυο του χέρια πάνω στο τραπέζι και φανερά ερεθισμένος φώναξε
με ανοιχτό το στόμα: << Μια στιγμή!
Μια στιγμή! Θες να πεις πως εγώ δεν ενδιαφέρθηκα για το θαυμασμό σου; >>
<<
Αφού ούτε καν με είδες; >>
<< Και θαυμάζοντάς με θα πρόσεξες
θαρρώ και την καταστροφή μου! >>
<< Ναι! Τα ‘χασες όλα! Η αλήθεια
είναι πως αυτό δεν το περίμενα ποτέ! Αλλά δυστυχώς έγινε! >>
<< Γιατί δεν το περίμενες;
>>
<< Ως εκείνη την ώρα έπαιζες
καλά! Δεν είχες ατυχίες και η τύχη ήταν μαζί σου. Το μαύρο ήταν το γούρι σου
και σου ‘δωκε πολλά λεφτά. Στο τέλος όμως η τύχη σ’ άφησε και τα ‘χασες όλα! Το
παιχνίδι θέλει τύχη. Μην ξεχνάς πως κι εγώ καταστράφηκα! >>
<<Χα! >> έκανε με το πρόσωπό του κόκκινο από την
αγωνία ο άντρας. << Πες μου, πώς; πόσα;
Το μαύρο σ’ έφαγε κι εσένα; >>
<< Ναι, το μαύρο που έφαγε και
εσένα. Πήρε μια καλύτερη θέση, και
συνέχισε: << Σαν έφυγες, πήγαιναν
όλα καλά κι ωραία. Είχα μαζέψει σαράντα χιλιάδες ευρώ που μου τα ‘δωσε δυο
φορές το δεκατρία και υποσχέθηκα να ποντάρω πάλι σ’ αυτό αφού με πήγαινε τόσο καλά. Δεν ξέρω όμως πως, μια
βλακώδη σκέψη μ’ έκανε ν’ αλλάξω γνώμη και να επιλέξω το κόκκινο! Έβαλα είκοσι
χιλιάδες και τα ‘χασα με την πιο σκληρή
χυδαιότητα της τύχης. Και το λέω γιατί και το κόκκινο ως εκείνη τη στιγμή
έβγαινε συνέχεια. Μένοντας με είκοσι χιλιάδες ευρώ, σκέφτηκα να τα παίξω και
πάλι στο δεκατρία, πέντε, πέντε χιλιάδες, ώστε να ‘χω περισσότερες πιθανότητες
να μου βγει, αλλά δυστυχώς η αρπακτική αίσθηση της τύχης πως το μαύρο μου είχε
δώσει ως εκείνη τη στιγμή πολλά, μ’ έκανε
ν’ αλλάξω και πάλι γνώμη και
να ποντάρω σ’ αυτό όλες τις είκοσι χιλιάδες μία κι έξω! << Κόκκινο! >> φώναξε ο κρουπιέρης
κι εγώ σχεδόν λιποθύμησα. Και μέσα στη
ζωντανεμένη μου αίσθηση πως είχα μείνει ταπί, αποφάσισα κουβαλώντας όλη τη
φρίκη της οικονομικής μου γύμνιας εκείνης της στιγμής, να φύγω. Ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω! >>
Ο άντρας σταύρωσε τα χέρια και
κοιτάζοντάς την κατάματα, της είπε με μια κατεργάρικη συμπεριφορά: <<
Αυτή η νύχτα δε μας πάει καθόλου. Θα μπορούσαμε όμως να την κάνουμε πιο
χαρούμενη και πιο γιορταστική… φυσικά αν το θες κι εσύ… >>
Η γυναίκα του ‘ριξε μια κλεφτή ματιά
κι άφησε τα μάτια της να πλανηθούν πάνω του, δείχνοντάς του πως της άρεσε πολύ
η πρότασή του. Έτσι αφού ένιωσε μέσα της μια συγκρατημένη ευφορία, είπε στον
άγνωστο και φιλικό άντρα που είχε μπροστά της: << Σε παρακαλώ μη μου
μιλάς με γρίφους. Πες ότι θες με ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια κι εγώ να είσαι
σίγουρος πως θα το κρίνω με επιείκεια! Δεν μπορώ να σκεφτώ πως θες να με
παρασύρεις χωρίς τη θέλησή μου σε κάποιο μέρος βυθισμένο στο ημίφως! >>
O άντρας γέλασε
και με πολλή θέρμη στα λόγια του, άρχισε να διηγείται: << Η νύχτα είναι
όμορφη απόψε γιατί έχει πανσέληνο. Σου ζητώ λοιπόν να κάνουμε έναν περίπατο
στην ακτή της Αγίας Κυριακής και να δούμε την παλίρροια και την άμπωτη. Ύστερα σαν η παραλία θα κρατήσει στην αγκαλιά
της κάποιο μαργαριτάρι που θ’ αφήσει η κατεβασμένη στάθμη των νερών να το
συλλέξουμε! Η αξία του ξέρεις είναι πολύ μεγάλη και σαν το πουλήσουμε θα βγάλουμε
τα χαμένα! >>
Η γυναίκα φάνηκε να χάρηκε, αλλά
έδειξε και κάποια δυσπιστία. << Παρακαλώ να μη μου σερβίρεις τέτοια
ψέματα, δεν είμαι παιδί! >> του είπε σιγανά κι έδειξε να τον κοιτάζει με
φοβισμένο βλέμμα.
Ο άντρας όμως επέμενε: << Είναι μαργαριτάρια, σφαιρικά σαν
βότσαλα, αλλά λευκά κι άλλα ρόδινα που
τα μαζεύουν ή τα αλιεύουν βουτηχτές ή
ψαράδες και θησαυρίζουν σαν τα πουλούν. Αν πετύχουμε και κάποια σπάνια που
έχουν έντονο ιριδισμό και λάμψη, μπορεί και να γίνουμε πάμπλουτοι >>.
<< Μα τι λες, τώρα; >> του
είπε με μια ανήσυχη ματιά και κοίταξε μ’
ενδιαφέρον την όμορφη και χαριτωμένη όψη του που έλαμπε μέσα στο ανοιχτό καφέ
κουστούμι του.
<< Πάμε! >> της ψιθύρισε
τότε με έναν ελαφρύ αναστεναγμό και της
έδειξε την πολυτελέστατη κομπρέσσο που ήταν παρκαρισμένη έξω από την τζαμόπορτα
και άστραφτε. << Είναι δική μου κι έχω την υποχρέωση να σε πάω και να σε
φέρω ασφαλή >> συμπλήρωσε ύστερα και με μια παιδιάστικη ειλικρίνεια της
έσφιξε το χέρι.
<< Δεν μπορώ να σου το αρνηθώ!
>> του είπε με αυστηρότητα στη
φωνή της και σηκώθηκε.
Σε λίγο η κομπρέσσο κυλούσε ανάλαφρη
στον επαρχιακό δρόμο που κατέληγε στην ακτή της Αγίας Κυριακής, με το ζευγάρι
να καπνίζει και να κουβεντιάζει σε γιορταστική ατμόσφαιρα.
<< Κοίτα! >> του ψιθύρισε
κάποια στιγμή η γυναίκα συνεπαρμένη απ’ την ομορφιά του φεγγαριού, που τους
ακολουθούσε όση ώρα ταξίδευαν << πόσο φωτεινό είναι και πόσο μεγαλόπρεπο
φαίνεται καθισμένο στο μαργαριταρένιο άρμα του. Και το φως του; Πόση μαγεία
κρύβει; >>
Ο άντρας έστρεψε το κεφάλι του αριστερά και μ’ ένα λοξό βλέμμα
κόλλησε για λίγο τα μάτια του, πρώτα στον ουρανό και ύστερα στη γη. Κι αφού τα
βρήκε όλα υπέροχα, είπε με την ευτυχία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του: <<
Δεν ξέρω πως, αλλά θυμήθηκα λίγους στίχους του Καρυωτάκη. Με όλο μου το
σεβασμό που τρέφω προς τον ποιητή, θα μπορούσα να σου τους αφιερώσω; >>
Η γυναίκα γέλασε, του έσφιξε το χέρι
και είπε:. << Ας τους ακούσουμε, λοιπόν! Θα έχουν ενδιαφέρον στην
κατάσταση που βρισκόμαστε! >>
Ήρεμα τότε εκείνος και μ’ ένα μικρό
χαμόγελο στα χείλη, απάγγειλε: < <
… και κλαίνε οι αμανέδες στις ταβέρνες, τη νύχτα την αστρόφεγγη, που θα ‘πρεπε
η αγάπη να την έπινε και παίζουν οι λατέρνες>>.
<< Ωω! >> του έκανε τότε
αυτή, ενθουσιασμένη. << Μιλάει για αγάπη! Εγώ όμως έτσι σφηνωμένη που
είμαι ανάμεσα στο κάθισμά μου και τη ζώνη, πώς να ανταποκριθώ, δε μου λέει;
>> και με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού της έγειρε πάνω του
<< Και
τώρα ας ρίξουμε μια ματιά
στη φεγγαρόλουστη θάλασσα! >> της είπε σε λίγο ο άντρας σαν ένιωσε μια
υπερδιέγερση στο σώμα του από τη
ζεστασιά του κορμιού της και μ’ ένα ανεπαίσθητο
φρενάρισμα σταμάτησε το αυτοκίνητο
κι έσβησε τη μηχανή του.
<< Εδώ >> συμπλήρωσε αμέσως, << θα δούμε την παλίρροια
και θα μαζέψουμε τα στρογγυλά της μαργαριτάρια >>.
Εκείνη έστρεψε το κεφάλι της προς τη θάλασσα κι αφού
την παρατήρησε για λίγο και φάνηκε να ένιωσε σαν μικρό παιδί που του χαρίζεις
τον κόσμο ολόκληρο, του είπε με μια δυσπιστία που διαγράφηκε και κινήθηκε πέρα
δώθε στο πρόσωπό της: << Δε βλέπω καμιά παλίρροια και καμιά άμπωτη! Μήπως
έπεσες έξω; >>
<< Μπα;
>> της έκανε εκείνος και μια ανησυχία φάνηκε να διαπέρασε τα φωτεινά του
μάτια. << Συμβαίνει που και που να έχει κάποια καθυστέρηση κι αυτό
οφείλεται όταν τα υπόγεια ρεύματα συναντιούνται με τα αντίθετα και εμποδίζουν
την έξοδό τους στην ακτή. Κι αυτό συμβαίνει σαν λείπει από την πανσέληνο μια
μέρα για να ολοκληρώσει τον κύκλο της. Γιατί τότε το τρελό πέρασμα των νερών
μέσα από τους υπόγειους αγωγούς διέλευσης, χάνουν την ισχύ τους κι
αποδυναμώνονται. Έτσι καθυστερούν ώσπου
να επανακτήσουν τη δύναμή που χρειάζονται για να τα σπρώξει με ορμή έξω
>>.
Κοίταξε τη γυναίκα με μια απλανή ματιά και σαν την
είδε σκεφτική, συμπλήρωσε για να μη δώσει την εντύπωση πως υπερέβαλε: <<
Καμιά φορά όμως έχω την εντύπωση πως μας δουλεύει η φύση! Έτσι μπορεί κι απόψε
να μη δούμε ούτε παλίρροια ούτε άμπωτη! >>
Η γυναίκα εννόησε τον υπαινιγμό του και με μια
ερεθισμένη έκφραση του είπε: <<
Μου είπες ψέματα! Το ξέρω! Ωστόσο νιώθω ένα ήρεμο ενθουσιασμό για την επινόησή
σου να με παγιδεύσεις! >> και με το πρόσωπό της φωτισμένο από χαρά τον
αγκάλιασε με ευλαβική λατρεία.
Ο άντρας πάτησε ένα κουμπί και τα δυο καθίσματα,
έπεσαν πίσω, παίρνοντας το σχήμα του κρεβατιού. Η γυναίκα βρέθηκε αμέσως
ξαπλωμένη και βουτηγμένη θαρρείς στην ομορφιά του ονείρου. Κι αμέσως ανατρίχιασε γιατί αισθάνθηκε το
χέρι του άντρα ανάμεσα στα ρούχα της να της χαϊδεύει το κορμί. Κι αφού ξεπέρασε
ένα μικρό φόβο αφέθηκε ύστερα χωρίς αντίσταση στην επιδεξιότητα του άντρα που
με μια τρυφερή απαλότητα άρχισε να την ξεντύνει. Κι ως το έκανε και βρέθηκε
ολόγυμνη, πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της και την ανάγκασε με
μια χαλαρή κίνηση του ποδιού του ν’ ανοίξει τους γλουτούς της και να εισχωρήσει
μέσα της. Και αμέσως αφού έγινε αυτό η τέλεια γαλήνη απλώθηκε και στα δυο
σώματα που τα κράτησε για αρκετή ώρα σφιχταγκαλιασμένα.
Σαν ηρέμησαν, πρώτη η γυναίκα μίλησε για να
του πει με μια γοητευτική έκφραση τρυφερότητας στα λόγια της: << Είναι ανεκτίμητο αυτό που μου
προσέφερες! Δεν το περίμενα έτσι! >> και γελώντας ρίχτηκε και πάλι στην
αγκαλιά του.
Ο άντρας τη φίλησε με θέρμη στα χείλη και της ψιθύρισε εύθυμα κι
αβίαστα: << Στην αλαζονική
συμπεριφορά της ρουλέτας τα χρωστάμε όλα! Χωρίς αυτή τα συναισθήματά μας
τώρα θα
ήταν πολύ διαφορετικά! >>
Και σαν την κοίταξε με μια σπινθηροβόλα ματιά έσκυψε
και της έκλεισε το στόμα μ’ ένα τρυφερό χαμόγελο ευτυχίας.