Του Παν.
Αντωνόπουλου
Το
σπίτι της ήταν ένα παλιό διώροφο νοτιοδυτικά του σταθμού. Χτισμένο γερά, με
ακροκέραμα στις τέσσερις γωνιές και μ’ ένα κήπο γεμάτο πορτοκαλιές και κισσούς
που τύλιγαν όλη την μπροστινή πλευρά του τοίχου. Στο δεύτερο πάτωμα είχε ένα
μπαλκόνι με σιδεριές που παρίσταναν δυο πουλιά, δυο ερωδιούς με μεγάλα ράμφη
και γαμψά νύχια να κοιτάζονται. Σ’ αυτό το μπαλκόνι την είχα δει για πρώτη φορά
να κάθεται σε μια ψάθινη καρέκλα και να ζωγραφίζει σ’ ένα μεγάλο μπλοκ. Μου
άρεσε η εικόνα και όταν είχε λιακάδα τα σαββατοκύριακα που δεν είχα μάθημα,
περνούσα και την έβλεπα.
Ήθελα
πολύ να την επισκεφτώ και να δω από κοντά τι ζωγράφιζε αλλά και να θαυμάσω τα
βιβλία που είχε στα ράφια της
βιβλιοθήκης της γιατί είχε βγάλει τη φήμη πως ήταν πολύ διαβασμένη. Κι αυτή μου
η επιθυμία εκπληρώθηκε ευτυχώς γρήγορα, χάρη στον πατέρα μου, που το καλοκαίρι
με πήρε μαζί του στην πόλη να πουλήσουμε τα κηπευτικά μας στη λαϊκή αγορά. Αυτός πουλούσε κι εγώ άφηνα τη ματιά μου να
γλιστρήσει στο δρόμο μήπως και τη δω να φανεί. Στις εννιά ήρθε και πέρασε από
μπροστά μας πηγαίνοντας βόρεια. Εγώ την πήρα από πίσω και τη θαύμαζα έτσι
νταρντάνα που ήταν, με φουσκωμένα στήθη, με το παλιό καπέλο στο κεφάλι, την τσάντα
στο δεξί χέρι και στα πόδια της τα δυο ξύλινα τσόκαρα που έκαναν τόσο
θόρυβο στη σκληρή άσφαλτο!
Μου
άρεσε να την κοιτάζω έτσι που ήταν ντυμένη κι αποφάσισα να την πλησιάσω. Χώθηκα
μέσα στον κόσμο και στάθηκα κοντά της. Τη γλυκοθώρησα για λίγο αλλά δεν μπόρεσα
για πολύ γιατί μου ήρθε να βάλω τα γέλια σαν είδα τα αετίσια μάτια της να με
κοιτάζουν με αίσθημα απέραντης σπουδαιότητας. Έτσι αποτραβήχτηκα λίγο από κοντά
της κι αφέθηκα να της δείχνω τη μεγάλη
μου συμπάθεια από μακριά μέσα από μια σταθερή κι άκαμπτη έκφραση των ματιών
μου.
Από
πού κρατούσε η σκούφια της κανείς δεν ήξερε. Άλλοι την έφερναν από πολύ μακριά
κι άλλοι από ένα κοντινό χωριό που το άφησε και
ήρθε δασκάλα στην πόλη. Άπειρη κι άμαθη καθώς ήταν στην αρχή είδε κι
έπαθε να συνηθίσει την τάξη και να προσαρμοστεί στις καζούρες που της έκαναν οι
πισωθρανίτες που δεν την άφηναν σε χλωρό κλαρί ούτε λεπτό!
Την
πρώτη φορά που μπήκε στην αίθουσα, άφησαν μισάνοιχτη την πόρτα βάζοντας στο
πάνω μέρος ένα γεμάτο ποτήρι με νερό. Σαν έκλεισε την πόρτα πίσω της το ποτήρι
χύθηκε πάνω της και την έκανε μούσκεμα!
Κάθιδρη κάθισε στην έδρα και με υψωμένη τη φωνή της,
τους μάλωσε, λέγοντάς τους απειλητικά :
---
Τον Ιούνιο θα τα πούμε, παλιόπαιδα! και
με συντριμμένη την καρδιά της συνέχισε το μάθημα.
Κάποια
άλλη φορά ένας παμπόνηρος αμελής της είπε με αρκετό θράσος στην ώρα της ιστορίας :
---
Αφήστε κυρία το μάθημα και βγάλτε μας έξω στον ήλιο! Πιο πολλά θα μάθουμε κοντά
στη φύση παρά εδώ μέσα στους ψυχρούς τοίχους!
Αυτά
κι άλλα πολλά την έκαναν να αφήσει νωρίς τη διδασκαλία της γνώσης και να
επιστρέψει στη σκληρή κι ανιαρή καθημερινότητα.
Κι εκεί πια στη μοναξιά της σαν τη βάφτισε κι ο κόσμος <<
Ζουρλοβγενία >> ρίχτηκε με έντονο
πάθος στην ανίχνευση του απύθμενου βάθους της ψυχής της.
Όπου
τη βλέπαμε και τη συναντούσαμε την παίρναμε από πίσω και της σκαρώναμε τρελά
πειράγματα και ιστορίες απίθανες. Μας ανεχόταν στην αρχή αδιαμαρτύρητα αλλά σαν
ένιωθε πως είμαστε κυνικοί στο έπακρον και την πετροβολούσαμε, σήκωνε το ραβδί
της στο χέρι και μας κυνηγούσε με απειλητική διάθεση.
Και
σήμερα το τσούρμο που πήγαινε από πίσω της, αυτό άρχισε να κάνει, να την
κοροϊδεύει και να την πειράζει με σκληρότητα κι απίστευτη βαρβαρότητα. Κάποια
στιγμή σαν βγήκε από το μαγαζί που είχε μπει να ψωνίσει, την πλησίασε ένας
ανόητος του δρόμου και της έριξε κάτω την τσάντα. Ότι είχε μέσα σκόρπισαν με
μιας και το γυάλινο βάζο που κύλησε με ορμή μπροστά μας, έγινε χίλια κομμάτια.
Φοβισμένοι τότε οι πιο πολλοί από την αντίδραση της, το ‘βαλαν στα πόδια κι όπου φύγει – φύγει.
Εγώ
απορροφημένος από τα εκτεθειμένα αντικείμενα, καθυστέρησα την αναχώρησή μου και
συνέχιζα την απόλαυση του εμπαιγμού και της κοροϊδίας. Για να νιώσω μια στιγμή
το δεξί μου χέρι να σφίγγεται από το δικό της. Και πριν προλάβω να αντισταθώ
την άκουσα να μου λέει, με την τραχιά κι άγρια φωνή της :
---
Σε τσάκωσα, παλιόπαιδο! Έλα τώρα πάμε!
Με
έσυρε βίαια και σε λίγα λεπτά με οδήγησε στο σπίτι της. Εκεί σαν περάσαμε τη
βαριά σιδερένια πόρτα του και μπήκαμε μέσα, μου είπε, σαν μ’ έβαλε να καθίσω σ’
έναν όμορφο χρωματιστό καναπέ, κοντά στο πιάνο :
---Κάθισε
να ζουρλαθείς κι εσύ, μαζί μου, κακό χαμίνι του δρόμου!
Για
μια στιγμή φοβήθηκα τόσο που μου φάνηκε πως μεταμορφώθηκε σε κακιά μάγισσα και
μου έδειχνε τα μακριά νύχια και τα μυτερά της δόντια για να με τρομάξει! Ωστόσο
συνήλθα γρήγορα γιατί η μελωδική μουσική που έβγαινε από το πιάνο, χαϊδεύοντάς
του τόσο όμορφα κι επιδέξια τα πλήκτρα του με τα χέρια της, με συνεπήρε και
με ηρέμησε. Έτσι μπόρεσα ύστερα από λίγο
να την ακούω να με ρωτάει;
---
Σ’ αρέσει;
Κι
αφού σηκώθηκε με πλησίασε και με αγκάλιασε τρυφερά.
---
Μη! της κάνω, μη! Μη με αγκαλιάζεις, δε θέλω!
Γέλασε
δυνατά και μου είπε :
---
Δασκάλα είμαι, αγριμάκι μου! Δασκάλα! Μη με φοβάσαι! Τα αγαπώ τα παιδιά κι ας
με κοροϊδεύουν!
Αναθάρρησα
για λίγο και τόλμησα να τη ρωτήσω με την
παιδική μου αφέλεια και περιέργεια :
---
Αφού είσαι ζουρλή, πώς μπορείς και παίζεις τόσο μελωδικά;
---
Δεν είμαι ζουρλή! μου φώναξε τότε δυνατά και χτύπησε με βία τα τσόκαρά της στο
πάτωμα. Μ’ έφτιαξαν κάποιοι έτσι γιατί τους άρεσε. Τα έχω τετρακόσια και είμαι
καλύτερη από όλους σας!
Κάθισε
πάλι στο πιάνο κι άρχισε να παίζει με μεγαλύτερο πάθος και καλύτερη διάθεση.
Όση
ώρα έπαιζε εγώ κοιτούσα και θαύμαζα την ωραία διακόσμηση του σπιτιού της.
Παντού ήταν όλα όμορφα και με γούστο βαλμένα και καμιά γωνιά δεν έδειχνε
αφρόντιστη και μίζερη.
Έτσι
σαν κάποια στιγμή τα είχα χορτάσει κι αυτή διέκοψε τη μουσική της παιδεία με
ρώτησε λίγο αγριεμένη με την τραχιά φωνή της :
---
Γιατί με παίρνεις από πίσω μαζί με τους φίλους σου και με κοροϊδεύετε; Θέλεις να
σου κάνω κι εγώ τα ίδια τώρα πού έπεσες στα χέρια μου;
Την
κοίταξα έντρομος και της ψιθύρισα φοβισμένος :
--- Όχι!
Αλλά αν πρέπει κάνε το!
---
Ε, τότε έλα, μου κάνει με περιφρόνηση και με τράβηξε από το χέρι. Έλα να πάρεις την αμοιβή σου για όσα
καλά μου κάνεις!
Και
σαν προχωρήσαμε λίγα μέτρα και σταθήκαμε μπροστά από τη βιβλιοθήκη, άπλωσε τα
χέρια της, πήρε κάμποσα βιβλία από τα ράφια της και μου τα έδωσε.
Αφού
χαμογέλασε λίγο και φάνηκε χαρούμενη γι’ αυτό που έκανε, μου ψιθύρισε με μάτια
που λαμπύριζαν:
---
Φύγε τώρα και πήγαινε να τα διαβάσεις! Κι αφού μου άνοιξε την πόρτα, συμπλήρωσε
με φωνή απαλή:
---
Και να μη σε ξαναδώ πάλι στο δρόμο!
Στη
λαϊκή με είδε ο πατέρας μου με τα βιβλία κι απόρησε. Κι αφού με πλησίασε με ρώτησε με ειρωνεία:
---
Σαν πολλά βιβλία δεν κρατάς; Πού τα βρήκες;
---
Μου τα ‘δωσε η Ζουρλοβγενία του
αποκρίθηκα και τα έσφιξα στα χέρια μου.
Άπλωσε
τότε τα χέρια του κι αφού τα πήρε και κοίταξε τα εξώφυλλα, μου είπε αστεία:
---
Ζουρλά βιβλία είναι! Μην τα διαβάσεις, θα σου πάρουν τα μυαλά! Να της τα πας
πίσω…
Δεν
του απάντησα παρά απομακρύνθηκα από κοντά του κλαίγοντας και βυθισμένος σε
σκέψεις.
Το
επόμενο Σάββατο κατεβήκαμε πάλι στην πόλη με τον πατέρα μου. Κάποια
στιγμή τον άφησα
μόνο και πήγα
στο σπίτι της << Ζουρλοβγενίας >> να τη
δω.
Βρήκα
την πόρτα ανοιχτή και μπήκα μέσα. Αυτή ήταν μπροστά στον καθρέφτη και
περιποιόταν τον εαυτό της. Με γνώρισε και σαν μου ζήτησε να καθίσω όλο ευγένεια
με ρώτησε με βελούδινη φωνή:
---
Τα διάβασες τα βιβλία;
Τρεμόπαιξα
τα μάτια μου και της είπα, νιώθοντας ένοχος!
--- Όχι!
--- Όχι;
Γιατί; μου έκανε και φάνηκε ταραγμένη.
---Γιατί
δεν μ’ άφησε ο πατέρας μου και μου είπε να τα επιστρέψω! της είπα και κατέβασα
το κεφάλι.
Έσφιξε
τα χείλη της με οργή και φώναξε εκνευρισμένη :
---
Είναι τόσο άθλιος; Δεν το περίμενα!
--- Όχι,
άθλιος αλλά αγράμματος! ψέλλισα κι ένιωσα το οργισμένο βλέμμα της να με
κοιτάζει.
Χτύπησε
με δύναμη τα πόδια της στο πάτωμα και με ρώτησε αφήνοντας ν’ ανθίσει στα χείλη
της ένα αδρό γελάκι:
---
Αλήθεια! Τι λέει ο κόσμος έξω για μένα;
Αν
και βρέθηκα σε δύσκολη θέση η οικειότητα που είχε γεννηθεί μεταξύ μας με έκανε
να αποβάλλω φόβους και αναστολές και να της πω την αλήθεια. Έτσι απροκάλυπτα
της ξεστόμισα:
---
Λένε αυτό που ξέρεις, πως είσαι τρελή!
---Γέλασε
μ’ ένα ξέφρενο παραλήρημα και μου είπε αγανακτισμένη:
---
Να τους πεις πως δεν είμαι τρελή, αλλά αυτοί μ’ έκαναν έτσι! Τα ‘χω τετρακόσια
και είμαι καλύτερη απ’ αυτούς!
Κι
αφού με κοίταξε με τρυφερή ματιά, συμπλήρωσε βαριά συγκινημένη :
---
Μου συνέβη όμως κάποτε και κάτι πολύ σοβαρό που με κλόνισε!
Ο
ζήλος μου να το μάθω με ανάγκασε να τη ρωτήσω:
---
Δε μου το λες;
Πήρε
μια αξιοπρεπή και γλυκιά στάση κι άρχισε:
---
Είχα διοριστεί δασκάλα σ’ ένα χωριό στον Όλυμπο, χίλια πεντακόσια μέτρα
υψόμετρο που είχε για συντροφιά μόνο απόκρυφες βουνοκορφές και ανήλιαγα
φαράγγια. Με την ελπίδα πως κάποτε θα έπαιρνα μετάθεση και θα κατέβαινα σε πιο
ήρεμο και φωτεινό μέρος έκανα υπομονή και συνέχιζα να δουλεύω. Η μετάθεση όμως
δεν ερχόταν κι εγώ έχασα τον ύπνο μου κι έβλεπα εφιάλτες. Έτσι ένα βράδυ είδα
να έρχεται ένας άγγελος και να μου δίνει το χαρτί της μετάθεσης. Ξύπνησα
χαρούμενη και πανευτυχής βγήκα στους δρόμους μέσα στη νύχτα και πανηγύριζα!
Όμως ήταν ένα όνειρο! Η μετάθεση ήρθα μετά από πολλά χρόνια κι εγώ είχα
καταρρεύσει!
Δακρυσμένη
με κοίταξε κατάματα και σταύρωσε τα χέρια. Της χαμογέλασα με νόημα και της είπα
με ύψιστη θρησκευτική ευλάβεια:
--- Αγαπημένη
μου δασκάλα σε κατανοώ!
Και
παρακλητικά, πρόσθεσα:
---
Και ντρέπομαι για όλα εκείνα τα απρεπή που σου έκανα…
Σηκώθηκε
και στάθηκε πάλι κοντά στη βιβλιοθήκη. Πήρε πάλι κάμποσα βιβλία και μου τα
έδωσε. Αφού μου άνοιξε την πόρτα, ψιθύρισε με μια ευγενική διάθεση:
---
Να πεις παντού, πως και του φθινοπώρου το δείλι είναι πολλές φορές όμορφο σαν
είναι ρόδινο!
Μου
‘ρθε να κρεμαστώ απ’ το λαιμό της και να τη φιλήσω πολλές φορές στα μάγουλα.
Δεν το ‘κανα από ντροπή. Όμως την κοίταξα στα μάτια κι ένιωσα μια λεπτή δόνηση
μέσα μου. Έκανε κι αυτή το ίδιο και μου έκλεισε την πόρτα όταν πια το πρόσωπό
της είχε πάρει την όψη αγάλματος.
Έφυγα για σπουδές, κύλησε ο τροχός του χρόνου και γύρισα μετά από δέκα
χρόνια. Η φήμη για τη γυναίκα αυτή τη << ζουρλή >> έδινε κι έπαιρνε. Είχε γεράσει, δεν έβγαινε από το σπίτι και την
περνούσε ταϊζοντας τις γάτες της.
Κάπνιζε πολύ, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες της γειτονιάς, καθισμένη στο
καθιστικό χωρίς φως, έχοντας δίπλα της πάντα ένα μπουκάλι αλκοόλ. Είχε
εγκαταλείψει το πιάνο και τις πιο πολλές ώρες τις περνούσε ξαπλωμένη διαβάζοντας.
Μετά σαν έφυγα, έμαθα από δικούς μου
ανθρώπους πως ένα πρωί τη βρήκαν νεκρή στη βεράντα ανάμεσα στις γάτες της. Το
σκυλί δεμένο στον κήπο ούρλιαζε κι όλο προς το μέρος της έστρεφε το κεφάλι του.
Στο κομοδίνο της ένα γράμμα της που βρέθηκε έλεγε για τα παράπονά της. Τη
θάψανε στο νεκροταφείο του Άι- Γιώργη
και στον τάφο της ρίξανε το
τελευταίο βιβλίο που διάβαζε, < το σκυλάκι της κυρίας >> του Τσέχωφ.