Τρία στα
τέσσερα δείγματα μελιού (75%) και από τις έξι ηπείρους της Γης βρέθηκαν
να περιέχουν νεοκοτινοειδή φυτοφάρμακα, αν και σε ποσότητες εντός των
ορίων ασφαλείας για τη διατροφή των ανθρώπων.
Όμως το πρόβλημα φαίνεται να είναι πιο σοβαρό για τις μέλισσες.
Τα εν λόγω ευρέως χρησιμοποιούμενα παρασιτοκτόνα, που θεωρούνται πιο φιλικά στο περιβάλλον σε σχέση με αντίστοιχα παλαιότερης γενιάς αγροχημικά προϊόντα, έχουν κατηγορηθεί ότι κάνουν κακό στις μέλισσες.
Η νέα διεθνής επιστημονική έρευνα βρήκε ότι στο ένα τρίτο των μελιών (34%) η ποσότητα των νεοκοτινοειδών είναι αρκετή για να βλάψει τις μέλισσες.
Στο 30% των μελιών βρέθηκε ένα νεοκοτινοειδές, ενώ σχεδόν στα μισά μέλια (45%) ανιχνεύθηκε ένα «κοκτέιλ» από δύο ή περισσότεερα διαφορετικά νεοκοτινοειδή. Το 10% των μελιών περιείχαν τέσσερις ή πέντε τέτοιες ουσίες. Τα νεοκοτινοειδή εμφανίσθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα αποτελούν το ένα τρίτο περίπου της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων. Ονομάσθηκαν έτσι, επειδή βασίζονται στη χημική δομή της νικοτίνης, ενώ η προστατευτική δράση τους οφείλεται στο ότι επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των καταστροφικών για τα φυτά εντόμων και άλλων παρασίτων, προκαλώντας τους παράλυση και θάνατο. Οι μέλισσες απορροφούν τα νεοκοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών.
Η χρόνια επίπτωση των νεοκοτινοειδών στις μέλισσες και στα άλλα έντομα που κάνουν την πολύτιμη εργασία της επικονίασης των φυτών, αποτελεί θέμα επιστημονικής έρευνας και διαμάχης εδώ και χρόνια. Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει τα εν λόγω φυτοφάρμακα με τη μείωση του πληθυσμού και την επιδείνωση της υγείας των μελισσών. Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή βιολογίας Έντουαρντ Μίτσελ του ελβετικού Πανεπιστημίου του Νοϊσατέλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", ανέλυσαν 198 τυχαία επιλεγμένα δείγματα μελιού από τοπικούς παραγωγούς σε όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής (όπου δεν υπάρχουν μελίσσια!).
Όμως το πρόβλημα φαίνεται να είναι πιο σοβαρό για τις μέλισσες.
Τα εν λόγω ευρέως χρησιμοποιούμενα παρασιτοκτόνα, που θεωρούνται πιο φιλικά στο περιβάλλον σε σχέση με αντίστοιχα παλαιότερης γενιάς αγροχημικά προϊόντα, έχουν κατηγορηθεί ότι κάνουν κακό στις μέλισσες.
Η νέα διεθνής επιστημονική έρευνα βρήκε ότι στο ένα τρίτο των μελιών (34%) η ποσότητα των νεοκοτινοειδών είναι αρκετή για να βλάψει τις μέλισσες.
Στο 30% των μελιών βρέθηκε ένα νεοκοτινοειδές, ενώ σχεδόν στα μισά μέλια (45%) ανιχνεύθηκε ένα «κοκτέιλ» από δύο ή περισσότεερα διαφορετικά νεοκοτινοειδή. Το 10% των μελιών περιείχαν τέσσερις ή πέντε τέτοιες ουσίες. Τα νεοκοτινοειδή εμφανίσθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και σήμερα αποτελούν το ένα τρίτο περίπου της παγκόσμιας αγοράς παρασιτοκτόνων φυτοφαρμάκων. Ονομάσθηκαν έτσι, επειδή βασίζονται στη χημική δομή της νικοτίνης, ενώ η προστατευτική δράση τους οφείλεται στο ότι επιτίθενται στο κεντρικό νευρικό σύστημα των καταστροφικών για τα φυτά εντόμων και άλλων παρασίτων, προκαλώντας τους παράλυση και θάνατο. Οι μέλισσες απορροφούν τα νεοκοτινοειδή μαζί με τη γύρη και το νέκταρ των φυτών.
Η χρόνια επίπτωση των νεοκοτινοειδών στις μέλισσες και στα άλλα έντομα που κάνουν την πολύτιμη εργασία της επικονίασης των φυτών, αποτελεί θέμα επιστημονικής έρευνας και διαμάχης εδώ και χρόνια. Ορισμένες μελέτες έχουν συσχετίσει τα εν λόγω φυτοφάρμακα με τη μείωση του πληθυσμού και την επιδείνωση της υγείας των μελισσών. Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή βιολογίας Έντουαρντ Μίτσελ του ελβετικού Πανεπιστημίου του Νοϊσατέλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Science", ανέλυσαν 198 τυχαία επιλεγμένα δείγματα μελιού από τοπικούς παραγωγούς σε όλες τις ηπείρους πλην της Ανταρκτικής (όπου δεν υπάρχουν μελίσσια!).